Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Τα καταφέραμε και φέτος μετά χιλίων βασάνων να βγάλουμε το λάδι μας!!!


Στην κορύφωσή της είναι αυτή την εποχή η ελαιοκομική περίοδος στη Μεσσηνία και στις άλλες περιοχές της πατρίδας μας. Ειδικά για τη Μεσσηνία, μετά την περσινή δοκιμασία με τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα στην παραγωγή και στην ποιότητα του ελαιόλαδου, φέτος είναι μια πολύ καλή χρονιά σε απόδοση, ποιότητα και τιμές. Είναι τόσο καλές οι τιμές που κάποιοι από τους παραγωγούς δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία αναζήτησης πελατών αλλά αφήνουν το ελαιόλαδο στα ελαιοτριβεία και τους εμπόρους.
Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν πληρώνεται καλά ο 17λιτρος ντενεκές ούτε με 70, ούτε με 80, αλλά ούτε και με 100 ευρώ. Και για να καταλάβετε τι εννοώ, αυτό το διάστημα βρήκαμε γνωστό επώνυμο ντενεκέ 4 λίτρων προς 33 και 30 ευρώ σε δυο σουπερμάρκετ του Χαϊδαρίου, προς 29,5 ευρώ σε σουπερμάρκετ της Μεσσήνης και προς 25 ευρώ σε συνεταιρισμό πλησίον της Καλαμάτας.
Οι δυσκολίες μαζέματος της ελιάς και παραγωγής ελαιολάδου είναι ποικιλόμορφες, χρονοβόρες και κοστοβόρες. Αξίζει να σας αναφέρουμε ότι αναλώσαμε το δεκαήμερο της αδείας μας περιμένοντας να σταματήσει η βροχή για να στρώσουμε πανιά και να τινάξουμε. Υπολογίστε έξοδα εργατών και εξοπλισμού, μεταφοράς, δικαίωμα ελαιοτριβείου, ΦΠΑ, τέλη δακοκτονίας, κόστος αγοράς ντενεκέδων… κλπ
Κάποτε όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους και να μαζέψουν τον καρπό τα έδιναν μισακά και στο τέλος μοιραζόντουσαν την παραγωγή. Αυτό που μάθαμε φέτος συζητώντας με φίλους που εξακολουθούν να έχουν κάποια κτηματάκια από τους γονείς τους, είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει το μισά - μισά… τείνει να ξεπεραστεί το 60 - 40 και να καθιερωθεί το 70 - 30 προς όφελος του συνεργείου και εις βάρος του ιδιοκτήτη.
Σε αυτό συνυπολογίστε ότι τα συνεργεία στην πλειονότητά τους δεν απαρτίζονται από Έλληνες, και βγάλτε τα συμπεράσματά σας για το που ταξιδεύουν τα προϊόντα μας και τα λεφτά μας, και τι φταίει για τον κακό μας τον καιρό!!!
Το κείμενο που ακολουθεί από την εφημερίδα Η Καθημερινή περιγράφει εύγλωτα την σκληρή πραγματικότητα:
Μέχρι τα 80 του χρόνια έπαιρνε την τσάπα του στον ώμο και πήγαινε πρωί πρωί στα κτήματα. Δεν έκανε τίποτα σπουδαίο, ήταν ένας άνθρωπος κουρασμένος και βαρύς. Μια φιγούρα αδύνατη με σκυφτούς τους ώμους και μαλλιά κάτασπρα σαν το χιόνι. Διάβαζες στο πρόσωπό του τις κακουχίες που έζησε η γεννημένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα γενιά.
Πήγαινε στα κτήματα για να «ξεγελαστεί» όπως έλεγε η γιαγιά. Ψευτοτσάπιζε, ξεχορτάριαζε, τον χειμώνα μάζευε λίγες ελιές, το καλοκαίρι αμύγδαλα, πότιζε το μικρό μποστάνι, δεν τον βαστούσαν πια τα πόδια του για σκληρές αγροτικές δουλειές. Καλά τα έλεγε η γιαγιά: Ξεγελιόταν... Γιατί σ’ όλη του τη ζωή βρισκόταν στην ύπαιθρο. Στα χωράφια του. Στη γη του. Αυτό ήξερε να κάνει. Να την περιποιείται κι αυτή του έδινε τη δυνατότητα να θρέψει, να μεγαλώσει, να σπουδάσει τα παιδιά του.
Τα παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, έφυγαν απ’ το χωριό, εκείνος έμεινε μέχρι το τέλος. Όταν τα περισσότερα κτήματα κάηκαν σε μια μεγάλη φωτιά που ξύρισε το μισό νησί, παραιτήθηκε. Με το ζόρι του έβγαζες δυο κουβέντες. Η ψυχή του είχε μαυρίσει. Δύο χρόνια μετά έφυγε από τη ζωή.
Είχε ήδη φροντίσει να μοιράσει τα κτήματα, λέγοντας στα πέντε του παιδιά «όταν πεθάνω κάντε τα ό,τι θέλετε». Κατά βάθος δεν ήθελε τίποτα να αλλάξει.
Τα κτήματα δεν πήγαν σ’ άλλα χέρια, ρήμαξαν όμως, κανένα από τα παιδιά δεν ασχολήθηκε με τη γη, είχαν γίνει όλοι Αθηναίοι, ένα-δυο χωράφια μόνο με καλά λιόδεντρα μέσα, δόθηκαν «μισακά», για να βγαίνει ένας τενεκές ελαιόλαδο και να έχουν να λένε ότι ο πατέρας ακόμη τους έδινε κάτι.
Είναι αληθινή η ιστορία του παππού Νικόλα. Και οικεία. Σε όλη την Ελλάδα, στα νησιά, στον κάμπο, σε ημιορεινά και ορεινά χωριά, υπάρχουν αντίστοιχες ιστορίες.
Αυτή η παλιά γενιά που έβλεπε στη γη ένα κομμάτι του εαυτού της. Ένα κομμάτι που δεν άντεχε να χάσει, πόσο μάλλον να το δώσει σε ξένα χέρια. Ακόμη και σήμερα, αυτή η σχέση δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Όσοι έμειναν πιστοί στη γη τους, αρνούνται να την αφήσουν.
Ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας, σχεδόν όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γερνάει ολοένα και περισσότερο. Αυτό δείχνουν οι τελευταίες έρευνες: Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι που ασχολούνται με την παραγωγή είναι σε μεγάλο ποσοστό υπερήλικες: Μόλις το 5,2% των αγροτών είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών. Το 14,7% των αγροτών είναι από 35 μέχρι 44 χρόνων, το 23,9% είναι από 45 μέχρι 54 ετών, το 24,9% από 55 μέχρι 64 χρόνων και το 31,3% άνω των 65 ετών.
Περίπου 3,2 εκατ. αγρότες στην Ε.Ε. είναι μεγαλύτεροι των 65 ετών. Αν αποχωρούσαν, θα απελευθερώνονταν 200 εκατ. στρέμματα αγροτικής γης, ζωτικός χώρος για νέους αγρότες. Σε κάθε νέο αγρότη αντιστοιχούν 2,5 ηλικιωμένοι αγρότες. Αυτή η μετάβαση, όσο επώδυνη κι αν είναι, πρέπει να γίνει.


















































































































2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλημερα μπραβο ωραιο λαδι καθαρο χρωμα του χρονου να εχεις πολυ περισσοτερα και να δινεις
και σε μας που δεν εχουμε.

Ανώνυμος είπε...

Και Πολύ ωραίο χρώμα! Καλοφαγωτο!