Βόλτες μνήμης για τις πόλεις της Καλαμάτας και της Μεσσήνης μέσα από τις σελίδες του βιβλίου "ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Εκλήθην ομιλήτρια" των Εκδόσεων ΙΚΑΡΟΣ που διαβάζουμε αυτό το διάστημα...
Καλαμάτα
Αθεόφοβη ή νοσταλγία
Ο χώρος όπου ζουν όσα έχουμε ξεχάσει είναι μεγάλος και ασφυκτικά γεμάτος, αλλά φτιαγμένος με τη μυστηριώδη πρόβλεψη, να χωράνε άνετα εκεί μέσα και όσα κάθε μέρα καινούργια ξεχαστέα προσέρχονται.
Εκείνα που, ευτυχώς ακόμα θυμόμαστε, ζουν στο διπλανό δωμάτιο με πόρτα ενδιάμεση για να επικοινωνεί και να ανταλλάσσεται εύκολα η κοινή τους μοίρα.
Στα ξεχασμένα ανήκει, ποια εξήγηση μου έδωσε αργότερα η μάνα μου, για το πώς βρέθηκα στην Καλαμάτα, πολύ μικρή, παιδί ακόμα, χωρίς τους γονείς μου, φιλοξενούμενη από αδέλφια της που ζούσαν εκεί, έχοντας γεννηθεί παραδίπλα στη Μεσσήνη –το Νησί, όπως και η μάνα μου.
Έχω επίσης ξεχάσει ή και δεν ήξερα να το μετρήσω τότε, πόσες μέρες έμεινα στην Καλαμάτα κι έτσι, είναι σα να έζησα εκεί, μόνο τη μέρα που ψήνομαι στον πυρετό.
Έχει κληθεί επειγόντως ο πατέρας μου, είναι σκυμμένα ανήσυχα ένα σωρό συγγενικά πρόσωπα από πάνω μου, εκεί και ο γιατρός που είχε διαγνώσει τύφο ή παράτυφο;
Κι έμεινε το πιο ζωηρά αλησμόνητο απ’ όλη εκείνη τη σκηνή, ένα κατακόκκινο κοκοράκι-γλειφιτζούρι, ανέγγιχτο, διάφανο σα γυαλί. Κάποιος το κρατούσε υπερυψωμένο, ως το υπαίτιο της αρρώστιας μου.
Αυτό το γλειφιτζούρι, πάντως το αθωώνει η μνήμη μου, καθώς το παίζει στην οθόνη της ατόφιο, σαν να μην το είχαν αγγίξει τα χείλη μου, να μην το είχε διόλου γευτεί η επιθυμία μου, άθικτη, φουντωτή η ουρά του, και αναμμένο το λειρί του, έτοιμο να πυροδοτήσει το χάραμα.
Εν ολίγοις ένα κοκοράκι ακμαίο, απλώς ανάπηρο, χωρίς πόδια, μ’ ένα ξένο μεσαίο πόδι, εκείνο το ξυλάκι που διαπερνούσε τα σωθικά του σα σούβλα –και σιγοψηνόταν η επιθυμία μου να το γευτώ.
Αλλά γιατί μου φαίνεται περίεργη όλη αυτή η σκηνοθεσία; και μένα η μνήμη μου έτσι με παίζει στην οθόνη της: παιδί τελείως ανέγγιχτο, το χάραμά μου δαντελωτό σα λειρί, ένα γλειφιτζούρι το οποίο φέρει μέσα του το μικρόβιο της φθοράς, κι εκεί σταματάει η ταινία.
Τόσα είπα, και δε λέει να λιώσει, αυτό το ηδύ σύμβολο της παιδικότητάς μου, σαν μέσα από μια μικρότητα να προέκυψε η πρώτη αδιαμόρφωτη ανησυχία του επιθυμητού και σιγά -σιγά να εξελίχθηκε σε συνείδηση και εμμονή.
Και γιατί όχι;
Ξαναβλέπω την Καλαμάτα τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος του ’40.
Μόλις ακούστηκαν οι πρώτες σειρήνες στην Αθήνα, με την προτροπή του πανικού κυρίως, βρεθήκαμε όλη η οικογένειά μου μέσα σ΄ ένα ταξί με προορισμό την Καλαμάτα για λόγους ασφαλείας.
Φτάσαμε εκεί τη στιγμή που βομβαρδιζόταν η Ηλεκτρική Εταιρεία.
Κατευθείαν στο καταφύγιο που υπήρχε στο υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Στον ελάχιστο φωτισμό του, είδα τα αδιαφανή πρόσωπα των συγγενών μου και για δεύτερη και τελευταία θαμπή φορά, είδα και συγκράτησα τη γιαγιά μου, τη Δήμητρα Καλαμαριώτη, μητέρα της μάνας μου, μόλις προφταίνοντας να αποστηθίσω το χέρι της, καθώς ανίχνευε θωπευτικά τα μαλλιά μου.
Παππού δεν γνώρισα παρά μόνο από κάτι ασαφώς μεγαλομανείς αναφορές της μάνας μου γι’ αυτόν και τους προπαπούδες μου. Απέδιδε μάλιστα στο επίθετο Καλαμαριώτης, ερμηνεία καλαμαράδων-γραφιάδων. Αυτό θέλησα να το πιστεύω, για να αποδίδω σε ακαταπολέμητη κληρονομικότητα το ότι μου άρεσε να κρατώ κι εγώ χαρτί και καλαμάρι…
Το επίθετο Καλαμαριώτης εμφανίζεται τόσο συχνά και τόσο ένδοξα που δύσκολα μπορώ να το συσχετίσω με το γένος της μάνας μου γιατί μου είναι αδύνατον να φανταστώ πως μια τέτοια ένδοξη και μακρά εξουσία μπορεί από γενιά σε γενιά να υποβαθμίζεται σε παρακμή της, όσο κι αν ακμάζουν τα ίχνη της, στη μορφή και το ήθος των απογόνων. Αλλά επειδή με συμφέρει, επιμένω να διεκδικώ μια κληρονομικότητα, με το σκεπτικό ότι «οι προύχοντες», αυτοί που έφεραν το επίθετο Καλαμαριώτης, μοιραία θα ήταν και καλαμαράδες…
Όμως, επικινδύνως απομακρύνθηκα από το καταφύγιο κι ας επιστρέψω. Με το που έληξε ο συναγερμός, αμέσως έντρομοι πάλι μέσα στο ίδιο ταξί. Αποφεύγω να αφηγηθώ πού βρεθήκαμε στη συνέχεια, γιατί δίκαια θα θεωρηθεί σαν τερατώδες δημιούργημα της μολυσμένης φαντασίας μου από εξοντωτικό μικρόβιο που ενδημεί μόνο στους εφιάλτες ή σε μια σχιζοφρενή πραγματικότητα…
Επισκέπτομαι και γνωρίζω πια την Καλαμάτα ειρηνικά, κάπου στα δεκαοχτώ μου. Και τότε πάλι αρρωσταίνω. Αλλά αυτήν τη φορά προσβάλλομαι από την εξαίσια ασθένεια της μαγείας. Η μαγεία του πρώτου συνειδητού ταξιδιού, ασυνόδευτη, υπό τους πρωτόγνωρους μελωδικούς ήχους της ελευθερίας που ανέπεμπε η απομάκρυνσή μου από τον κλοιό του πατρικού σπιτιού και η ταχύτητα που ανέπτυσσε η συγκίνησή μου για να φτάσω γρήγορα στην εξ αίματος έννοια: καταγωγή.
Οι μέρες μου εκείνες στην Καλαμάτα έχασαν την ύλη τους. Τους την αφαιρούσε η αραχνοΰφαντη ατμόσφαιρα που περιέβαλλε τον τόπο ραντίζοντας τον λες με σκόρπια μεταξωτά σταγονίδια φευγαλέου αισθήματος, και η μαγική κωδωνοκρουσία του αρώματος που ερχόταν κατά κύματα από τα περιβόλια με τις ανθισμένες πορτοκαλιές.
Άρωμα ανακατεμένο με την πνιγμένη ανάσα παρακάτω της θάλασσας.
Συνέβαλε σ’ αυτή τη διάχυτη μαλακωσιά, το πόσο γελαστή με φιλοξενούσε η θεία μου η Όλγα, νονά μου και πολύ αγαπητή αδελφή της μάνας μου.
Η πλατεία της Καλαμάτας μεγάλη, πλατιά και με ένα μήκος που δεν θυμάμαι αν τελείωνε πουθενά, διάχυτη σαν τον πρώτο μας μεγάλο ή σαν τον κάθε μας έρωτα για την κάθε ζωή. Οι απογευματινές βόλτες στην πλατεία αυτή, με τις πρώτες ξαδέλφες μου, την Τούλα και τη Νίτσα Νικολούδη και Τούλα Καλαμαριώτη. Κοιτάζω τη σχετική φωτογραφία και, Θεέ μου, τι ηρωίδα νεότητα είναι αυτή, πώς αντέχει να υποκρύπτει το πόσο γέρασε, πώς μπορεί να γελάει…
Αργότερα, ταξίδι του μέλιτος ας το πω, στην Πελοπόννησο, πέρασμα στιγμιαίο, συγκινημένο κι από την Καλαμάτα, μικρό ξεστράτισμα στο χωριό Κατσαρού, τη μάνα γη του πατέρα μου, περιοχή Μελιγαλά. Οι καλαμιές, η πράσινη μυρωδιά των αμπελιών, οι φραγκοσυκιές, ζωγραφίζουν τον πατέρα μου.
Μανιώδης κυνηγός. Θυμάμαι, σα μέλλων ήρωας έφευγε την ορισμένη εποχή για το χωριό του, να κατατροπώσει τη ζωή των πουλιών. Επέστρεφε με ηττημένη, αξιoθρήνητη την καραμπίνα του από την αστοχία. Αντί για πουλιά έφερνε φραγκόσυκα. Έχοντας όμως σκοτώσει τον αέρα των πουλιών. Τον δίκαζα μέσα μου και τον καταδίκαζα σε ισόβια οργή μου.
Ένα-δυο ταξίδια ακόμα στην Καλαμάτα αλλά για θλιβερούς πια λόγους. Έτσι τα οστά αυτής της ανάμνησης θέλησα να ταφούν κι αυτά κοντά στα άλλα τα ιερά, τα οικογενειακώς ξεχασμένα.
Το 2008 έκανα ένα αλλιώτικο, αρκετά ηλικιωμένο πια, εν τούτοις ευδιάθετο, ταξίδι στην Καλαμάτα για διαφημιστικούς λόγους της ποίησης. Καλεσμένη από τον Γιώργο Τσαγκάρη. Παρόν και το σόι μου, όσο απέμεινε, με τις ξαδέλφες μου τις Νικολουδίτσες σημαιοφόρους του.
Κι όσο πιο κοντινά μου τα ένοιωθα όλα αυτά, τόσο πιο φοβισμένη γινόταν η αγωνία μου μήπως απογοητεύσω τις προσδοκίες. Δεν θυμάμαι αν ήταν τελικά απογοητευμένο το χειροκρότημα. Συνηθίζω, από άποψη, να ξεχνάω τα κέρδη μου…
Το πρωί, ένας περίπατος στη θάλασσα, ένας ταρσανάς με ταξιδιωτική διάθεση που επιβιβάστηκε σε κάτι μισοσαπισμένες βάρκες, με βαρκάρισσα μια γεροδεμένη θεόρατη λιακάδα, και οι φίλοι ο Σωτήρης, ο Αντώνης, και ο Θανάσης, ανοιγμένα ούρια πανιά ετούτης της φωτογραφίας που αλίευσα από τη μαύρη θάλασσα… του χρόνου.
Μια βόλτα μετά στο Νησί, εξαφανισμένο το πατρικό της μάνας μου, κι ένα προσκύνημα στον Πάμισο, αντί για κερί στη φλογερά απραγματοποίητη επιθυμία της μητέρας μου να τον επισκεφτεί, μετά από τόσα χρόνια; Από εβδομήντα αθεόφοβα ή και παραπάνω;
Τον Σεπτέμβριο του 2012 σε ειδική τελετή στο δημαρχείο Μεσσήνης, απονεμήθηκε στην Κική Δημουλά το χρυσό κλειδί της πόλης, στο πλαίσιο της ανακήρυξής της ως επίτιμης δημότισσας Μεσσήνης. Ακολουθούν αποσπάσματα από την ομιλία της. Στο βιβλίο θα διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο:
«Πολύτιμο αυτό το κλειδί καθώς επικυρώνει ότι η σχέση μου με τη Μεσσήνη είναι σχέση εξ αίματος συμβατού με το αίμα της μάνας μου, που γεννήθηκε εδώ, αλλά και του πατέρα μου, γεννημένου εδώ πολύ κοντά. Συγκοινωνούντα είναι άλλωστε και τα χώματα όλα, όλα μακριά μας και ξένα, αλλά όλα κάποια στιγμή, πολύ κοντινά, δικά μας, και πολύ δικοί τους όλοι εμείς».
«Σε όλους οφείλω πολλά. Ομως είναι αδύνατον να εξοφλήσω αυτό το χρέος, διαμιάς. Κατ' ανάγκην με δόσεις θα σας καταβάλω την αγάπη μου. Γιατί όπως ξέρετε, χαμηλόμισθη είναι η ύπαρξη μου, και όμως, ανελέητα εξακολουθεί να φορολογεί ο χρόνος. Μου μένει, τελικά, ένα μικροποσόν αβέβαιων ημερών, όλο κι όλο. Μ' αυτό έχω να συντηρώ, όχι μόνο όσα αγαπώ, όσα θυμάμαι και όσα φοβάμαι, αλλά και την πολυδάπανη Ελπίδα».
«Ποίηση, λοιπόν, δεν είναι μόνο αίσθημα, δεν είναι μόνο συγκίνηση, δεν είναι μόνο σκέψεις και επιθυμίες, έρωτας και θρήνος. Είναι όλα αυτά, αλλά όχι με ξέσκεπο το πρόσωπό τους. Πρέπει να είναι όλα καλυμμένα, με κείνη την ανεμόσκονη που απομακρύνει την ορατότητα. Θέλω να πω ότι η ποίηση δεν είναι μια φωτογενής φωτογραφία της πραγματικότητας, αλλά ένα θολό σκίτσο της, τόσο που να μην ξέρεις αν είναι σύννεφο ή γκρεμισμένος ήλιος, η μια πόρτα αφημένη, διάπλατη, να μπαινοβγαίνει το κενό».
«Ποίηση σημαίνει να εκτοξευτείς στο Διάστημα χωρίς διαστημόπλοιο. Λίγοι επιστρέφουν. Αλλά αξίζει τον κόπο, και η επιστροφή και η απώλεια».
1 σχόλιο:
!!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου