Επισκέφθηκα για πρώτη φορά τους Χράνους Μεσσηνίας το 1978. Έκτοτε πάμπολλα είναι τα περάσματά μας από εκεί. Μεγάλη η συλλογή από φωτογραφίες στα ογκώδη φωτογραφικά άλμπουμ της οικογένειας. Χθες, ένα ζεστό ηλιόλουστο Κυριακάτικο απομεσήμερο, αποφασίσαμε να έρθουμε πάλι ως εδώ και να φωτογραφίσουμε το αγαπημένο μας κομμάτι της παραλίας με τα βράχια που σου επιτρέπουν να περάσεις ανάμεσά τους και που κάμποσα χρόνια πριν αποτελούσαν τον αγαπημένο χώρο παιχνιδιού των παιδιών όταν αποφασίζαμε να εκδράμουμε από την κοντινή Ανάληψη.
Αυτό που μας εντυπωσίασε περισσότερο κάνοντας τη διαδρομή, ήταν οι ολάνθιστες κουτσουπιές με το έντονο ροζ ή μωβ χρώμα των ανθών και τα ανθισμένα κίτρινα σπάρτα που δημιουργούσαν μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στο απέραντο πράσινο του βουνού και του κάμπου και το λαμπερό γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας.
Η άνοιξη στα καλύτερά της…
Η άνοιξη στα καλύτερά της…
Θέλαμε καιρό να κάνουμε ένα αφιέρωμα στο blog γι’ αυτόν τον γραφικό αγαπημένο προορισμό, αλλά η έλλειψη ψηφιακού φωτογραφικού υλικού δεν μας το επέτρεπε. Και τώρα που έχουμε τις φωτογραφίες πρέπει κάτι να γράψουμε γι’ αυτό το όμορφο Μεσσηνιακό χωριό, όπως συνηθίζουμε άλλωστε αυτά τα χρόνια για κάθε τόπο που επισκεπτόμαστε και σας παρουσιάζουμε. Όμως αυτή τη φορά θα σας παρουσιάσουμε ένα εξαιρετικό κείμενο της Βίλλυ Μανωλιά πιστεύοντας πως πρόκειται για Ωδή στους Χράνους Μεσσηνίας.
Περισσότερες φωτογραφίες εδώ!
Χράνοι, Μεσσηνία: ένα χωριό κοντά στα αστέρια
Χρόνια πριν η Μεσσηνία αρχίσει να φιγουράρει στα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά πόρταλ ανάμεσα στους καλύτερους προορισμός της Ευρώπης, όταν ακόμα το Κόστα Ναβαρίνο ήταν όραμα του Καπετάν Βασίλη και «αστικός μύθος» της Καλαμάτας, τα παραλιακά χωριά δυτικά της μεσσηνιακής ακτογραμμής έλαμπαν κρυφά σαν ακατέργαστα «διαμάντια» που ανακάλυπταν, αναζητώντας θησαυρούς, ψαγμένοι τουρίστες. Σε ένα από αυτά ζω από παιδί τα πιο μεστά καλοκαίρια.
Θυμάμαι την άμμο ανάμεσα στα δάκτυλα να γρατσανίζει στο τσιμέντο. Τα πόδια γυμνά, χωρίς παπούτσια, τις φτέρνες να περπατάνε στην άσφαλτο, στο χώμα και στα βότσαλα. Δεν ξέραμε τι είναι ρεφλεξολογία τότε, αλλά σίγουρα ήμασταν φανατικοί. Θυμάμαι τα δειλινά με κούραση και ιδρώτα από το κυνηγητό ανάμεσα στα κτήματα με τις ελιές.
Το κολύμπι «ώσπου να δούμε το Κακκόρεμα» πέρα μακριά από την ακτή, εκεί που σήμερα ακόμα και με το κανό φοβάμαι να φτάσω. Τη φωνή της γιαγιάς από τη βεράντα «Βουλίτσαααα, Γιαννάκηηηη φετούλες!». Φέτες από φρεσκοζυμωμένο ψωμί φτιαγμένο στο ξυλόφουρνο του παππού, του μπαρμπα Γιάννη που όταν έφτιαχνε με τα χέρια του το σπίτι δίπλα στη θάλασσα, οι συγχωριανοί νομίζανε ότι ήταν «τρελός».
Πριν τριάντα πέντε χρόνια έπρεπε να είσαι λίγος τρελός ή πολύ τολμηρός για να διανοηθείς να αγνοήσεις την «καρδιά» του οικισμού που ήταν πάνω από το δρόμο, λίγο πιο μακριά από την ακτή, και να πας να φτιάξεις σπίτι δέκα μέτρα από το κύμα. Θυμάμαι τα ουρλιαχτά από τα τσακάλια μαζί με το μουσικό σήμα του δελτίου ειδήσεων της ΕΡΤ. Ο παππούς δυνάμωνε την ένταση από τις ειδήσεις για να μη φοβάμαι και εγώ χόρευα αυτοσχεδιαστικά με ό,τι θυμόμουν από την τάξη του μπαλέτου.
Μέχρι να φτάσω τα πέντε ήμουν μοναχοπαίδι με ελάχιστα παιδάκια να παίξω στο χωριό. Πηγαίναμε στους Χράνους με το που έφτιαχνε ο καιρός κάπου προς το τέλος του Απρίλη ως το Σεπτέμβριο «για τον καθαρό αέρα και τη θάλασσα». Γυρνούσα πίσσα μαύρη με φυσικό ξανθό και μετρούσαμε στον τοίχο πόσο ψήλωσα. Μετά ήρθε ο αδερφός μου που έγινε παραθεριστής από δυο μηνών, ίσως το πιο βρέθος τουρίστας στη χώρα. Τότε είχαμε και κότες να κυκλοφορούν ελεύθερες στο κτήμα, ήταν οι φίλες μου και ήμουν η μόνη που εμπιστεύονταν για να τις αγκαλιάσω. Μου άρεσαν γιατί μου θύμιζαν το Νιλς Χόλγκερσον που έβλεπα στην τηλεόραση να ταξιδεύει τον κόσμο με τις αγριόχηνες. Η δική μου «παρέα» δεν πέταγε στα σύννεφα, αλλά είχα κι εγώ όπως και ο Νιλς σε κάποιον με φτερά να μιλήσω. Υπήρχαν φορές που όλο και κάποια «φίλη μου» έλειπε, ο παππούς μου έλεγε ότι την πήρε η αλεπού, έκανα ότι τον πίστευα γιατί το ήθελα, επειδή μου άρεσαν οι σούπες που ήταν από «άλλες, ειδικές κότες - όχι τις δικές μας».
Από τότε που γεννήθηκα πηγαίνω σε αυτό το χωριό της Μεσσηνίας, τους Χράνους. Είναι το παιδικό μου καταφύγιο και συνεχίζει να είναι ως σήμερα. Βρίσκεται επτά χιλιόμετρα νότια από το Πεταλίδι που θεωρείται σημείο αναφοράς ως κεφαλοχώρι, περίπου 15 χλμ βόρεια από το κάστρο της Κορώνης και ανήκει στο Δήμο Μεσσήνης (Τοπική Κοινότητα Χράνων - Δημοτική Ενότητα ΑΙΠΕΙΑΣ).
Ως παιδί της Αθήνας η εξοχή του χωριού ήταν η δική μου απόδραση: πράσινο, παραλία, ζωή έξω από τους τοίχους με ήλιο, καλό φαί και πολύ παιχνίδι.
Είχα από μικρή πολλούς φίλους και φίλες από τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Ιταλία, μια «Eurovision» καλοκαιρινή παρέα. Εύκολο να κάνεις φίλους από έξω. O ενθουσιασμός που έδειχναν οι «ξένοι» για το μέρος αυτό με εντυπωσίαζε. Ένα απλό χωριό που βρέχεται από τη θάλασσα, ήταν ένα όνειρο για εκείνους, μια απόδραση που σχεδίαζαν ένα χρόνο πριν φτάσουν και όταν έφταναν κάθονταν με τις ώρες σε αυτή την παραλία που μεγάλωσα απολαμβάνοντας τον ήλιο σαν να ήταν το υπέρτατο αγαθό.
Ήμασταν πολλά παιδιά παλιά κι είχαμε όλες τις παραλίες του χωριού χωρισμένες ανά παρέα. Στη «μεγάλη παραλία», ας πούμε, ήταν η «μεγάλη παρέα» με καμιά σαρανταριά παιδιά - μπορεί και παραπάνω - κυρίως από Αθήνα, Καλαμάτα και ανά καλοκαίρι διάφορες εθνικότητες. Ήταν λίγο blaze για να είμαι ειλικρινής, αλλά είχαν πλάκα - άσε που μπορεί και να διαβάζουν τώρα αυτές τις γραμμές. Στη «σπηλιά» ήταν τα πιο μεγάλα παιδιά, ασχολούνταν κυρίως με το ψαροντούφεκο - υπήρχαν πολλά χταπόδια παλιά - και το «καμάκι» γενικώς γιατί είχε και πολλές τουρίστριες.
Στη «Βρυσούλα» ήμασταν όσοι μέναμε εκεί προς το τέλος του χωριού. Ήταν η δύσκολη παραλία γιατί είχε κάτι σκαλοπάτια που έχτιζες μυϊκό για να τα ανεβοκατέβεις. Ήμασταν καμιά δεκαριά μαζί με τους επισκέπτες φίλους. Εγώ ήμουν κάπως σαν να μην άνηκα και πουθενά εντελώς, αλλά πάντα έκανα παρέα με τους ίδιους αγαπημένους φίλους μου το Γιώργο, τον Ιταλό και την Ελένη από τον Παναμά, τη Στέλλα από τη Γλυφάδα, το Στέφαν και τους χεβιμεταλάδες φίλους του από Γερμανία, τον αδερφό μου και τον Πάνο και όλοι μαζί ήμασταν ένα αξιοθέατο για τους τριγύρω μόνιμους κατοίκους της γειτονιάς.
Η κυρά Θύμιενα - Θεός σχωρέστην - στο καφενεδάκι στη γωνία στο σοκάκι για την παραλία ήξερε πότε κατέβηκε ποιος τι φορούσε και τι σκεφτόταν. Αν καθυστερούσες κανά μισάωρο από την καθημερινή ρουτίνα σού λέγε «άργησες σήμερα», αν πήγαινες νωρίτερα «νωρίς - νωρίς... Καλό μπάνιο!». Ήταν σαν το crowdfire, ας πούμε, που ειδοποιούσε για τους followers της "Βρυσούλας".
Έτσι περνούσαν τα καλοκαίρια στους Χράνους.
Μετά όταν μεγάλωσα και οι φίλες πηγαίνανε στη Μύκονο και περατζάδα στα νησιά, αν το κανόνιζα πριν κατέβω στο χωριό, είχε καλώς, πήγαινα. Αν όχι, «πού να πήγαινα τώρα, καλά είμαι εδώ». Είχε κάτι αυτό το μέρος, ακόμα και τώρα το έχει: με το που φτάσεις δε θέλεις να φύγεις εύκολα.
Κάτι που σε κάνει να κολλάς, να συνηθίζεις στη ραψάνη και στο χάζι της θάλασσας και του βουνού.
Μπορεί να είναι η αυγή που το φως ζωγραφίζει το περίγραμμα της μεσσηνιακής Μάνης και τις κορυφογραμμές του Ταυγέτου. Ή η πανσέληνος που έρχεται μπροστά ακριβώς από το σπίτι να φωτίζει τη θάλασσα, φέγγοντας ολόκληρη και λαμπερή τον ασημένιο της ονειρεμένο θαλασσόδρομο που γίνεται πασαρέλα επιβίωσης για τα μικρά καρέτα -καρετάκια που έκαναν τα πρώτα τους κολυμβητικά βήματα και τα ακούμε να περπατούν στην άμμο σα νά ναι άνθρωποι. Ή η παραλία κάτω από το σπίτι που είναι άδεια ακόμα και τα μεσημέρια του Δεκαπενταύγουστο και αράζαμε πάντα στους βράχους με τη φυσική σκιά και ήταν τόσο ήσυχα δίπλα στο κύμα που μας έπαιρνε ο ύπνος. Ή ο αγαπημένος μου ο θείος, ο Μπάμπης, που μας λάτρευε και μιλούσαμε ατέλειωτα για ότι θα κάναμε του χρόνου - «πρώτα ο Θεός» - με τη βάρκα που θα παίρναμε και το καφενείο που θα φτιάχναμε και το γρασίδι που θα σπέρναμε μπροστά στην αυλή. Ή οι νύχτες με τα αστέρια που μοιάζουν να φτάνουν πιο κοντά στη βεράντα του σπιτιού και αντικριστά τα φώτα της Κορώνης και της Καρδαμύλης από απέναντι.
Πέρσι ήρθαν οι φίλοι μου από την Αγγλία για πρώτη φορά μετά από μια περατζάδα στις Κυκλάδες. Είχα μια ανησυχία γιατί ήταν και πολυταξιδεμένοι. Είχα οργανώσει και μια λίστα με things to do για να μη βαρεθούν και τους είπα «κοιτάχτε μην περιμένετε πολλά, στο χωριό πάμε για ξεκούραση». Το λάτρεψαν το μέρος και όλη τη γύρω περιοχή. Τους θύμισε τη βόρεια Βραζιλία που έχει, λέει, πολύ πράσινο και υπέροχες παραλίες. Τους ενθουσίασαν τα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, η Βοιδοκοιλιά της Πύλου, η Γιάλοβα, το καλό ελαιόλαδο και το καφέ στο Poseidon του Γιάννη με τον ‘Ερικ Κλάπτον κάθε απόγευμα και την παγωμένη μπύρα σε μεγάλο παγωμένο ποτήρι στη δροσιά του ωραίου του κήπου.
Το Caribean Beach Bar στη «μεγάλη παραλία» για φραπέ και ένα μπουκάλι νερό δώρο - το σημείο συνάντησης από το πρωί ως το βράδυ για όσους δε θέλουν να απομακρυνθούν από το κύμα. Για το σπιτικό φαγητό στον «Κήπο» του άλλου Γιάννη και στο «Hellas». Για τη «Βρυσούλα» την πριβέ παραλία μπροστά από το σπίτι και τον ατέλειωτο ύπνο τις νύχτες στη βεράντα.
Είναι ωραίο το χωριό μου. Και παρόλο που δε γεννήθηκα σε αυτό, λέω πάντα ότι είμαι η «μισή» από την Καλαμάτα γιατί εδώ γεννήθηκαν όλα μου τα καλοκαίρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου