Πρωί φθινοπώρου. Ήταν ήσυχος - παράξενο πολύ. Μου είχε γυρισμένη την πλάτη. Δεν με είχε δει ή απλώς δεν ήθελε να με δει. Εκείνο το πρωινό ήθελε να νιώθει μόνος, κατάμονος. Σκαρφαλωμένος στη ράχη του καναπέ χάζευε με άφτερη διάθεση τα πουλιά που πετούσαν. Ένα τζάμι σ’ εκείνον ανάμεσα και σ’ αυτά. Ένα τζάμι ανάμεσα σ’ εκείνον και τη ζωή που συντελούνταν πέρα απ’ αυτό. Ναι, χάζευε τα πουλιά. Ήθελε να ‘ναι μάλλον σαν κι αυτά, να πετά ελεύθερος από σύννεφο σε σύννεφο, απ’ άστρο σ’ άστρο, λυτρωμένος από τα βάρη τ’ ασήκωτα του εαυτού, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να πληρώνει με δάκρυα τα διόδια για τη συντήρηση του πόνου, χωρίς φόβοι τροχονόμοι να του κόβουν κλήσεις για τις μεθυσμένες ονειροπολήσεις του. Ήθελε να ‘ναι σαν κι αυτά: σύνορα να μη λογαριάζει. Να μπορεί να πατά κι εδώ κι εκεί. Πέρα απ’ το τζάμι ήταν φθινόπωρο. Σκαρφαλωμένος στου καναπέ τη ράχη, άφησε ένα γουργούρισμα άφτερο - σαν αναστεναγμό - να πέσει απ’ το δέντρο της πρωινής ησυχίας. Αν ήξερε να γράφει, θα έγραφε ένα ποίημα γεμάτο μοναξιά. Ένα κατάμονο ποίημα. Το ήξερε πως θα ήταν το πιο θλιμμένο ποίημα που γράφτηκε ποτέ. Τόσο θλιμμένο που θα συνέθλιβε το τζάμι που τον κρατούσε από το κοντά τόσο μακριά. Και θα γινόταν αίφνης η διάθεσή του φτερωτή. Και θ’ αφηνόταν ελεύθερος πια να πετάξει στο ενιαίο τ’ ουρανού, εκεί που τόσο πόθησε των γυάλινων ποιητών η ρέμβη.
Παναγιώτης
1 σχόλιο:
Ειναι παρα πολυ καλο μπραβο για αυτο περασε και στη νομικη. Καλο ειναι να μας γραφει μικρα κειμενα απο διαφορα θεματα π.χ.καθε μηνα (οταν εχει χρονο)
Γ.Κ. ΚΑΛΗΜΕΡΑ
Δημοσίευση σχολίου