Μια
σκοτεινή υπόθεση κατά συρροή δολοφονιών συγκλόνισε την Ελληνική κοινωνία το
1969, λόγω του κυνισμού και της αγριότητας των δραστών, η δράση των οποίων
δημοσιοποιήθηκε μόνο μετά τη σύλληψή τους. Πρόκειται για τους Γερμανούς υπηκόους Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ
(Hermann Duft και Hans Wilhelm
Bassenauer), οι οποίοι μέσα σε σαράντα μόλις μέρες δολοφόνησαν έξι
ανύποπτους πολίτες, ενώ τραυμάτισαν σοβαρά έναν έβδομο, με κίνητρο τη ληστεία
και αδιαφορώντας παντελώς για την αξία των ανθρώπινων ζωών που αφαιρούσαν. Ήταν
εγκλήματα πρωτόγνωρα, αναπάντεχα και ειδεχθή για τη χώρα μας την εποχή εκείνη,
που προκάλεσαν το φόβο και τον αποτροπιασμό της κοινής γνώμης. Ο τύπος της εποχής,
τους αποκάλεσε «κινούμενους χάρους»,
γιατί ταξίδευαν στην εθνική οδό επιλέγοντας τους στόχους που θα χτυπήσουν.
Διακατέχονταν από υπεροψία και θρασύτητα, θεωρώντας ότι η Ελλάδα ήταν μια
τριτοκοσμική, υποανάπτυκτη χώρα και πως η αστυνομία δεν θα ήταν ικανή να τους εντοπίσει
και να τους συλλάβει.
Ειδικοί
που σκιαγράφησαν το εγκληματικό τους προφίλ, τους χαρακτήρισαν αδίστακτους
δολοφόνους που σκότωναν χωρίς λόγο και μάλιστα με απολαβές πενιχρές, καθώς η
συνολική λεία από τις ληστείες που πραγματοποίησαν ανήλθε σε μόλις 35.850
δραχμές. «Τα εγκλήματά τους, πέραν του
ότι ήταν εγκλήματα φρίκης, ήταν σαν να σκότωναν για να σκοτώσουν, σαν να μην τους
ενδιέφερε η ανθρώπινη ζωή» χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής
εγκληματολογίας Ιωάννης Πανούσης. Ήταν ακατανόητη «… η αδίσταχτη χρήση ακραίας, ασύμμετρης βίας ενόψει του προσδοκώμενου
κέρδους που ήταν πολύ μικρό» σημειώνει ο καθηγητής εγκληματολογίας
Βασίλειος Καρύδης.
Οι
δύο δράστες, εκτός από την ηλικία τους, φαίνονταν δύο πολύ διαφορετικοί
άνθρωποι. Γεννήθηκαν και οι δύο στη Φρανκφούρτη το 1938. Ο Μπασενάουερ ήταν ο
τύπος του συνηθισμένου μικροαστού, υδραυλικός στο επάγγελμα, παντρεμένος με
τρία παιδιά και λευκό ποινικό μητρώο μέχρι τη γνωριμία του με τον Ντουφτ. Από
τα γεγονότα εξάγεται το συμπέρασμα, ότι αποτελούσε τον άβουλο, πιστό ακόλουθο
του Ντουφτ. Φαινόταν σαν ένας άνθρωπος που είχε εισέλθει σε μια ψυχολογική
φθορά, λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε στο γάμο του. Ο Ντουφτ από την
άλλη, ήταν μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Είχε τα χαρακτηριστικά του ηγέτη,
αλλά ήταν αδίστακτος και κυνικός. Είχε μπλεξίματα με το νόμο από την εφηβική
του ηλικία, έχοντας ανακατευτεί σε διάφορες συμμορίες ανηλίκων και έχοντας
χρήσει τρόφιμος αναμορφωτηρίων. Στα 21 του εντάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων και
υπηρέτησε επί 36 μήνες στην Αλγερία. Όταν αποστρατεύθηκε, γύρισε στα παλιά του
λημέρια και ασχολήθηκε με ληστείες.
Στην Ελλάδα ήρθαν οι δύο
Γερμανοί εγκληματίες, στις 17 Φεβρουαρίου 1969, μετά από πρόσκληση ενός Έλληνα στον
Ντουφτ, με σκοπό το προξενιό. Ο Μπασενάουερ ήταν εμφανίσιμος και γνωρίστηκε με
μια 18χρονη, κόρη ενός φίλου του ράφτη, στην οποία συστήθηκε ως ευκατάστατος
εκπρόσωπος φαρμακευτικής εταιρείας. Αυτή ήταν και η βιτρίνα που χρησιμοποιούσαν
στις συναναστροφές τους στη χώρα μας. Έδειχναν προς τα έξω την εντύπωση
ευκατάστατων, ευυπόληπτων ανθρώπων, εικόνα που ενίσχυσαν διαμένοντας στον
Αστέρα της Βουλιαγμένης. Αρχικά έμειναν δέκα μέρες στη χώρα μας και επέστρεψαν
στη Γερμανία για να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητες που είχαν στην πατρίδα τους.
Την 1η Μαρτίου 1969 επέστρεψαν στην Ελλάδα με ένα πολυτελές
αυτοκίνητο Mercedes που είχε ο Ντουφτ, φέροντας μαζί τους και
ένα μικρό οπλοστάσιο, αποτελούμενο από μαχαίρια, καραμπίνα και διαρρηκτικά
εργαλεία, εκμεταλλευόμενοι τον υποτυπώδη έλεγχο που ασκούνταν την εποχή εκείνη
από τα τελωνεία. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης παραμονής τους στην Αθήνα,
διέμειναν σε πολυτελή ξενοδοχεία και επιδόθηκαν σε μια ζωή ξέφρενης
διασκέδασης, υφαίνοντας τη φήμη των εύπορων «μπον βιβέρ», ανθρώπων της καλής
κοινωνίας. Καθώς όμως όλο αυτό ήταν ένα προπέτασμα καπνού, ο τρόπος ζωής τους σύντομα
τους οδήγησε σε οικονομική στενότητα και τότε επιδόθηκαν στο μόνο πράγμα που
ήξεραν να κάνουν καλά, τις ληστείες.
Ήταν
χαράματα της 6ης Μαρτίου 1969
στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων στην Θήβα, όταν οι δύο εγκληματίες έβαλαν
ως στόχο ένα βενζινάδικο. Προηγουμένως είχαν κλέψει ένα αυτοκίνητο έξω από την
τότε Αμερικανική Βάση στο Ελληνικό και είχαν μεταμφιεστεί σε Αμερικανούς
Στρατιωτικούς, χρησιμοποιώντας τις στολές που βρήκαν στο αυτοκίνητο. Στο
βενζινάδικο εκείνη την ώρα ήταν δύο
υπάλληλοι και ένας στρατιώτης, ο Κωνσταντίνος Κούλης 22 ετών, από το Κέντρο
Εκπαίδευσης Πυροβολικού στη Θήβα, που έκανε ωτοστόπ. Ο ένας υπάλληλος, ο Νίκος Καναρής, έσπευσε να βάλει καύσιμα
στο όχημα των δραστών, ενώ ο δεύτερος υπάλληλος, ο Αναστάσιος Γκιζίνος, κοιμόταν σε ένα πτυσσόμενο κρεβάτι στο
εσωτερικό του βενζινάδικου. Ο Ντουφτ εμφάνισε τότε την καραμπίνα που είχε μαζί
του και διέταξε τον υπάλληλο και το στρατιώτη να μπουν στο εσωτερικό του
βενζινάδικου. Ταυτόχρονα ο Μπασενάουερ πήγε προς ταμείο του καταστήματος,
άρπαξε τις εισπράξεις και επέστρεψε στο αυτοκίνητό τους. Ο Ντουφτ τότε έστρεψε
την καραμπίνα εναντίον του Καναρή και του Κούλη και όχι μόνο τους πυροβόλησε,
αλλά στη συνέχεια ολοκλήρωσε την αναίτια και απρόκλητη έκρηξη βίας,
μαχαιρώνοντάς τους. Από το δολοφονικό του μένος δεν θα γλιτώσει ούτε ο δεύτερος
υπάλληλος, ο οποίος ξυπνώντας από τους πυροβολισμούς, αντίκρισε την κάνη της καραμπίνας
του Ντουφτ και είχε ακριβώς την ίδια τύχη με τους άλλους δύο. Για κακή τύχη των
αιμοσταγών εγκληματιών, ο Γκιζίνος
επιβίωσε και αργότερα κατέθεσε στη δίκη, ως ένας από τους βασικούς μάρτυρες
κατηγορίας. Στάθηκε τυχερός, καθώς λίγα λεπτά μετά το περιστατικό, τον βρήκε ένας
οδηγός φορτηγού που είχε σταματήσει για να ανεφοδιαστεί σε καύσιμα και
αντικρίζοντάς τον, τηλεφώνησε στον πλησιέστερο σταθμό Χωροφυλακής για βοήθεια.
Ο
επόμενος στόχος του εγκληματικού
διδύμου ήταν μια έπαυλη στην Βούλα, της
οποίας ιδιοκτήτης ήταν ο Παντελής
Αθηναίος, ευκατάστατος ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας. Το βράδυ της 13ης Μαρτίου 1969 και αφού
διαπίστωσαν ότι έλειπε το αυτοκίνητο του ιδιοκτήτη, διέρρηξαν ένα παράθυρο σε
μη εμφανή σημείο της οικίας και εισήλθαν. Έψαξαν όλο το σπίτι, χωρίς να βρουν
κάτι που να τους ικανοποιεί και έτσι αποφάσισαν να περιμένουν τον ιδιοκτήτη να
επιστρέψει. Ήταν τόσο άνετοι και θρασείς, που δείπνησαν με ό,τι βρήκαν στο
ψυγείο της κουζίνας και εν συνεχεία κοιμήθηκαν. Όταν ο Αθηναίος επέστρεψε στο
σπίτι του, τον περίμενε πίσω από την εξώπορτα ο Ντουφτ και με προτεταμένη την
καραμπίνα τον διέταξε, να προχωρήσει στο σαλόνι. Του ζήτησαν επιτακτικά να τους
πει πού έχει χρήματα στο σπίτι, αλλά εκείνος τους εξήγησε, ότι έχει μόνο ένα
μικροποσό πάνω του. Ο Μπασενάουερ τότε, μετά από παρότρυνση του Ντουφτ, χίμηξε
πάνω στον Αθηναίο, καταφέρνοντας πολλαπλά χτυπήματα με ρόπαλο στο κεφάλι μέχρι
να ξεψυχήσει, ενώ στη συνέχεια τον έσυρε στο μπάνιο. Ήταν απίστευτη η επιρροή
που ασκούσε ο Ντουφτ πάνω στον Μπασενάουερ, μετατρέποντας ένα μετριοπαθή,
χαμηλών τόνων άνθρωπο σε φρενιασμένο δολοφόνο.
Τη
Μεγάλη Δευτέρα οι δύο εγκληματίες
πήραν ένα ταξί από το ξενοδοχείο Χίλτον με προορισμό τον Αστέρα Βουλιαγμένης,
με σκοπό να ληστέψουν τον ταξιτζή.
Οδηγός του ταξί ήταν ο Γιάννης Φραγκιαδάκης. Όταν έφτασαν στο Καβούρι, ο
Μπασενάουερ με την απειλή της καραμπίνας διέταξε τον οδηγό να αφήσει τον
κεντρικό δρόμο και να κατευθυνθεί σε παρακείμενο αλσύλλιο στον Άγιο Γεώργιο.
Τον αποβίβασαν από το ταξί και αφού τον διέταξαν να ξαπλώσει προσθίως στο έδαφος,
ο Μπασενάουερ τον σκότωσε με δύο μαχαιριές στην πλάτη. Ο παραλογισμός των δύο
δραστών γίνεται ολοφάνερος, καθώς, ενώ ο Φραγκιαδάκης κείτεται νεκρός στο
έδαφος, δέχεται επανειλημμένες μαχαιριές και από τον Ντουφτ.
Οι
δύο εγκληματίες μοιάζουν ασταμάτητοι και έχοντας την βεβαιότητα πως δεν τους αναζητά
κανείς, προχωρούν στο επόμενό τους έγκλημα και στις 9 Απριλίου 1969 βάζουν στόχο ένα βενζινάδικο στη Μαλακάσα. Εκεί
ζήτησαν από το 40χρονο υπάλληλο του πρατηρίου, Ιωάννη Τσουτσάνη, να τους ανεφοδιάσει το αυτοκίνητο με βενζίνη.
Μόλις τελείωσε ο ανεφοδιασμός, ο Ντουφτ με την απειλή μαχαιριού οδηγεί τον
υπάλληλο σε παρακείμενο αλσύλλιο, ενώ την ίδια στιγμή ο Μπασενάουερ άδειασε το
ταμείο του πρατηρίου. Έντρομος ο Τσουτσάνης προσπάθησε με τις λίγες ξένες
φράσεις που ήξερε να τους κάνει να τον λυπηθούν. Οι δύο εγκληματίες παραμένουν
ασυγκίνητοι και ο Μπασενάουερ τον μαχαιρώνει, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τον
σκοτώσει, καθώς το χοντρό παλτό του Τσουτσάνη τον εμπόδιζε στις προσπάθειές
του. Ανέλαβε τότε να τον αποτελειώσει ο Ντουφτ.
Μετά από πέντε δολοφονίες, η αστυνομία αρχίζει να συνθέτει τα
κομμάτια του παζλ. Αναπτύσσονται εποχούμενες περιπολίες στις εθνικές οδούς,
ενημερώνονται οι ιδιοκτήτες πρατηρίων καυσίμων, ενώ η Ασφάλεια διοχετεύει όλο
το διαθέσιμο προσωπικό της προς αναζήτηση των δραστών. Ο Ντουφτ και ο
Μπασενάουερ αντιλαμβάνονται ότι στις εθνικές οδούς έχει κάνει αισθητή την
παρουσία της η αστυνομία και για να ξεφύγουν από τον κλοιό που έκλεινε, ταξίδεψαν προς την περιοχή της Αρχαίας
Ολυμπίας, με σκοπό να ληστέψουν τουρίστες. Μια βλάβη στον ένα προβολέα του
αυτοκινήτου τους όμως, τους αναγκάζει να επιστρέψουν στην Αθήνα. Στο δρόμο της επιστροφής
αντιλαμβάνονται ένα πολυτελές αυτοκίνητο BMW με γερμανικές
πινακίδες. Οδηγός του είναι ένας Έλληνας
ομογενής από τη Γερμανία, ο Γεώργιος Παπαγεωργίου, που πήγαινε στην Αθήνα
για να περάσει το Πάσχα μαζί με τη γυναίκα του και το νεογέννητο μωρό τους. Οι
δύο εγκληματίες έκαναν σήμα στον Παπαγεωργίου και προφασιζόμενοι βλάβη στο
ηλεκτρικό σύστημα του αυτοκινήτου τους, τον έπεισαν να σταματήσει στο 51ο
χιλιόμετρο Αθηνών - Κορίνθου, στην Κινέττα και να τους βοηθήσει. Ο Παπαγεωργίου
ανυποψίαστος, έσκυψε στο χώρο της μηχανής για να εντοπίσει τη βλάβη και τότε ο
Μπασενάουερ, με δική του πρωτοβουλία, έβγαλε την καραμπίνα από το χώρο
αποσκευών και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον Έλληνα ομογενή. Αφού πήραν κάποια λίγα
χρήματα που βρήκαν πάνω του, γύρισαν στην Αθήνα και με τα δύο αυτοκίνητα.
Εγκατέλειψαν το δικό τους αυτοκίνητο στην
οδό Πάρνηθος στο Χαϊδάρι και συνέχισαν με το αυτοκίνητο του Έλληνα
μετανάστη.
Τα ξημερώματα του Μ.
Σαββάτου επέστρεψαν στο Χαϊδάρι
για να πάρουν πίσω το δικό τους αυτοκίνητο. Δεν είχαν όμως υπολογίσει ότι το
λευκό πολυτελείας αυτοκίνητο Mercedes
με γερμανικές πινακίδες, άγνωστο στην περιοχή, θα τραβούσε την προσοχή μιας
ηλικιωμένης γυναίκας, της Μαρίας
Ταμπουράκη. Το ανέφερε στο γιο της, Παναγιώτη
Ταμπουράκη, που την επισκέφθηκε για Πάσχα. Εκείνος περίεργος περιεργάστηκε
το πολυτελές αυτοκίνητο και αντιλήφθηκε
το σπασμένο φανάρι καθώς και κηλίδες αίματος στο καπό του αυτοκινήτου. Το
γεγονός αυτό τον ανησυχεί και ειδοποιεί την Χωροφυλακή. Οι αστυνομικοί που
έσπευσαν στο σημείο, διαπίστωσαν ότι στο αυτοκίνητο υπήρχαν κηλίδες αίματος,
τόσο στο καπό της μηχανής όσο και σε αυτό του χώρου αποσκευών, και αυτό τους έθεσε
σε εγρήγορση. Έστησαν ομάδα
παρακολούθησης, περιμένοντας τον ιδιοκτήτη του να έρθει να το παραλάβει.
Φτάνοντας στο σημείο οι δύο Γερμανοί κακοποιοί, αντιλήφθηκαν την παρουσία ενός αστυνομικού,
αλλά ήταν τόσο αλαζόνες που αποφάσισαν, ο Ντουφτ να πάει να παραλάβει το αυτοκίνητο
και αν ο αστυνομικός τον σταματούσε, τότε ο Μπασενάουερ να τον πυροβολήσει από
πίσω. Όταν όμως ο Ντουφτ πήγε στο
αυτοκίνητο, τον κύκλωσαν οι αστυνομικοί και καθώς δεν ικανοποιήθηκαν από τις
εξηγήσεις που έδωσε για τις κηλίδες αίματος, τον οδήγησαν στην Ασφάλεια Προαστίων στην Ν. Ιωνία. Εκεί έκπληκτοι
οι αστυνομικοί αντίκρισαν στο χώρο αποσκευών, όλο τον οπλισμό των δύο
δολοφόνων. Ακόμα και τότε ο Ντουφτ, αλαζόνας και είρωνας, είπε στους αστυνομικούς,
πως ήρθε στην Ελλάδα για τουρισμό. Δήλωσε ψύχραιμα, παντελή άγνοια για τα όπλα
που του επέδειξαν και ισχυρίστηκε, πως είχε έρθει να συναντήσει κάποιον φίλο
του στο ξενοδοχείο Άστορ της πλατείας Συντάγματος. Οι αστυνομικοί ελέγχοντας τις
κρατήσεις του ξενοδοχείου οδηγήθηκαν στο όνομα του Μπασενάουερ. Έτσι αποφάσισαν
να του στήσουν παγίδα και του ανακοίνωσαν ότι συνέλαβαν το φίλο του και πως
ομολόγησε όλες τους τις πράξεις. Τότε μόνο, παραδέχεται τα εγκλήματα που
διέπραξαν και τους ανακοινώνει μάλιστα και τη δολοφονία του έκτου θύματος, για
το οποίο η αστυνομία δεν ήξερε τίποτα. Οι αστυνομικοί, κινούμενοι πλέον με
γρήγορους ρυθμούς, μετέβησαν στο ημιυπόγειο διαμέρισμα στην οδό Σκουφά στο
Κολωνάκι, που νοίκιαζαν οι δράστες και συνέλαβαν τον Μπασενάουερ.
Η
υπόθεση συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία, όταν ανακοινώθηκε δια του τύπου,
καθώς δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια αγριότητα εγκλημάτων και μάλιστα από κατά
συρροή δολοφόνους. Η δίκη ορίστηκε για
την 21η Ιουλίου 1969 με ταχύτατες διαδικασίες. Στην αίθουσα του
δικαστηρίου επικρατούσε μεγάλη ένταση, καθώς στην πρώτη σειρά κάθονταν οι χήρες
των θυμάτων και οι συγγενείς τους. Κλάματα, κατάρες, φωνές και αποδοκιμασίες
συνέθεσαν το σκηνικό της δίκης. Κανένας δικηγόρος δεν ήθελε να αναλάβει την
υπεράσπιση των δύο εγκληματιών και έτσι το δικαστήριο αναγκάστηκε να προχωρήσει
στο διορισμό ενός νεαρού δικηγόρου. Συγκλονιστική ήταν η μαρτυρία του Αναστάσιου
Γκιζίνη, του μοναδικού θύματος των αδίστακτων κακοποιών που επέζησε και
περιέγραψε με το γλαφυρότερο τρόπο την εμπειρία του. Κατά τη διάρκεια της δίκης
ο Ντουφτ ήταν σκληρός και ανάλγητος, χαμογελούσε ειρωνικά και ομολόγησε με
κυνικότητα τα εγκλήματά του, ενώ ο Μπασενάουερ ήταν σιωπηλός. Ο εισαγγελέας
πρότεινε την καταδίκη τους και τη θανατική ποινή. Μετά τρεις μέρες το δικαστήριο ανακοίνωσε την ετυμηγορία: Πεντάκις εις
θάνατον. Πέντε μήνες μετά τη δίκη τους ανακοινώθηκε η ημερομηνία της εκτέλεσης:
15 Δεκεμβρίου 1969. Ο Ντουφτ
εκτελέστηκε, ψυχρός και αλύγιστος, στις φυλακές Κέρκυρας και ο Μπασενάουερ στις
φυλακές Αίγινας. Ήταν οι μοναδικοί
αλλοδαποί κρατούμενοι που εκτελέστηκαν στη χώρα μας.
«(…) Κίνητρό του δεν ήταν το χρήμα / Φονικό και λαχτάρα σκοπός /
Και
που γράφω ετούτο το ποίημα / Ο αχός είναι ακόμη νωπός
Από
αυτή τη θολή ιστορία / Απ’ την τόσο μοιραία σφαγή /
Απ’
το αίμα που χάθηκε αναίτια / Κι απ’ του κόσμου την κατακραυγή (…)»
Τάσος
Δενέγρης: «Επιτάφιος για τον μισητό φονιά Ντουφτ»
(7/3/1979)
Διαδικτυογραφία:
1 σχόλιο:
Με συνκλονισε δεν περιμενα τοση αγριοτητα.
Γ.Κ.
Δημοσίευση σχολίου