...ζώσανε τον ουρανό μαύρα σύννεφα και χάθηκε το όμορφο γαλάζιο, ίσως η καταιγίδα δεν θα αργούσε να ξεσπάσει… γιομίσανε τα καφενεία του χωριού κόσμο... ακούραστοι εργάτες της γης να ξαποστάσουν λίγο από το ακάματο... αρχίσανε χονδρές ψιχάλες να πέφτουνε προμηνύοντας τα κέφια των θεών...
Χώθηκα μέσα στου θείου το μαγαζί, ο πατέρας έπαιζε κολιτσίνα με στοίχημα λουκούμι στο χαρτί κι αν ήμουνα τυχερός θα ‘μουν και χορτάτος... συνήθως ο πατέρας ήταν άπιαστος στο παιγνίδι κι όπως δούλευε την φαλτσέτα στον κλάδο έτσι συμπεριφερόταν με την Ντάμα και τον Βαλέ, κι εγώ δεν ξεκόλλαγα από δίπλα του... μα και σαν ερχόταν ο παστελάς καμμιά φορά στο χωριό ο πατέρας σαν ήμουνα ο μικρότερος μου αγόραζε παστέλι ή τρούφα με την υπόσχεση να πάω στο μακρινό χωράφι να το φάγω μακριά απ’ όλους...
...Πέρασε τ’ Αγιοσπυρίδωνα η χάρη του... τούτη την μέρα η μάνα κράταγε ανάμνηση γλυκιά απ’ τα παιδικά της χρόνια κι ήταν η μοναδική μέρα του χρόνου που δεν έκαμε δουλειές. Πρωί ακόμη λιβάνιζε το σπιτικό μας και θύμιαζε τις εικόνες που στέκαν ψηλά και το μόνο που ‘καμε έφκιανε γλυκό και νόστιμο φαγί για το μεσημέρι... μικρή, ήταν στο πατρικό της τέτοια άγια νύχτα του αγίου η γιορτή ανήμερα θαρρείς, που ολοζώντανο είδε μπροστά της μες το θεοσκότεινο δώμα έναν λευκό άνδρα με γενειάδα μεγαλοπρεπή να ευλογεί σα παπάς το φτωχικό νοικοκυριό τους... εικόνα που χαράχτηκε βαθιά στο μυαλό και στην ψυχή... και ξύπνησε τα αδέλφια τον Γιώργη και τον Φώτη και τον είδανε κι αυτοί και μαρτυρούσαν καλήν απολογία ότι είδαν, ως τα βαθιά τους γεράματα... και πάντα σα το διηγόταν κι αργότερα στα ‘γγόνια της, πάντα δάκρυα χαράς τρέχανε στα γερασμένα αυλάκια του προσώπου της...
…και ανοίξανε οι κρουνοί των ουρανών και μια θάλασσα θαρρείς σκέπαζε ολάκερο το χώρο... και όσοι μισκαίοι είχανε ξωμείνει πίσω στα λιόφυτα μούσκεμα ως το κόκκαλο γυρίσανε τον δρόμο της επιστροφής... άλλοι από του "Αγιοθανάση" τα χωράφια άλλοι από "Κόκκαλη" άλλοι από "παλιάμπελα" κάμαν θαρρείς ν’ αψηφήσουν την δύναμη της θεάς φύσης μα είδαν πως αδύνατο θαρρείς υπόμειναν την οργή της...
…Ατέρμονα κυλήσανε οι μέρες να φθάσουμε στην άγια νύχτα που το άστρο της Βηθλεέμ φώτιζε την άγια φάτνη τις ψυχές και τις ζωές των ανθρώπων... Κι έμεινε ανάμνηση γλυκιά από κείνα τα χρόνια το πόσο ζεστές ήτανε οι καρδιές των ανθρώπων...
Παναγιώτης Σγούρος
Νερόμυλος Μεσσηνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου