Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

20 Ιουλίου 1974: Άλλη μια αποφράδα μέρα για τον Ελληνισμό.

Ήμουν 10 χρονών τότε, μα δεν ξεχνώ !


«Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες»



Τι έφταιξε και προδόθηκαν τα όνειρα και οι επιθυμίες αυτού του λαού ;






3 σχόλια:

Ιωάννης Περ. Πέππας είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ιωάννης Περ. Πέππας είπε...

Το μόνο που -τελικά- παράγει αυτή η χώρα, είναι προδότες, ρουφιάνους, οσφυοκάμπτες, ραγιάδες, ανθρωπάρια που το μόνο τους μέλημα είναι η καλοπέραση.
Φυσικά τα κανακάρια τους να φοιτήσουν σε ιδιωτικά σχολεία, όπως κάποιων νεοεμφανιζόμενων δημοσιογράφων, που δεν μπορούν να αρθρώσουν ούτε πρόταση, και οι οποίοι φυσικά κάποτε θα το παίζουν Ελληναράδες,να ΜΗΝ πάνε φαντάροι -αυτά είναι για τους μαλάκες- και αν πάνε να υπηρετήσουν -υποχρεωτικά!!- στον Χολαργό, αντε στο Χαϊδάρι. Και όταν κάποια στιγμή χρειαστεί να αποδείξουν πόσο "Έλληνες" είναι το μόνο που θα κάνουν -το μόνο που ξέρουν να κάνουν- είναι να σηκωθούν και να φύγουν.
Βάλτε τώρα το μυαλό σας να δουλέψει και σκεφτείτε πόσοι από αυτούς τους μεγαλοσχήμονες ΔΕΝ θα κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα.
Και, φυσικά, εσένα θα σου πουλάνε "Ελληνοφροσύνη", το "Αρχαίο Ελληνικό Ιδεώδες" (Χα!) και παπάρια μάντολες.
Ποιοί από όλους αυτούς γνωρίζουν Ιστορία; Κανείς τους. Και όποιοι κάνουν ότι γνωρίζουν ή βιβλία πουλάνε ή κάπου αλλού αποσκοπόυν.
Και εσύ θα στέλνεις τα παιδιά σου να σφαγούν και σε άλλες "Κυπριακές τραγωδίες".
Νομοτελιακά.

BENEAS GEORGIOS είπε...

Εκείνα τα χρόνια, κάθε καλοκαίρι εγώ και η μητέρα μου κάναμε διακοπές στο πατρικό της στο Αριστοδήμειο Μεσσηνίας.
Δεν ξεχνώ την ένταση και την αγωνία των ανθρώπων του χωριού για τα συμβαίνοντα εκείνων των ημερών.
Δεν ξεχνώ το φόβο και την ανησυχία μου για την επιστράτευση που άκουγα, και για τον πατέρα μου που ήταν στην Αθήνα και δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας.
Δεν ξεχνώ τις προσπάθειες του τηλεφωνητή στο χωριό που γυρνούσε με μανία την μανιβέλα, χτυπώντας το πλήκτρο στο τηλέφωνο της εποχής για να εξυπηρετήσει όλο το χωριό.
Δεν ξεχνώ την ασπρόμαυρη τηλεόραση, την Ε.Ι.Ρ.Τ., την Υ.ΕΝ.Ε.Δ., τα δελτία ειδήσεων και τις μαύρες στήλες καπνού από τους βομβαρδισμούς, αλλά και τις συζητήσεις των χωρικών για κάτι καινούργιες βόμβες ΝΑΠΑΛΜ.
Δεν ξεχνώ τη φωνή του Μακάριου στο τραντζιστοράκι «…είναι γνώριμη η φωνή που ακούεις. Είμαι ο Μακάριος…»
Δεν ξεχνώ τα ονόματα κάποιων Υπουργών, Στρατηγών και άλλων μεγαλόσχημων της εποχής, που επαναλαμβάνονταν στα δελτία ειδήσεων.
Δεν ξεχνώ τη Δημοτική μουσική, τα εμβατήρια και τα σήματα της κρατικής τηλεόρασης…
Όταν είσαι δέκα χρονών, γράφονται όλα ανεξίτηλα στη μνήμη σου και ιδίως την εποχή εκείνη που τα ΜΜΕ ήταν λιγοστά, πρωτόγονα και δεν σε βομβάρδιζαν με τις πληροφορίες και τη συχνότητα των ημερών μας.
Ίσως να ήμουν τυχερός που τα έβλεπα στην τηλεόραση του καφενείου του Καράγιαννη στο χωριό, γιατί στην Αθήνα δεν είχαμε ακόμα τηλεόραση…
Παρακολουθούσα τα γεγονότα και τις συζητήσεις εκείνων των ημερών με μια αγωνία και ένα φόβο που ίσως να μην έχω ξανανιώσει μέχρι σήμερα για τίποτα άλλο στη ζωή μου.
Ήμουν τόσο μακριά από το πεδίο των γεγονότων και τόσο ασφαλής αλλά δεν μπορούσα τότε να το αντιληφθώ…
Κάθε χρόνο ανήμερα του Προφήτη Ηλία αυτές οι εικόνες έρχονται και ξαναέρχονται στο μυαλό μου.
Και κάτι που ίσως από ένστικτο να είχε συμβεί…
Θυμάμαι πως εκείνη τη χρονιά με το που κατεβήκαμε από το τραίνο, πηγαίνοντας στο χωριό, εγώ επέμενα να γυρίσουμε πίσω στην Αθήνα στον μπαμπά…
Να ήταν αυτό που λέμε κακό προαίσθημα;