Η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει με ιδιαίτερες τιμές τον Όσιο Λουκά στην Ιστορική Ιερά Μονή του, σε γραφική πλαγιά στις δυτικές υπώρειες του Ελικώνα, κοντά στην αρχαία Στειρίδα. Η Μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, είναι ίσως το σπουδαιότερο βυζαντινό μνημείο του 11ου αιώνα στην Ελλάδα και δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως η Αγιά Σοφιά της Ρούμελης. Όπως φαίνεται και στο βίντεο σήμερα το πρωί τελέσθηκε Πανηγυρική Θεία Λειτουργία παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου με περιορισμένο αριθμό πιστών και ελάχιστων επισήμων λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Δείτε τις φωτογραφίες που ακολουθούν, από παλαιότερη επίσκεψή μας τον Οκτώβριο του 2013.
Στη δυτική πλαγιά του Ελικώνα, απέναντι από τον Παρνασσό, μετά το χωριό Στείρι, σε απόσταση περίπου 30 χλμ. από τη Λειβαδιά, είναι κτισμένη η ξακουστή μονή του Οσίου Λουκά, το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο μοναστηριακό συγκρότημα των μεσοβυζαντινών χρόνων, που ξεχωρίζει για τη θαυμάσια αρχιτεκτονική του και τον εξαίρετο διάκοσμο από ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και γλυπτά. Μαζί με τη Νέα Μονή Χίου και τη Μονή Δαφνίου, το μοναστήρι του Όσιου Λουκά περιλαμβάνεται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Η ίδρυση της μονής συνδέεται με την παρουσία του τοπικού οσίου Λουκά Στειριώτη, που μόνασε εδώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 946/7 έως το 953. Ήταν χαρισματικός, θαυματουργός και με προφητικές ικανότητες, μάλιστα είχε προφητεύσει την ανακατάληψη της αραβοκρατούμενης Κρήτης από τους Βυζαντινούς, που επιτεύχθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά το 961. Διατηρούσε στενή σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, που είχε έδρα τη Θήβα, και ένας από αυτούς, ο Κρηνίτης, το 946, άρχισε να κτίζει στον χώρο την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, που σήμερα ταυτίζεται με την κρύπτη, πάνω στην οποία αργότερα κτίστηκε το καθολικό. Η ολοκλήρωση και ο διάκοσμός της πραγματοποιήθηκαν το 955, λίγο μετά τον θάνατο του οσίου, από τους μοναχούς, οι οποίοι επίσης μετέτρεψαν το κελί του σε σταυροειδές ευκτήριο και οργάνωσαν τη μοναστηριακή κοινότητα. Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, το 961, ανεγέρθηκε ο δεύτερος ναός, αφιερωμένος στην Παναγία, έργο πολυδάπανο και θριαμβικού χαρακτήρα, που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ρωμανό Β΄ και συνδέεται με την προφητεία του οσίου. Το καθολικό κτίστηκε επάνω από την κρύπτη στις αρχές του 11ου αιώνα και ολοκληρώθηκε επί ηγουμενίας Φιλοθέου, περίπου το έτος 1011, όταν έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του οσίου από τον αρχικό του τάφο, στο κελί του, στη σημερινή τους θέση.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, μετά το 1204, στο μοναστήρι εγκαταστάθηκαν Λατίνοι μοναχοί, ενώ στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας επανήλθε στην ορθόδοξη λατρεία και πραγματοποιήθηκαν επισκευές και επεκτάσεις των κτηρίων. Η μονή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Οι δύο ενωμένες μεταξύ τους λαμπρές εκκλησίες δεσπόζουν στο κέντρο του μοναστηριακού συγκροτήματος. Η μικρότερη, στα βόρεια, αφιερωμένη στην Παναγία, χρονολογείται στον 10ο αιώνα και ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. Στη δυτική της πλευρά υπάρχει ευρύς δικιόνιος νάρθηκας, η λιτή, που για πρώτη φορά εμφανίζεται εδώ. Εντυπωσιακός είναι ο πλούσιος εξωτερικός κεραμοπλαστικός διάκοσμός της με τα κουφικά (γράμματα αραβικής γραφής), και ο μαρμάρινος τρούλος της. Στο εσωτερικό της, το μαρμάρινο τέμπλο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της τέχνης του 10ου αιώνα, ενώ στο διακονικό διατηρούνται λίγες τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. Το καθολικό, η νότια, μεγαλύτερη εκκλησία, είναι διώροφο και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του λεγόμενου «ηπειρωτικού» οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, που εφαρμόζεται για πρώτη φορά εδώ. Αποτελείται από τον κυρίως ναό, στον οποίο στα ανατολικά έχει προσαρτηθεί το τριμερές Ιερό Βήμα και στα δυτικά δύο νάρθηκες, από τους οποίους ο εξωνάρθηκας ήταν μεταγενέστερος, του 12ου αιώνα, αλλά κατεδαφίστηκε. Χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού αυτού τύπου είναι ότι οι οκτώ πεσσοί (τετράπλευροι κίονες) που στηρίζουν τον τρούλο απωθούνται προς τα πλάγια δημιουργώντας ενιαίο χώρο στον κυρίως ναό. Στα πλάγια του κεντρικού τμήματος του ναού διαμορφώνονται παρεκκλήσια. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα σύνολα. Διατηρείται στο μεγαλύτερο μέρος του, εκτός από τον τρούλο που είχε καταστραφεί το 1593 και τα ψηφιδωτά του αντικαταστάθηκαν με τοιχογραφίες, πιθανώς του τέλους του 17ου αιώνα. Με τοιχογραφίες του 11ου αιώνα διακοσμούνται και τα παρεκκλήσια και η κρύπτη, ενώ η τοιχογραφία του Ιησού του Ναυή, που βρίσκεται δίπλα στον τάφο του οσίου, χρονολογείται στον 10ο αιώνα. Εντυπωσιακή είναι και η ορθομαρμάρωση που σώζεται στο κάτω μέρος των τοίχων. Στο σημείο όπου το καθολικό ενώνεται με τον δεύτερο ναό, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπάρχει το λείψανο του οσίου, που προσελκύει πλήθη προσκυνητών. Το συγκρότημα περιλαμβάνει ακόμη πολλούς βοηθητικούς χώρους και κελιά, που ανάγονται σε διάφορες εποχές, και στην αναστηλωμένη τράπεζά του λειτουργεί μουσείο γλυπτών. Η μονή είναι ανδρική και πανηγυρίζει στις 7 Φεβρουαρίου, ενώ εορτασμοί πραγματοποιούνται την Κυριακή των Προπατόρων και στις 15 Αυγούστου.
Ένα μοναστήρι 1.000 ετών, προστατευόμενο μνημείο της UNESCO, υποδέχεται καθημερινά πλήθος επισκεπτών που υποκλίνονται στην απαράμιλλη αισθητική και την αναμφισβήτητη αρχιτεκτονική του αξία. H απαράμιλλη αισθητική της Μονής του Οσίου Λουκά και η φύση ολόγυρά της, στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, σε γαληνεύουν, είτε ανάψεις κερί και προσκυνήσεις είτε όχι. Διατηρώντας την απόλυτα θρησκευτική ταυτότητά της, είναι συγχρόνως ένα σημαντικό -προστατευόμενο από την UNESCO- μνημείο, που προσελκύει καθημερινά πλήθη τουριστών. Μαζί με τη Νέα Μονή της Χίου και εκείνη του Δαφνίου, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα και μεγαλύτερα επιτεύγματα της μεσοβυζαντινής εποχής (843-1204 μ.Χ.), τόσο για την αρχιτεκτονική όσο και για την εσωτερική της διακόσμηση. Εδώ ασκήτεψε ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης (896-953 μ.Χ.), γνωστός για το θεραπευτικό του χάρισμα και τη φιλήσυχη ιδιοσυγκρασία του. Ο τόπος μοιάζει να διατηρεί ακόμα και σήμερα κάτι από το «άγγιγμά» του, μια καταπραϋντική επίδραση. Εκεί όπου βρισκόταν το μικρό, απέριττο κελί του, συναντάμε σήμερα την Κρύπτη της Αγίας Βαρβάρας και τον μαρμάρινο τάφο του, που μαζί με δύο μεγαλύτερους και επιβλητικούς ναούς ακριβώς από πάνω (λόγω του επικλινούς εδάφους) αποτελούν το κεντρικό κτιριακό σύμπλεγμα. Ο Ναός της Θεοτόκου, που λειτουργεί τακτικά, και ακριβώς δίπλα του ο κεντρικός επιβλητικός Ναός του Οσίου Λουκά, ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα του 10ου αιώνα που (μαζί με τα ψηφιδωτά) κάνει το μοναστήρι ξακουστό στα πέρατα του κόσμου, μοιάζουν και οι δύο σφιχταγκαλιασμένοι, σε αέναη επικοινωνία μεταξύ τους. «Τα ψηφιά του Οσίου Λουκά δεν έχουνε απαλά χρώματα όπως του Δαφνιού, μηδέ τη μαστοριά τ’ Αη Δημήτρη της Σαλονίκης», γράφει ο Φώτης Κόντογλου. «Μπροστά τους δείχνουνε φτωχά κι απλοϊκά, σα να τα ‘φτιαξε κανένας άμαθος. Μα ίσα-ίσα τούτη είναι η ιδιαίτερη χάρη τους που τα κάνει να ξεχωρίζουν. Κείνοι οι τεχνίτες δείχνουνε τη σοφία και την αξιοσύνη τους, τούτοι λένε την προσευχή τους σαν αγράμματοι ψαράδες μ’ απλότη και με πίστη». Πάνω στο ίδιο θέμα ο γνωστός Άγγλος Βυζαντινολόγος S. Runciman τοποθετείται ως εξής: «Στον Όσιο Λουκά δεν υπάρχει τίποτε από το εγκόσμιο που αρχίζει να υπεισέρχεται στα μεταγενέστερα έργα του Δαφνίου και θριαμβεύει τον 14ο αιώνα… Όλα είναι σοβαρά, όλα ισορροπημένα και δεμένα μέσα στην υψηλή κλασική παράδοση του Βυζαντίου, αλλά ζωντανεμένα από ένα αίσθημα αιωνιότητας, με κάποια τραχύτητα εκεί όπου χρησιμοποιήθηκαν κατώτεροι τεχνίτες, ασυναγώνιστα όμως στις μεγάλες συνθέσεις». Μαζί τους ξεχωρίζουν τα μωσαϊκά και τα μαρμαροθετήματα, τα αλαβάστρινα παράθυρα, τα μαρμάρινα κιονόκρανα και φυσικά το σύνθετο και ασύμμετρο κτίσμα των τριών εκκλησιών, το ηγουμενείο και τα αρχονταρίκια, τα παρακείμενα εξωκλήσια, ο ελαιώνας και ο αμυγδαλεώνας, οι κήποι και τα περιβόλια που θα ανακαλύψει όποιος περιπλανηθεί λίγο παραπάνω. Αυτά έρχονται να θαυμάσουν τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο. Ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες τον Όσιο Λουκά επισκέπτονται περίπου 2.000 άτομα ημερησίως. Δέχονται ως κέρασμα το παραδοσιακό λουκουμάκι, με αποτέλεσμα η μονή να καταναλώνει 2 τόνους λουκούμια ετησίως, αλλά κυρίως μυούνται στη βυζαντινή τέχνη και αρχιτεκτονική. Ακόμα και λυπηρά σημάδια της ιστορίας δένουν απίθανα σ’ αυτό το μοναστηριακό σύμπλεγμα, το οποίο, ανεξάντλητο σε λεπτομέρειες, σε κερδίζει λίγο παραπάνω σε κάθε επίσκεψη. Ο τεράστιος πλάτανος της αυλής, το ηλιακό ρολόι, το παλιό φωτάναμμα -ένα από τα πιο καλά διατηρημένα στο είδος του-, οι ψαλμωδίες των μοναχών και τα αναμμένα κεριά στους πολυελαίους, ο ήχος του σήμαντρου, το κελάηδισμα των πουλιών και η αναστάσιμη φύση αυτή την εποχή, ακόμη και οι διαφορετικές προσεγγίσεις ξεναγών από όλο τον κόσμο καθηλώνουν το ενδιαφέρον κάθε θρησκευόμενου ή απλώς θρησκευτικού τουρίστα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου