Επιθυμώντας να συμβάλουμε στο δημόσιο διάλογο που εντάθηκε μετά τις χθεσινές τοποθετήσεις Αρχιεπισκόπου και Πρωθυπουργού για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, σας παρουσιάζουμε σήμερα το πόνημα του κ. Ανδρέα Τσόλια Αρεοπαγίτη επί τιμή, που αλιεύσαμε στο διαδίκτυο και περιλαμβάνει συμπυκνωμένο και τεκμηριωμένο ό,τι κατά καιρούς έχουμε διαβάσει για το εν λόγω θέμα, από σημαντικές προσωπικότητες του τόπου μας. Βέβαια, υπάρχει διατυπωμένη και η δική μας άποψη εδώ και δεν αλλάζει. Πιστεύουμε ότι η εκκλησία έπρεπε εδώ και δεκαετίες να λειτουργεί σαν μια καλοκουρντισμένη ιδιωτική επιχείρηση μακριά από κρατικές εξαρτήσεις.
«Καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆσίαν». (Μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνος)
«Ει δε απιστείς τω λόγω, πίστευε τοις πράγμασι. Πόσοι τύραννοι ηθέλησαν περιγενέσθαι της Εκκλησίας; Πόσα τήγανα; Πόσοι κάμινοι, θηρίων οδόντες, ξίφη ηκονημένα, και ου περιεγένοντο; Πού οι πολεμήσαντες; Σεσίγηνται και λήθη παραδίδονται. Πού δε η Εκκλησία; Υπέρ τον ήλιον λάμπει. Τα εκείνων έσβεσται, τα ταύτης αθάνατα......Ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον άνθρωπε. Λύσον τον πόλεμον, ίνα μη καταλύση σου την δύναμιν· μη είσαγε πόλεμον, εις τον ουρανόν. Άνθρωπον εάν πολεμής, ή ενίκησας, ή ενικήθης. Εκκλησίαν δε εάν πολεμής, νικήσαί σε αμήχανον· ο Θεός γάρ εστιν ο πάντων ισχυρότερος. Μη παραζηλούμεν τον Κύριον; Μη ισχυρότεροι αυτού εσμέν; Ο Θεός έπηξε, τις επιχειρεί σαλεύειν; Ουκ οίσθα αυτού την δύναμιν.....Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία· πολεμουμένη νικά· επιβουλευομένη περιγίνεται· υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα και ου καταπίπτει υπό των ελκών· κλυδωνίζεται, αλλ' ου καταποντίζεται· χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει· παλαίει, αλλ' ουχ ηττάται· πυκτεύει, αλλ' ου νικάτα» Ιερός Χρυσόστομος
Οι παραπάνω λόγοι του Ιερού Χρυσοστόμου είναι διαχρονικοί. Ισχύουν και στους σημερινούς ευδαίμονας καιρούς όπου οι Άθεοι ξεκινούν νέους αγώνες στην Ελλάδα εναντίον της Εκκλησίας. Μάλιστα χθες προσπαθούν να δημιουργήσουν στον λαό την απατηλή και από άποψη Διοικητικού και Συνταγματικού Δικαίου, αλλά και Εκκλησιαστικού Δικαίου εντύπωση ότι Πολιτεία είναι ο Πρωθυπουργός και Εκκλησία ο Αρχιεπίσκοπος. Εκκλησία δεν είναι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και Πολιτεία δεν είναι ο Πρωθυπουργός Τσίπρας. Και επομένως οι δύο αυτοί δεν μπορούν με κοινές συμφωνίες να νομοθετούν, αφού ο Νόμος δεν καταργείται με μία συμφωνία αλλά με άλλο νόμο. Και τον νόμο τον ψηφίζει η Βουλή των Ελλήνων. Ερωτάται: Θα ψηφισθεί ένας τέτοιος Νόμος; Και αν δεν τηρηθεί ο Νόμος και το Κράτος φαλκιδεύσει τα δικαιώματα της Εκκλησίας τι θα συμβεί; Υπάρχει το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο θα προσφύγει η Εκκλησία. Υπάρχουν και τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια. Ας μη ξεχνάμε ότι επί Τρίτση η Πολιτεία προσπάθησε να αρπάξει από την Εκκλησία ό,τι της είχε απομείνει. Η Εκκλησία προσέφυγε στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και ο Τρίτσης έκανε πίσω. Περαιτέρω: Τι θα γίνει με την Εκκλησία της Κρήτης και τις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων, που δεν ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος; Και κάτι άλλο. Οι κληρικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν περιλαμβάνονται σ' αυτούς, ούτε υπάγονται στο δημοσιοϋπαλληλικό πειθαρχικό δίκαιο, ούτε σε κρίσεις υπηρεσιακών συμβουλίων ούτε συνταξιοδοτούνται με την παρέλευση κάποιου έτους της ηλικίας τους.
Συνεχίζω: Και ας έρθουμε στο θέμα του Χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας; Τι σημαίνει χωρισμός; Χωρισμός σημαίνει να ξεχωρίσουμε και να δώσουμε αυτοτέλεια σε μέρη που ήσαν ενωμένα. Επομένως, εν προκειμένω, δεν έχει νόημα ο χωρισμός και είναι αδόκιμη έκφραση. Χωρίζονται, όπως είπαμε αμέσως πιο πάνω, τα ενωμένα. Βάσει ποίου νόμου η Εκκλησία είναι ενωμένη με το Κράτος για να χωριστεί; Χωρίζουν τα ανδρόγυνα, διότι ήσαν ενωμένα με τον γάμο. Ποιος γάμος συνδέει Κράτος και Εκκλησία; Κανένας. Στην Ελλάδα ισχύει το σύστημα της «Νόμω κρατούσης Πολιτείας», πράγμα που σημαίνει, κατά το κοινώς λεγόμενο, ότι η Πολιτεία έχει το πάνω χέρι. Το Σύνταγμα αναγνωρίζει απλώς ότι στην Ελλάδα ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ Θρησκεία και όχι επίσημη είναι η Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία και τίποτε παραπάνω. Όσο για την περιουσία της Εκκλησίας, το Κράτος οφείλει να τη σέβεται, βάσει της συνταγματικής αρχής της προστασίας της ιδιοκτησίας. Και μπορεί να την απαλλοτριώνει, πάλι σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους ύστερα από καταβολή αποζημιώσεως ίσης με την αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων. Το ύψος της αποζημιώσεως καθορίζεται από τα Δικαστήρια. Δυστυχώς στο παρελθόν με στανικό (με το στανιό) και σταλινικό τρόπο το Κράτος άρπαξε σημαντικό μέρος της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Και για να μη θεωρηθούν αυτά αόριστα παραθέτω και μερικά συγκεκριμένα στοιχεία: Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας. Στις 18 Ιανουαρίου 1833 η αντιβασιλεία του Όθωνα έφθασε στην Ελλάδα και με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 400 περίπου Μοναστηριών. Η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο και τα διατηρούμενα (μοναστήρια) φορολογήθηκαν. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν η αρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια.
Στις 13 Οκτωβρίου 1834 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα «περί συστάσεως Εκκλησιαστικού Ταμείου». Σύντομα το Εκκλησιαστικό Ταμείο είχε ξεφύγει από τον αρχικό σκοπό χωρίς ΚΑΜΙΑ οικονομική συμπαράσταση του κλήρου. Στις 13 Ιανουαρίου 1838 εκδόθηκε το διάταγμα «Περί διαλύσεως της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου». Με το διάταγμα αυτό για λόγους οικονομίας οι αρμοδιότητες της προηγουμένης Ειδικής Επιτροπής περιέχονται «εις την επί των εκκλησιαστικών Γραμματείαν».
Με το Β.Δ. της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή αντιτίμου) και άλλων τεραστίων σε έκταση κτημάτων και των σε λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων» (βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-52). Στην περιουσία που απέμεινε επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, που όταν αυτή δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί, οδηγούσε σε δημόσιους πλειστηριασμούς!
Στις 29 Απριλίου 1843 με άλλο Διάταγμα η όλη κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου… καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν». Και όμως την περιουσία αυτή ενθυλάκωσε το Κράτος, χωρίς να αποδώσει τίποτε στον πενόμενο Ιερό Κλήρο...
Και ήρθε ο 20ός αιών και οι απαλλοτριώσεις (στην πραγματικότητα δημεύσεις, αφού έγιναν χωρίς ανταλλάγματα συνεχίστηκαν μανιωδώς (βλ. ν. 1072/1917 και 2050/1920 -Αγροτικός Νόμος)
Για της απαλλοτριωθείσες εκτάσεις το Κράτος καθόρισε το ποσό των 1.000.000.000, κατέβαλε όμως στο Γενικό Εκκλ. Ταμείο τα 40 εκατομμύρια και οφείλει ακόμα τα 960!
Με τον νόμο 4684/1931, το Κράτος επέβαλε ουσιαστικά την εκποίηση («ρευστοποίηση») ενός ακόμα μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας.
Το 1945 εκδόθηκε ο Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Από την 1 Οκτωβρίου 1945 οι ενοριακοί Ναοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση της καταβολής της μισθοδοσίας των Ιερέων γιατί αναλαμβάνει πλέον η Πολιτεία την μισθοδοσία αυτών, κατόπιν συμφωνίας που επήλθε μεταξύ αυτής και της Εκκλησίας. Πλην όμως τα κονδύλια για την μισθοδοσία των Ιερέων, τα αναλαμβάνει πάλι η Εκκλησία διότι υποχρεούται ο κάθε ενοριακός Ναός να καταβάλει εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων στην οικεία Οικονομική Εφορία. Έτσι τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια ήταν υποχρεωμένα ανά τρίμηνο να καταβάλουν στο Δημόσιο Ταμείο την εισφορά του 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων.
Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή (1946-50) και η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος, στο άρθρο 143 προέβλεπε την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, χωρίς αντάλλαγμα! Η Ιεραρχία αντέδρασε, η απόπειρα ματαιώθηκε. Οι πιέσεις του Κράτους είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή της από 18.9.1952 «Συμβάσεως περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Η Σύμβαση αυτή ήταν επαχθής για την Εκκλησία, αφού υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων, με αντάλλαγμα μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας και κάποια αστικά ακίνητα/οικόπεδα. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομένουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980- ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο -όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932- συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ' αυτού. Διευκρινίζουμε ότι η μισθοδοσία του κλήρου καλύπτει μόνο τους ιερείς και όχι τους μοναχούς ή μοναχές. Πού λοιπόν τα αναφερόμενα για –δήθεν- «δημόσιους υπαλλήλους" ; Μόνο οι τόκοι από την δημευθείσα εκκλησιαστική περιουσία φθάνουν για να θρέψουν γενιές κληρικών.
Όμως το Κράτος με νέα διοικητικά μέτρα όχι μόνο δεν υποστήριξε, αλλά δεν επέτρεψε στην Εκκλησία να αξιοποιήσει ό,τι της απέμεινε. Από το 1975 και μετά εντείνονται οι πιέσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», ενώ το 1976 ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του ναυάγησε. Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο (Ιωάν. Βαρβιτσιώτης) πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο : Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε. Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός (Αντ. Τρίτσης) εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος. Αλλά ο τότε υπουργός Τρίτσης επέμεινε. Κατάρτισε και έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο, που ψηφίστηκε ως Νόμος 1700/1987 Παρά τις αντιδράσεις, η πλειοψηφία της Βουλής ψήφισε το Νόμο, Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την Πράξη συγκρότησης του Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. (απόφαση 5057/1987), το Κράτος δεν τόλμησε να εφαρμόσει τους Νόμους 1700/1987 και 1811/1988, κάποιες Μονές προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση με τους Νόμους αυτούς άρθρων της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης και του Πρώτου Πρωτοκόλλου της. Και δικαιώθηκαν. Το Δικαστήριο διακήρυξε ότι οι Μονές –και άρα η Εκκλησία της Ελλάδος– δεν είναι κρατικοί οργανισμοί, έστω κι αν χαρακτηρίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου Διασαφήνισε ότι οι Μονές μπορούν να επικαλούνται κάθε τρόπο κτήσεως της κυριότητας της περιουσίας τους (και με χρησικτησία), αφού «δεν υπάρχει κτηματολόγιο στην Ελλάδα», και διότι ήταν αδύνατη η μεταγραφή τίτλων προ του 1856 και η μεταγραφή κληροδοσιών και κληρονομιών προ του 1846, και επέλυσε την αμφισβήτηση, υπέρ των ιερών Μονών, του θέματος των «διακατεχομένων» (κτημάτων χωρίς νόμιμους τίτλους) τα οποία νέμεται η Εκκλησία, με το τεκμήριο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας.
Τέλος, δεν πρέπει δε να ξεχνάμε ότι η εναπομείνασα περιουσία δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα) το καθένα από τα οποία αγωνίζεται -μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμεύσεων - να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της εκκλησίας. Αξιοσημείωτα είναι τα στοιχεία ΜΟΝΟ για την Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, η οποία έχοντας στην κατοχή της σημαντική περιουσία που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), δώρισε τα ακίνητα επί των οποίων έχουν ανεγερθεί η Ριζάρειος Σχολή, η Ακαδημία Αθηνών, το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Σκοπευτήριο, το Πτωχοκομείο, η Μαράσλειος Ακαδημία, το Θεραπευτήριο "Ευαγγελισμός", το Αρεταίειο νοσοκομείο, η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων, το Νοσοκομείο Παίδων, το Νοσοκομείο Συγγρού, το Λαϊκό Νοσοκομείο "Σωτηρία", το Ασκληπιείο Βούλας, η Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, το ΠΙΠΚΑ Βούλας, το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, το Γηροκομείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, 142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής και πολλά άλλα. Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού (βλ. Ανακοινωθέν Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς της 31/7/2013). Και τελειώνω. Όταν η Πολιτεία νομοθετεί δεν δεσμεύεται από την αντίδραση της Εκκλησίας. Και αν ακόμη σύσσωμη η Ιεραρχία διαφωνήσει, η διαφωνία δεν δεσμεύει την Πολιτεία, η οποία δεσμεύεται μόνον από το Σύνταγμα. Δεν έγινε ακόμη κανένας χωρισμός. Έγινε μία συνάντηση αρχιεπισκόπου και πρωθυπουργού, η οποία δεν έχει έννομα αποτελέσματα. Το Σύνταγμα ισχύει ακόμη και μπορεί να το μεταρρυθμίσει η επόμενη Βουλή. Οι υποψήφιοι λοιπόν βουλευτές ας ερωτηθούν για τις σχετικές προς την Εκκλησία διαθέσεις τους και οι ψηφοφόροι οι οποίοι ενδιαφέρονται όχι μόνο για την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, ας στείλουν (ας στείλουμε) στη Βουλή αυτούς που πρέπει. Στώμεν καλώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου