Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Παλιές εικόνες από τις εκδηλώσεις στο ΜΠΛΟΚ 15 του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου!!!


Ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας του κορονοϊού συνεχίζεται... Συνεχίζεται όμως και το ταξίδι των αναμνήσεων που είναι αποτυπωμένο σε παλιά φωτογραφικά άλμπουμ. 1η Μαΐου σήμερα και δεν ξεχνάμε τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν σαν σήμερα πριν από 76 χρόνια στην πόλη μας. Οι φωτογραφίες είναι από παλαιότερες εκδηλώσεις Μνήμης αυτών των γεγονότων στο Χαϊδάρι και στην Καισαριανή, και τα κείμενα που τις ακολουθούν είναι από την παλαιά ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου που έκτοτε έχει ανανεωθεί.


10/5/2008

















11/5/2008

















8/2/2009












7/5/2011



































12/5/2012








Κατοχή - Εθνική Αντίσταση - Στρατόπεδο Χαϊδαρίου

Στα τέλη του 19ου αιώνα το Χαϊδάρι ήταν μια αραιοκατοικημένη εξοχική περιοχή. Η ίδρυση του Δρομοκαΐτειου Θεραπευτηρίου στη θέση Αγία Βαρβάρα Δαφνίου το 1887 αποτέλεσε την αιτία του σχηματισμού ενός υποτυπώδους οικισμού με πληθυσμό σαράντα ατόμων. Το 1924 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πενήντα τέσσερις οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία και, αφού έλαβαν κλήρους γης από το ελληνικό κράτος, ίδρυσαν τον συνοικισμό Νέας Φώκαιας Χαϊδαρίου. Ο αρχικός πυρήνας του προσφυγικού συνοικισμού εντοπίζεται μεταξύ των οδών Στρατάρχου Καραϊσκάκη, Ν. Πλαστήρα, Δωδεκανήσου και Η. Βενέζη. Η ονομασία του οικισμού δόθηκε προς ανάμνησιν της Νέας Φώκαιας στη Μικρά Ασία, τόπο προέλευσης πολλών από τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στο Χαϊδάρι. Επίσης, ορισμένοι ήταν από το Τσακμακλί, ενώ υπήρχαν και μερικοί από το Σερέκιοϊ, τη Μάκρη και το Αλή Αγά ή Άλαγα. Ο συνοικισμός άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται. Το 1926 οι Νεοφωκαείς ίδρυσαν ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της θεοτόκου, καθώς και δημοτικό σχολείο. Παράλληλα, δημιουργήθηκε η Αγροτική Προσφυγική Ομάδα Νέων Φωκών με στόχο την προώθηση και την επίλυση των ποικίλων προβλημάτων των προσφύγων του Χαϊδαρίου, καθώς και ο Σύνδεσμος των εν Ελλάδι Νεοφωκαέων Προσφύγων το 1927, που οργάνωνε διάφορες εκδηλώσεις με τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής καταγωγής των μελών του. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν και άλλοι πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, κυρίως Πόντιοι, οι οποίοι στη συνέχεια συγκρότησαν εθνικοτοπική κοινότητα και τον Σύλλογο Ποντίων Χαϊδαρίου, που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1928 ο πληθυσμός του Χαϊδαρίου ανερχόταν σε 1.000 κατοίκους.
Η οικιστική ανάπτυξη της περιοχής είχε αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού των Χαϊδαριωτών. Η αύξηση αυτή, με τη σειρά της, προκάλεσε την απόσπαση της περιοχής από την Κοινότητα Αιγάλεω και την αναγόρευσή της σε αυτόνομη κοινότητα. To βασιλικό διάταγμα σχετικά με την ίδρυση της Κοινότητας Χαϊδαρίου εκδόθηκε στις 2 Απριλίου 1935. Πρώτος κοινοτάρχης ορίστηκε ο Π. Λυχναρόπουλος. Το Χαϊδάρι συνέχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα έως την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η περίοδος της γερμανικής κατοχής της πόλης των Αθηνών σχετίζεται άμεσα με το Χαϊδάρι, καθώς εδώ βρισκόταν το πιο μεγάλο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ελλάδα. To στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ήταν στρατηγικής σημασίας για τους S.S., καθώς δεν ήταν απλώς ένας χώρος όπου κρατούνταν, βασανίζονταν και εκτελούνταν οι αντιστεκόμενοι αντιφρονούντες. Οι διαδόσεις σχετικά με τα βασανιστήρια και τα εγκλήματα που γίνονταν στο Χαϊδάρι αποτελούσαν ένα από τα βασικότερα μέσα τρομοκρατίας του λαού και συνακόλουθης καταστολής των εξεγέρσεων και της οποιασδήποτε αντιστασιακής δράσης. Πρωταρχικός, λοιπόν, σκοπός του στρατοπέδου ήταν να μετατραπεί σε «φόβητρο», σε έναν τρομακτικό θρύλο. Ο Θέμος Κορνάρος, ένας από τους χιλιάδες κρατουμένους στο Χαϊδάρι, τονίζει:
«Η διαμονή στο Χαϊδάρι έπρεπε να έχει κάτι το αβέβαιο, το αόριστο, το διαρκώς επικίνδυνο. Να γίνει ο μπαμπούλας, φόβητρο, συνώνυμο με το Χάρο και να παραδοθεί έτσι στη φαντασία του ευαίσθητου Λαού μας, που με τη δύναμη και τη γονιμότητά της το συμπλήρωνε, το τελειοποιούσε, και αυτόματα η δύναμη αυτή έμπαινε στην υπηρεσία του εχθρού.
»Το Χαϊδάρι ιδρύθηκε περισσότερο για τους έξω και λιγότερο για τους ίδιους τους κρατούμενους».
To στρατόπεδο καταλάμβανε έκταση 500 στρεμμάτων που εκτείνονται βόρεια της λεωφόρου Καβάλας, στους πρόποδες του όρους Ποικίλου (όρος Κασκαντάν). Ο χώρος αυτός εντοπίζεται μεταξύ των οικιστικών ιστών των δήμων Περιστερίου, Χαϊδαρίου και Πετρούπολης. Σήμερα στεγάζει τα στρατόπεδα εκπαίδευσης ΚΕΒΟΠ και ΚΕΔΒ και αποτελεί, λόγω της πυκνής βλάστησης, δασική περιοχή. Στις ακόλουθες ενότητες θα ξεδιπλώσουμε τις ματωμένες σελίδες της εποποιΐας του Χαϊδαρίου. Η διήγησή μας θα βασιστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου σε πραγματικές μαρτυρίες κρατουμένων οι οποίοι κατάφεραν να επιβιώσουν στο ναζιστικό κολαστήριο. Στόχος μας είναι ο συνδυασμός της ολοκληρωμένης καταγραφής των ιστορικών γεγονότων με την ανάγλυφη απόδοση της αγωνιώδους και φρικιαστικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο στρατόπεδο.

Γερμανική κατοχή στο Χαϊδάρι

Η Ελλάδα εισήλθε επίσημα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τις πρώτες ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ιταλός πρέσβης επέδωσε στον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης Ιωάννη Μεταξά το τελεσίγραφο του Μουσολίνι, που ζητούσε ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του πολέμου εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας. Η άρνηση του Μεταξά τοποθέτησε την Ελλάδα στο αντίθετο στρατόπεδο από αυτό των δυνάμεων του Άξονα. Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου συνέπεσε με την ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής του στρατοπέδου στο Χαϊδάρι, που η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει από το 1937. Κατά τους πρώτους μήνες του 1941 στο στρατόπεδο στεγάστηκαν Βρετανοί στρατιώτες, οι οποίοι αποτέλεσαν μέρος της μικρής δύναμης που απέστειλε η Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα στα τέλη του 1940. Στις αρχές Απριλίου 1941 ξεκίνησε η γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, η άγρια ένταση της οποίας ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους Έλληνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της έντασης αυτής υπήρξε ο βομβαρδισμός του Πειραιά στις 6 Απριλίου, ο οποίος προκάλεσε τεράστιες ζημιές. Στο πλαίσιο επιχείρησης ναρκοθέτησης του λιμανιού του Πειραιά, γερμανικό αεροπλάνο έριξε νάρκες και στην περιοχή του Χαϊδαρίου, με αποτέλεσμα να ανατιναχθεί το σπίτι του τότε διευθυντή του Δρομοκαΐτειου θεραπευτηρίου Μιχαήλ Γιαννίρη κοντά στην Ιερά Οδό. Στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη των Αθηνών, την οποία και κατέλαβαν χωρίς να συναντήσουν καμία αντίσταση. Η ανάρτηση της ναζιστικής σημαίας με τη σβάστικα στην Ακρόπολη σήμανε την έναρξη της οδυνηρής περιόδου της Κατοχής στην Αθήνα.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της Κατοχής ήταν η κατασπατάληση των αποθεμάτων και η καταστροφή των υποδομών όλων των ειδών από τους Γερμανούς. Οι νέες συνθήκες προκάλεσαν τη ραγδαία κατάπτωση της οικονομίας, η οποία οδήγησε στην έλλειψη τροφίμων και αγαθών. Εκτός από την πείνα και τις ασθένειες, ο ελληνικός λαός ήταν υποχρεωμένος να υπομένει την καταστροφή της περιουσίας του και την απόλυτη καταστρατήγηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του, καθώς και να υποφέρει διωγμούς και φυλακίσεις, εκτελέσεις, απελάσεις και ποικίλες τρομοκρατικές ενέργειες. Φυσικά, όλα αυτά προκάλεσαν την ενεργητική αντίσταση των Ελλήνων, η οποία γρήγορα πήρε τη μορφή οργανωμένης δράσης. Στο Χαϊδάρι, οι Γερμανοί επίταξαν το σπίτι του Σκουλικίδη, προκειμένου να στεγάσουν το αρχηγείο τους. Οι Χαϊδαριώτες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πείνα και τις άλλες αντιξοότητες της Κατοχής, οργάνωναν συσσίτια και εράνους.

Ίδρυση του στρατοπέδου

Αμέσως μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς, το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη χερσαία Ελλάδα. Έτσι, οι Βρετανοί αποσύρθηκαν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, το οποίο κατά την περίοδο αυτή λεηλατήθηκε. To στρατόπεδο παρέμεινε έρημο έως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1943, όταν έφτασαν από τη Λάρισα οι πρώτοι κρατούμενοι. Παρατηρώντας την ένταση και τη συστηματικότητα του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, οι Ιταλοί, οι οποίοι έλεγχαν τις φυλακές-στρατόπεδα στη νότια Ελλάδα, αποφάσισαν να διαλύσουν εκείνα που βρίσκονταν σε επισφαλείς θέσεις. Οι κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και τα Τρίκαλα μεταφέρθηκαν στη Λάρισα τον Μάιο του 1943. Παρ’ όλα αυτά, το κλίμα ανασφάλειας στο ιταλικό στρατόπεδο εξαιτίας των πολεμικών εξελίξεων, καθώς και της διατάραξης των σχέσεων Γερμανίας και Ιταλίας, επέβαλε τη μεταφορά μεγάλου αριθμού κρατουμένων από τη Λάρισα στην Αθήνα. Εκεί η δύναμη των κατακτητών ήταν σαφώς μεγαλύτερη και η αντιστασιακή δράση πολύ πιο ελεγχόμενη. Στις 29 Αυγούστου 1943 οι Ιταλοί διοικητές των φυλακών της Λάρισας επέλεξαν πάνω από εξακόσιους κρατουμένους και τους απέστειλαν σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 243 κομμουνιστές που κρατούνταν στην Ακροναυπλία από την εποχή του Μεταξά, είκοσι Αναφιώτες, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί από τις φυλακές Αβέρωφ στη Λάρισα, και 327 κρατούμενοι των Ιταλών. Μεταξύ των τελευταίων υπήρχαν και τέσσερις γυναίκες.
Ο γιατρός Αντώνης Φλούντζης, ο οποίος ήταν μεταξύ των κρατουμένων, περιγράφει την άφιξή τους στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου και την άμεση μεταφορά τους στο Χαϊδάρι:
«Στην Αθήνα πρέπει να φθάσαμε το μεσημέρι στις 3 του Σεπτέμβρη. Μας κατέβασαν στο Σταθμό Λαρίσης, μας φόρτωσαν σε στρατιωτικά καμιόνια και μας μετέφεραν στο Χαϊδάρι. Η διαδικασία αυτή κράτησε αρκετές ώρες. Εδώ, δεν επέτρεπαν να πλησιάσει ο κόσμος, κι έτσι δεν είχαμε τις εκδηλώσεις της Λάρισας. Έγινε, όμως, κάτι άλλο, που είχε την ίδια σημασία και αξία, αν όχι μεγαλύτερη. Όσοι από μας είχαν συγγενείς στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, έριξαν στο δρόμο σημειώματα με τη διεύθυνσή τους και λίγα λόγια Από τα σημειώματα αυτά δε χάθηκε κανένα. Και όχι μόνον αυτό. Πήγαν αμέσως όλα στον προορισμό τους, παρά την άθλια συγκοινωνία της εποχής, ώστε πριν νυχτώσει μας πρόφτασαν στο Χαϊδάρι οι πρώτοι επισκέπτες με δέματα».
Από τον Οκτώβριο του 1943 και εξής στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι, συλληφθέντες είτε σε μπλόκα είτε από την Γκεστάπο. Οι τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των S.S. στην Αθήνα, το διαβόητο κτήριο της οδού Μέρλιν, προκειμένου να ανακριθούν ή και να βασανιστούν. Στη Μέρλιν συντάσσονταν τα φυλακιστήρια για το Χαϊδάρι, καθώς και οι καταστάσεις των εκτελέσεων.
Γύρω στα τέλη του 1943 οι κρατούμενοι έφτασαν τους χίλιους διακόσιους. Ο μεγαλύτερος αριθμός κρατουμένων σημειώθηκε τον Αύγουστο του 1944 εξαιτίας των πολλαπλών μπλόκων και των μαζικών συλλήψεων που διενεργούσαν κατά την περίοδο αυτή οι S.S. To στρατόπεδο λειτούργησε έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1944, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αποσύρονται από τα ελληνικά εδάφη. Υπολογίζεται ότι από αυτό πέρασαν συνολικά πάνω από 21.000 κρατούμενοι. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι Εβραίοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.

Περιγραφή των κτηριακών εγκαταστάσεων του στρατοπέδου

To στρατόπεδο είχε ορθογώνιο σχήμα και περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο, τριπλή σειρά συρματοπλέγματος στην εξωτερική πλευρά και πυκνότατο συρματόπλεγμα στην εσωτερική πλευρά του περιβόλου. Κάθε 200 μ. υπήρχαν ισχυρά οχυρωμένα φυλάκια για σκοπιές. Η είσοδος βρισκόταν στη δυτική πλευρά και ήταν διπλή. Εκατέρωθεν της πύλης υπήρχαν φυλάκια για την προστασία της εισόδου του στρατοπέδου. Στα νοτιοανατολικά της εισόδου βρισκόταν το κτήριο και τα μαγειρεία της εξωτερικής φρουράς, ενώ στα βορειοανατολικά τα μαγειρεία και οι αποθήκες τροφίμων του στρατοπέδου. To εσωτερικό του οχυρωμένου περιβόλου είχε αποψιλωθεί και δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο. Πολλαπλά κτηριακά συγκροτήματα (Μπλοκ) υψώνονταν στον δυτικό τομέα του στρατοπέδου. Ο Αλέξανδρος Ζήσης, κρατούμενος στο στρατόπεδο από τον Δεκέμβριο του 1943 έως τον Μάιο του 1944, περιγράφει:
«Τριπλή σειρά από συρματοπλέγματα, κι ένας ψηλός τοίχος περικλείνουν το στοιχειωμένο Χαϊδάρι. To στρατόπεδο και φυλακές των Ες-Ες, τη Βαστίλη του 20ού αιώνα. Στρατιώτες με αυτόματα φρουρούν επάνω στα βαριά οπλισμένα Blokhaus, απειλώντας με άμεσο θάνατο εκείνον που θ' αποτολμούσε κάθε προσέγγιση. Και μόνο ένας δρόμος, που βρίσκεται κάτω από τα πυρά κατάλληλα τοποθετημένων μυδραλιοβόλων, καταλήγει στη μοναδική είσοδο του στρατοπέδου, τη στολισμένη με τον αγκυλωτό σταυρό και τα σήματα των Ες-Ες... Διπλές βαριές σιδερένιες πόρτες ανοίγουν, για να επιτρέψουν την είσοδο στην κολασμένη πολιτεία».
Τέσσερα από τα κτήρια που αναφέραμε παραπάνω, είχαν χτιστεί κλιμακωτά, από την κεντρική είσοδο προς τα ανατολικά (Μπλοκ 1-4). To καθένα από αυτά ήταν χωρισμένο σε δύο ισομεγέθη, εντελώς αυτόνομα τμήματα με ξεχωριστή είσοδο. Εδώ έμεναν οι άνδρες κρατούμενοι. Στο Μπλοκ 3 υπήρχε ιατρείο και αναρρωτήριο. Ο αρχικός προορισμός των κτηρίων ήταν να στεγάσουν στρατώνες. Διέθεταν δύο ορόφους και ημιυπόγειο και πολλά μεγάλα παράθυρα σε όλες τις πλευρές. Τα παράθυρα επέτρεπαν στους κρατουμένους να βλέπουν το γύρω τοπίο και την Αθήνα στο βάθος, τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά τους. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Κορνάρου σχετικά με τη θέα που αντίκρισε, όταν κοίταξε για πρώτη φορά από το παράθυρο του θαλάμου του:
«Πρωτοαντικρίζω το τοπίο. Ένα πέταλο, κλειστό από τα δυτικά και το βοριά Γυμνά βουνά υψώνονται απότομα. Κάπου-κάπου ξεχωρίζεις μια Αιανοστρατούλα να σε προσκαλεί, ποιος ξέρει σε ποιες ειρηνικές στάνες. Στην ανατολή και το νοτιά η Αττική, τα Φάληρα και τα μαβιά νησάκια του Σαρωνικού.
»Τίποτα δε σου κάνει την εντύπωση πως εδώ μέσα υπάρχει τόση αγωνία. Ξεχνιέσαι μπρος στην ημερότητα του τοπίου. Η Αθήνα απλώνεται απέραντη μπρος στα μάτια σου, κι' είναι σα να στράφηκε ξεπίτηδες, ολόσωμη προς το μέρος του Χαϊδαριού, για να μπορεί ο κατάδικος να ξεχωρίζει κάθε γειτονιά και δρόμο. Πολλοί σου δείχνουνε το σπίτι τους. Τα παραθύρια τους! Κι όμως ποτέ δεν βρέθηκαν πιο μακριά απ' την Αθήνα μας...».
Βορειοανατολικά των αποθηκών τροφίμων βρίσκονταν τα λουτρά (Μπλοκ 16), όπου οι S.S. είχαν δημιουργήσει ειδικό χώρο για την απομόνωση των γυναικών. Ανατολικά των αποθηκών υπήρχε το Μπλοκ 21 και ακόμα πιο ανατολικά το Διοικητήριο (Μπλοκ 20). Στο Μπλοκ 21 στεγάζονταν τα διάφορα συνεργεία, όπως τα κουρεία, τα ραφεία, τα υποδηματοποιεία, τα σιδεράδικα κ.ο.κ„ όλα επανδρωμένα από κρατουμένους, οι οποίοι ασκούσαν τα σχετικά επαγγέλματα στην κανονική τους ζωή. Επιπλέον, το Μπλοκ 21 είχε ιδιαίτερη σημασία για τους κρατουμένους, καθώς εδώ άφηναν όλα τα προσωπικά τους είδη, αμέσως μόλις έφταναν στο στρατόπεδο. Μαζί με αυτά, άφηναν τις αναμνήσεις και τις ελπίδες τους:
«Μπροστά μπροστά, έχει ένα μακρόστενο διαμέρισμα, που, όταν η πόρτα του ειν' ανοιχτή, σου κάνει την εντύπωση πλούσιου παλιατζίδικου. Βλέπεις κρεμασμένα στη σειρά παλτά, βαλίτσες, ομπρέλες, καμπαρντίνες, δίχτυα με κρεμμύδια, τσάντες μαθητικές, τσάντες μ' εργατικά σύνεργα, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Και σ' ένα ιδιαίτερο χώρισμα κρέμονται χιλιάδες μικρά σακουλάκια με ονόματα πάνω.» Είναι το σπίτι των αναμνήσεων και των ελπίδων. Ποτέ σπίτι δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ. [...]
»Κάθε που θα φωνάξουν ονόματα για διάφορες δουλειές, ή για οποιαδήποτε αφορμή, κανένας δεν ξέρει πού πηγαίνουν. Αν όμως τους πάνε στο •21; μπροστά στο παλιατζίδικο, θα πει απόλυση. Παραλαβή των πραγμάτων τους, αυτό θα πει. Στην χειρότερη περίπτωση θα είναι αποστολή για τη Γερμανία ή μετάθεση σ' άλλες φυλακές. Μα ποτέ θάνατος».
Ανατολικά των λουτρών υψωνόταν το διαβόητο Μπλοκ 15 που στέγαζε την τρομερή απομόνωση των S.S. To Μπλοκ 15, που εξαρχής προοριζόταν για στρατιωτική φυλακή ή πειθαρχείο, διέθετε μικρότατα σιδηρόφρακτα παράθυρα και ιδιαίτερα απεριποίητο εξωτερικό. Ο Αλέξανδρος Ζήσης έζησε στο Μπλοκ 15 εκατόν είκοσι οκτώ ημέρες σε αυστηρή απομόνωση:
«Στο 15 -τη φυλακή- η ζωή είναι κόλαση. To κτίριο στο βάθος του στρατόπεδου 300 μέτρα μακριά, απομονωμένο ολότελα με σειρές από συρματοπλέγματα, τριγυρισμένο από πύργους -σκοπιές- με Ιταλούς και Αυστριακούς φρουρούς απάνω και πολυβόλα στραμμένα προς αυτό, με προβολείς που το φωτίζουνε τη νύχτα, είναι κτίριο-μνήμα. To 15 φέρνει ρίγη φρίκης και απελπισίας και σ' αυτούς τους κρατούμενους στο ελεύθερο στρατόπεδο, που μόνο από πολύ μακριά μ' ανατριχίλα το κοιτάζουν. Γιατί στα 500 μέτρα κάθε προσέγγιση απαγορεύεται στον καθένα μ' απειλή άμεσης εκτέλεσης, και μόνον ο Διοικητής και απ' τους άλλους αξιωματικούς οι εντεταλμένοι για υπηρεσία, οι βάρδιες των δεσμοφυλάκων και τα συνεργεία των μαγείρων που φέρνουν τα καζάνια του φαγητού και το ψωμί επιτρέπεται να περάσουν τον περίβολό του».
Στα ανατολικά του Μπλοκ 15 υπήρχαν οι κοιτώνες της εσωτερικής φρουράς και το μαγειρείο της. Στα νότια του κτηρίου της εσωτερικής φρουράς βρισκόταν μεγάλο ισόγειο οικοδόμημα (Μπλοκ 14), όπου οι κατακτητές αποθήκευαν αντικείμενα που αποσπούσαν από αθηναϊκά σπίτια. Τόσα πολλά ήταν τα γυάλινα αντικείμενα εκεί μέσα, ώστε οι κρατούμενοι αποκαλούσαν το Μπλοκ 14 «Γυαλάδικο». Στα νοτιοανατολικά των Μπλοκ 13 και 14 και σε σχετικά μεγάλη απόσταση από αυτά, ουσιαστικά στον ανατολικό τομέα του στρατοπέδου, υπήρχε η πτέρυγα κράτησης των γυναικών (Μπλοκ 6) και τα πλυντήρια. Και τα δύο κτήρια χωρίζονταν από το δυτικό τμήμα του στρατοπέδου με συρματόπλεγμα. Στο Μπλοκ 6 κρατούνταν και παιδιά ηλικίας έως έξι ετών:
«Όξω από το κύριο κτιριακό συγκρότημα, προς τ' ανατολικά, υψώνεται μία άλλη όμοια στρατώνα. Χωρίζεται από μας με συρματοπλέγματα. Εκεί απαγορεύεται να πλησιάσουμε. To πολύ 600-700 μέτρα μας χωρίζουν. Ξεχωρίζουμε τις σιλουέτες των κατάδικων γυναικών, μα ειν' αδύνατο να ξεχωρίσουμε πρόσωπα. Μόνο από το ντύσιμο, το χρωματισμό του ρούχου ή την πορπατησιά, μπορείς να ξεδιακρίνεις τη γυναίκα ή τη Μάνα σου. Ξεχωρίζεις ακόμα πως υπάρχουνε παιδιά μωρά που βυζαίνουν ακόμα, ή πιο μεγάλα, ως έξη χρονώ».
Στο υπόγειο διέμεναν οι Εβραίες και στον πρώτο όροφο οι χριστιανές. Στον δεύτερο όροφο υπήρχε ιατρείο και αναρρωτήριο, οργανωμένα από τον κρατούμενο ιατρό Αντώνη Φλούντζη. Στο κέντρο, περίπου, του στρατοπέδου υψωνόταν μία ιδιαίτερα ψηλή σκοπιά, οι σκοποί της οποίας δεν επέτρεπαν στους άνδρες κρατουμένους να πλησιάσουν το συρματόπλεγμα της γυναικείας πτέρυγας. Οι χώροι όπου μπορούσαν να προαυλιστούν οι κρατούμενοι ήταν στον ανοικτό χώρο στα νότια των Μπλοκ 3 και 4 έως τα μαγειρεία. Στους υπόλοιπους χώρους του στρατοπέδου πρόσβαση είχαν μόνον όσοι εργάζονταν στα συνεργεία ή σε αγγαρείες.

Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου πριν από τους S.S.

To στρατόπεδο του Χαϊδαρίου λειτούργησε υπό ιταλική διοίκηση για λίγες μόνο ημέρες. Διοικητής είχε οριστεί ο λοχαγός Roata, o οποίος δεν ήταν πολύ σκληρός με τους κρατουμένους. Επιτρεπόταν το επισκεπτήριο, τα γράμματα και τα δέματα, ενώ οι κρατούμενοι μπορούσαν να γυρίζουν έξω από τους θαλάμους όλες τις ώρες της ημέρας και δεν ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν αγγαρείες.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της συνθηκολόγησης της ιταλικής κυβέρνησης με τις συμμαχικές δυνάμεις στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οι Ιταλοί αποσύρθηκαν από το Χαϊδάρι. Στις 10 Σεπτεμβρίου το στρατόπεδο πέρασε στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι αρχικά το χρησιμοποίησαν ως παράρτημα των φυλακών Αβέρωφ, με διοικητή τον επιλοχία Roudi Trepte. Στο νέο καθεστώς οι συνθήκες διαβίωσης έγιναν πολύ σκληρές.
Οι κρατούμενοι παρέμεναν σχεδόν ολόκληρη την ημέρα στους θαλάμους τους, όπου έπρεπε να επικρατεί καθαριότητα και απόλυτη τάξη. Εκτός θαλάμου έβγαιναν τις ώρες του συσσιτίου, του προσκλητηρίου, της γυμναστικής και των αγγαρειών. To επισκεπτήριο γινόταν μόνο μία φορά τον μήνα. Σταδιακά ο αριθμός των κρατουμένων αυξανόταν. Τον Οκτώβριο έφτασαν τριακόσια άτομα από την Καλαμάτα, που είχαν συλληφθεί σε μπλόκα στα χωριά τους. Στο Χαϊδάρι οι Γερμανοί τούς επέβαλαν συνθήκες απόλυτης απομόνωσης. Επιπλέον, στις αρχές Νοεμβρίου τετρακόσιοι ιταλοκρατούμενοι από τις φυλακές Αβέρωφ μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Δημήτριος Παυλάκης, ο οποίος καταγράφει με λεπτομέρεια τις πρώτες του εντυπώσεις στο στρατόπεδο:
«Τρέχουν τ' αυτοκίνητα στον ασφαλτωμένο δρόμο. Περνούμε από το Δαφνί και προχωρούμε στην Ιερά οδό. Δεξιά στο ριζό του βουνού είναι οι στρατώνες του Χαϊδαρίου. Μπαίνοντας μέσα μας παραλαβαίνει ένας Γερμανός δεκανέας, που αν και φώναζε κάθε τόσο και έλεγε, και ξανάλεγε, το: -Σινέλ, Σινέλ, σακραμέντο, δε φαινότανε για κακός άνθρωπος. Είχε για βοηθούς δύο κρατούμενους που μας παραλάβαιναν και μας τοποθετούσαν στο Μπλοκ (Μπλοκ λένε οι Γερμανοίτα χτίρια και σε κάθε ένα έχουν γράψει και κάποιο αριθμό). To δικό μας ήταν το Μπλοκ 4. [...]
»Το βράδυ συνταχθήκαμε κατά Μπλοκ σε πεντάδες μπροστά στο χτίριό μας. Από κει πηγαίναμε στο συσσίτιο κάθε ομάδα ξεχωριστά Όταν τελείωνε η μία ομάδα πήγαινε η άλλη. Συζήτηση και λόγια απαγορεύονταν αυστηρά
»Ύστερα από το συσσίτιο βγαίνουμε πάλι σε σύνταξη για προσκλητήριο κάθε ομάδα ξεχωριστά στο χτίριό της. Δεξιά από το δικό μας Μπλοκ 4, είναι οι Ακροναυπλιώτες, η ομάδα της Ανάφης και η ομάδα των φυματικών. Όλοι τους μαζί είναι ως τριακόσιοι πενήντα νοματαίοι. Ο θαλαμάρχης που είναι δικός μας κρατούμενος, μαζί με το στρατιώτη που φρουρείτο Μπλοκ, μας μετρούν προσεκτικά και δίνουν αναφορά στο λοχία στρατοπεδάρχη, έναν κοντόχοντρο Γερμανό, που νομίζει πως δεν πατεί στη γη. [...] Σαν τελείωνε αυτή η παράσταση μας έλεγε ελληνικά ένα 'Καληνύχτα" και μεις φωνάζαμε ένα δυνατό Όύρα" και κλείσιμο στους θαλάμους.
»Το πρωί σηκωνόμαστε στις εφτά και βγάζαμε τα ρούχα μας για τίναγμα και στις οχτώ κάναμε προσκλητήριο. Μετά την αναφορά γινόμαστε δύο ομάδες. Η μία από ηλικιωμένους σε φάλαγγα κατά πεντάδες κάνει βηματισμό αργό, όπως ταιριάζει σε γεροντάκια. Η άλλη ομάδα από νέους κάνει τροχάδην, σουηδική γυμναστική και παιχνίδια. [...] Μια άλλη ομάδα πήγαινε στα μαγειρεία και καθάριζε τα όσπρια του συσσιτίου μας. Η έξοδος από τους θαλάμους μας ήτανε μία ώρα το πρωί και μία ώρα το βράδυ. To τσιγάρο απαγορευόταν στο προαύλιο. Στο θάλαμο όμως μπορούσαμε να καπνίσουμε, όταν είχαμε τσιγάρα. Και επισκεπτήριο θα μας έδινε ο διοικητής μια φορά στον καθένα μας στο μήνα».
Λόγω της συνήθειας του Trepte να καληνυχτίζει τους κρατουμένους στα ελληνικά, τον αποκαλούσαν «Καληνύχτα». Η εσωτερική φρουρά του στρατοπέδου επί «Καληνύχτα» αποτελούνταν από οκτώ άνδρες. Ως διερμηνείς όρισε τους κρατουμένους Παναγιώτη Μαυρομάτη και Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Στις 21 Νοεμβρίου 1943 η Γκεστάπο συνέλαβε τους Trepte, Μαυρομάτη και Σουκατζίδη και τους φυλάκισε στις φυλακές Αβέρωφ. Ο λόγος της σύλληψης αυτής παραμένει αδιευκρίνιστος- πιθανόν σχετίζεται με κάποια κατάχρηση που έκανε ο Γερμανός διοικητής. Από τις 23 έως τις 28 Νοεμβρίου τη διοίκηση του στρατοπέδου ανέλαβε κάποιος λοχίας, ο οποίος χρησιμοποίησε ως διερμηνέα τον Δημήτρη Τουλούπα. Στις 29 Νοεμβρίου η διοίκηση πέρασε στα χέρια των S.S. και του διαβόητου ταγματάρχη Paul Radomski. Η ανάληψη της διοίκησης του χαϊδαριώτικου στρατόπεδου από τις δυνάμεις των S.S. οργανώθηκε από τον στρατηγό Stroop, o οποίος επισκέφτηκε την Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 1943 και παρέμεινε για λίγες μόνο εβδομάδες. Στόχος του ήταν η καταγραφή, η σύλληψη και η αποστολή στην Πολωνία όλων των Ελλήνων Εβραίων. Επίσης, ο Stroop οργάνωσε στην Αθήνα την αστυνομία των S.S. με τα ειδικά δωμάτια των βασανιστηρίων και τα φρικτά απομονωτήρια.

Το Χαϊδάρι στρατόπεδο των S.S. Ο ταγματάρχης Paul Radomski

Με τη διοίκηση στα χέρια των S.S., μια νέα, σαφώς σκληρότερη φάση ξεκινούσε για τους κρατουμένους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που ο νέος στρατοπεδάρχης απηύθυνε στους κρατουμένους στο πρώτο του προσκλητήριο με τη βοήθεια του διερμηνέα Δημήτρη Τουλούπα:
«Είμαι ο ταγματάρχης Radomski. Από σήμερα αναλαμβάνω τη διοίκηση του στρατόπεδου. Θέλω απόλυτη τάξη, πειθαρχία και ησυχία. Κάθε παράβαση, κάθε αταξία θα τιμωρείται αμείλικτα, ακόμα και με τα όπλα. Κάθε διαταγή μου θα εκτελείται αμέσως και με ακρίβεια και χωρίς καμία αντιλογία. Από τώρα και πέρα το στρατόπεδο θα είναι τόπος εργασίας. Εργάσιμες ώρες ορίζω από τις 8 ως τις 12 το πρωί και από τη 1 ως τις 5 το απόγευμα κάθε μέρα. Τις Κυριακές θα γίνεται καθαριότητα στους θαλάμους και ψυχαγωγία στο προαύλιο».
Οι κρατούμενοι χωρίστηκαν σε ομάδες των εκατό ατόμων, τις εκατονταρχίες με επικεφαλής τον εκατόνταρχο. Οι εκατονταρχίες μοιράστηκαν, με τη σειρά τους, σε ομάδες των δεκαπέντε ατόμων με επικεφαλής τον δεκαπένταρχο. Οι εκατόνταρχοι και οι δεκαπένταρχοι, κρατούμενοι και αυτοί, έπρεπε να καταγράψουν τους άνδρες τους και να είναι υπεύθυνοι γι' αυτούς.
Οι αγγαρείες, τις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν σε καθημερινή πλέον βάση οι κρατούμενοι στο Χαϊδάρι, σταδιακά αυξάνονταν και γίνονταν πιο σκληρές. Ταυτόχρονα, αυξανόταν και η αγριότητα του διοικητή και των φαντάρων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη των εργασιών. Οι εργασίες σχετίζονταν με επισκευές, καθαρισμούς και καλλωπισμό των κτηρίων του στρατοπέδου. Βέβαια, λίγες φορές οι αγγαρείες είχαν λογικοφανή σκοπό. Ο Radomski και οι άνδρες του υποχρέωναν τους κρατουμένους να σκάβουν λάκκους με τα χέρια και έπειτα να τους ξαναγεμίζουν η να σχηματίζουν σωρούς από μπάζα και έπειτα να τα ξανασκορπίζουν. Ο κρατούμενος δημοσιογράφος Νίκος Ρανταμάνης αναφέρει:
«Ο σκοπός του Radomski δεν ήταν να εξωραΐσουμε το εσωτερικό του Χαϊδαρίου, αλλά να παιδευόμαστε άσκοπα για να ικανοποιούμε τον σαδισμό του. "Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου Λείπει". Π.χ. τον πελώριο λάκκο που γεμίσαμε με τα νύχια μας, τον ξαναδειάσαμε και ξαναγεμίσαμε τρεις φορές. Ένα άλλο βουνό από πέτρες, που έφταναν να χτίσεις δύο πολυκατοικίες, τις μεταφέραμε κάπου δέκα φορές από σημείο σε σημείο. Στίβες από άμμο τις κουβαλούσαμε με τις χούφτες πότε εδώ και πότε εκεί. Κάτι πεζούλια, που χτίσαμε από την κεντρική είσοδο ως το 15, τη μία μέρα τα φτιάχναμε, την άλλη τα γκρεμίζαμε με διαταγή του Radomski. Ο υποκόπανος των φρουρών και η νηστεία ξεθύμαιναν στις πλάτες και τα στομάχια μας».
To παρακάτω περιστατικό, που διηγείται ο Κώστας Βατικιώτης, παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο τον σαδισμό και την περιφρόνηση, με τα οποία αντιμετώπιζαν οι S.S. τους κρατουμένους:
«Κατά τας ώρας της εργασίας οι φρουροίδεν περιορίζοντο μόνον εις δαρμούς και ύβρεις, αλλά επέβαλλον εις τους κρατούμενους ενίοτε και τους χειρότερους εξευτελισμούς. Αρκεί να αναφέρω, ως παράδειγμα, ότι εγώ αυτός ηναγκάσθην μίαν ημέραν να εγκαταλείψω την εργασίαν μου εις τα συρματοπλέγματα και V ακολουθήσω τον φρουρόν, όστις, αφού με οδήγησε εις υπαίθριον αποχωρητήριον, με εξηνάγκασε να μαζεύω ακαθαρσίας με τα χέρια και να τας μεταφέρω εις παρακείμενον λάκκον».
Ο σκληρός Paul Radomski μετέτρεψε το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου σε ένα τεράστιο εργοτάξιο, όπου κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει να δουλεύει, ούτε καν για να πάρει ανάσα. Επιπλέον, κάποιοι από τους κρατουμένους χρησιμοποιούνταν σε εξωτερικές εργασίες, π.χ. σε αγγαρείες στα γραφεία των S.S. στην οδό Μέρλιν, στις βομβόπληκτες περιοχές του Πειραιά, στο Φάληρο και τον Σκαραμαγκά. Αυτοί, βέβαια, θεωρούνταν σχετικά τυχεροί, καθώς είχαν την ευκαιρία να βγουν για λίγο από το στρατόπεδο, να δουν άλλους ανθρώπους έστω και από μακριά, να μάθουν κάποια νέα. Η έντονη σωματική καταπόνηση σε συνδυασμό με τα πενιχρά γεύματα που προσφέρονταν, οδηγούσαν σταδιακά τους κρατουμένους στην πλήρη αποδυνάμωση και την ασθένεια. Ο Radomski ήταν γύρω στα πενήντα. Καταγόταν από την Πρωσία και είχε έρθει στην Αθήνα κατευθείαν από το μέτωπο του Κιέβου.
«Είχε γερή κορμοστασιά, μα το πρόσωπό του έδειχνε άνθρωπο σκληρό. Τα μάτια του είχαν ένα μουντό γκρίζο χρώμα, σαν τον κλαψιάρικο ουρανό, που είναι έτοιμος να ξεσπάσει σε μπόρα. Είχε μυωπία σε μεγάλο βαθμό και γι' αυτό φορούσε χοντρά γυαλιά σαν τους φακούς. Με το βούρδουλα στο χέρι γύριζε όλο το στρατόπεδο και ούρλιαζε σαν το σκυλί κλωτσώντας και δέρνοντας. Άμα τον βλέπουμε νάρχεται φωνάζει η μία ομάδα στην άλλη συνθηματικά "Σύρμα". Έτσι του κόλλησε το παρατσούκλι, ο Σύρμας, και ως το τέλος μ’ αυτό τον λέγανε».
Μόλις οι S.S. ανέλαβαν τη διοίκηση του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, ο αριθμός των ανδρών που αποτελούσαν την εσωτερική φρουρά διπλασιάστηκε. Ο πλέον σκληρός ήταν ο διαβόητος Κόβατς, ένας δεκαοκτάχρονος στρατιώτης που επιδείκνυε πρωτοφανή αγριότητα στην επιβολή των τιμωριών και την επίβλεψη των αγγαρειών3. Μεταξύ των κρατουμένων ήταν γνωστός και ως «Κουλός», διότι του έλειπαν τρία δάχτυλα από το αριστερό χέρι. Λέγεται πως ακόμα και οι Γερμανοί τον φοβούνταν. Ο Δημήτρης Παυλάκης θυμάται το «φιδάκι», ένα από τα πιο αγαπημένα βασανιστήρια, στα οποία υπέβαλλε τους κρατουμένους ο σαδιστής Κόβατς:
«Σωστή οχιά Όταν δέρνει γελά και τα μάτια γίνονται ακόμα πιο μικρά και τα δόντια του γυαλίζουν σαν του πεθαμένου. Ξέρει πολλά γυμνάσια ακόμα, όπως το φιδάκι. Ένα βροχερό απόγευμα, που η γη ήταν λασπωμένη, πήρε δύο εκατονταρχίες απ' αυτές που δεν είχαν δουλειά και, αφού έβγαλαν τα παλτά και τα σακκάκια τους, τους αραίωσε, όπως κάνουν στη σουηδική, κ' ύστερα τους υποχρέωσε να πέσουν μπρούμητα στη γη και να σέρνονται με την κοιλιά όπως σέρνονται τα φίδια. Κυλιώνται οι άνθρωποι χάμω στη λασπωμένη γη σαν τα γουρούνια κι' ο Κουλός με το καλώδιο δέρνει αλύπητα, όποιον πάρει το μάτι του να ακουμπά τα χέρια του χάμω. Αυτή η τιμωρία κράτησε ίσαμε μία ώρα. To βάσανο τούτο ήταν το φιδάκι».

Η πρώτη εκτέλεση στο Χαϊδάρι

Η πρώτη εκτέλεση στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου έλαβε χώρα στις 7 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα. To θύμα, το οποίο εκτελέστηκε από τον ίδιο τον Radomski, έφτασε στο Χαϊδάρι με δωδεκαμελή ομάδα από τις φυλακές Αβέρωφ το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Μαζί του ήταν και ο Κώστας Βατικιώτης, ο οποίος διηγείται το ανατριχιαστικό επεισόδιο:
«Την ημέραν της αναχωρήσεώς μας από τας φυλακάς Αβέρωφ, το αυτοκίνητον του οποίου επεβαίναμεν εσταμάτησε προ της εισόδου του εξωτερικού περιβόλου. Είδομεν τότε να ρίπτουν εντός του οχήματος έναν άνθρωπον σιδηροδέσμιον, ρακένδυτον, μαύρον από το ξύλο. Επρόκειτο περί ενός εφέδρου υπολοχαγού του ελληνικού στρατού, του Ισραηλίτου Λευή εξ Ιωαννίνων. Όταν εφθάσαμεν εις το Χαϊδάρι, ο Διοικητής, κατά το προσκλητήριον του απογεύματος, εκάλεσε τον διερμηνέα και του ενεχείρισεν εν έγγραφον, διέταξε δε συγχρόνως τον δυστυχή κρατούμενον, ο οποίος ήτο ακόμη σιδηροδέσμιος και είχε ταχθεί αριστερά μου, να προχωρήσει πλησίον του. Αφού τον εμαστίγωσεν εις το πρόσωπον εστράφη προς τον διερμηνέα και του είπε να διαβάσει μεγαλοφώνως την έγγραφον διαταγήν του. Και ο διερμηνεύς ανέγνωσε: Ό διοικητής Χαϊδαρίου Ταγματάρχης Ραδόμσκυ θα εκτελέσει ιδιοχείρως ενώπιόν σας τον Λευή, διότι απεπειράθη να δραπετεύσει την ημέραν της συλλήψεώς του. Προσέξατε. Η αυτή τύχη σας περιμένει, αν επιχειρήσετε το ίδιον". Οι παρατεταγμένοι κρατούμενοι επάγωσαν από φρίκην. Ο απαίσιος διοικητής επραγματοποίησεν την απειλήν του. Ετράβηξε το περίστροφον και επυροβόλησε εναντίον του ατυχούς ανθρώπου, ο οποίος εσωριάσθη κατά γης αιμόφυρτος. Ο Γερμανός δολοφόνος ατάραχος διέταξεν τότε να τον πάρωμεν. Πριν όμως τον σηκώσωμεν, επετέθη εναντίον μας με το βούνευρον, τον επήρεν από τα χέρια μας και τον επυροβόλησεν ακόμη μίαν φορά Διέταξε τότε να του αφαιρέσωμεν τα υποδήματα. Ήσαν καινουργή και συνεπώς καλή λεία. Ακολουθούμενοι από τον διοικητή μετεφέραμε το θύμα προς ταφήν και τη υποδείξει του, ελλείψει φτιαριού και σκαπάνης, το εθάψαμε με τα χέρια μας εις ένα λάκκον σκουπιδιών. Ο ατυχής δεν είχεν εκπνεύει ακόμη, όταν τον εκαλύψαμε με το χώμα του Χαϊδαριού».
Σύμφωνα με ομάδα ψυχολόγων που ερεύνησε το φαινόμενο της ναζιστικής βίας μετά το τέλος του πολέμου, ο στόχος της δολοφονίας αυτής, καθώς και των υπόλοιπων αγριοτήτων του ταγματάρχη Radomski, δεν ήταν τόσο να τιμωρήσει τον Λευή, όσο να αποτρέψει παρόμοιες πράξεις. Γενικά, το σύστημα τρομοκρατίας και εκφοβισμού, το οποίο εφάρμοσε ο Χίτλερ σε ολόκληρη την Ευρώπη, στόχευε στον αφανισμό της θέλησης και της φαντασίας των υπόδουλων πληθυσμών. Έτσι, η συμπεριφορά των μελών της φρουράς στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου είχε στόχο να δημιουργήσει στους κρατουμένους μία διαρκή ανασφάλεια σχετικά με τη ζωή τους. Μετά τη δολοφονία του Λευή, ακολούθησαν πολυάριθμες ομαδικές εκτελέσεις στο Χαϊδάρι. Ανεφέρεται ότι εκτελέστηκαν συνολικά 1.800 κρατούμενοι, ενώ 300 ακόμη θανατώθηκαν στις ανακρίσεις στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν στο κέντρο της Αθήνας και στο Χαϊδάρι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν τουλάχιστον 30 γυναίκες, 104 ανάπηροι πολέμου, 190 φοιτητές και 40 μαθητές. Η πλέον μαζική εκτέλεση ήταν αυτή των 200 Ακροναυπλιωτών την 1η Μαΐου 1944, στην οποία θα αναφερθούμε αναλυτικά σε μία από τις επόμενες ενότητες.

Μπλοκ 15

To Μπλοκ 15 ως χώρος αυστηρής απομόνωσης εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 1943. Η αρχιτεκτονική του μορφή, με τους μεγάλους θαλάμους και τα λιγοστά παράθυρα, υποδεικνύει ότι χτίστηκε προκειμένου να στεγάσει κάποια στρατιωτική φυλακή. Βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του στρατοπέδου, κοντά στα Μπλοκ 3 και 4. Ο Θέμος Κορνάρος περιγράφει:
«To μόνο χτίριο που μένει ασουβάντιστο, εξωτερικά για να φαίνεται παλιό, μουχλιασμένο, αραχνιασμένο, για την πρώτη ψυχολογική επίδραση. Δύο πατώματα. Στο πρώτο ένα μεγάλο δωμάτιο 4X7, δεξιά, κι άλλο ένα αριστερά Αυτά προορίζονταν για πενήντα κι απάνω κρατούμενους το καθένα. Και λέγονται θάλαμοι. Γύρω-γύρω, στον υπόλοιπο χώρο, είναι κάποιες τρύπες, σαν καταφύγια σκυλιών, με μια σιδερένια πόρτα, χωρίς κανενός είδους αερισμό, με τοίχους και πατώμα ολόγυρα. Αυτά είναι τα κελλιά της αυστηρής απομόνωσης.
»Η ίδια διαρρύθμιση ακριβώς και στο δεύτερο πάτωμα. Τα παραθυράκια των θαλάμων είναι ψηλά Για να μη μπορεί ο κατάδικος να κυττάζει όξω».
Οι συνθήκες στους θαλάμους και στα απομονωτήρια ήταν άθλιες, καθώς δεν υπήρχε θέρμανση, επαρκές νερό και εξαερισμός. To φαγητό ήταν ελάχιστο, ενώ ο χώρος ήταν περιορισμένος και οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να στέκονται όρθιοι επί δώδεκα συνεχείς ώρες. Ο Αλέξανδρος Ζήσης, που έμεινε σε απομονωτήριο του Μπλοκ 15 επί πέντε ολόκληρους μήνες, περιγράφει μία μέρα σε θάλαμο απομόνωσης:
«To πρόγραμμα της ημέρας για τ' απομονωτήρια είναι το ακόλουθο χειμώνα ή καλοκαίρι. Στις πέντε παρά τέταρτο έγερση κ' αμέσως άνοιγμα του παράθυρου με οποιονδήποτε καιρό και σκούπισμα του κελιού. Ύστερα έξοδος τρεις-τρεις στο "λουτρό" για την υδροληψία και την καθαριότητα όπου κάθε ανάγκη έπρεπε να τελειώσει το πολύ σε πέντε λεπτά. Στις έξι διανομή ψωμιού και στις δώδεκα το μοναδικό για τα κελλιά συσσίτιο της ημέρας. To ψωμί και το πιάτο τάπερνε ο κρατούμενος απ' την πόρτα που μισάνοιγε χωρίς να βλέπει ανθρώπινο πρόσωπο. Η ημερησία μερίδα του ψωμιού και τι ψωμιού! ήταν το πολύ 30 δράμια και το μοναδικό συσσίτιο πέντε κουταλιές ρεβύθια ή μαύρα χοντρά μακαρόνια νερόβραστα, πάντοτε όμως ζεστό και φροντισμένο απ' τους Ακροναυπλιώτες μαγείρους. Οι θάλαμοι είχαν και τ' απόγευμα συσσίτιο που γενικά εκείδινότανε και σε μεγαλύτερη ποσότητα. Στις τεσσερισίμιση το απόγευμα πεντάλεπτη έξοδο για "λουτρό", πάλιν τρεις-τρεις και στις πέντε ακριβώς κατάκλιση. Όλη μέρα ο φυλακισμένος είναι υποχρεωμένος νά 'χει ανοικτό το παράθυρο, είτε βρέχει είτε χιονίζει και να μένει σε συνεχή ορθοστασία ολόκληρο το δωδεκάωρο. Και το φαΐ του ακόμα όρθιος το κατεβάζει βιαστικά, γιατί εκτός από τη διαταγή δεν υπάρχει και τρόπος να καθίσει κανείς αφού το κελλί είναι τελείως και απόλυτα γυμνό από κάθε τι αντικείμενο. Κάθε παράβασις τιμωρείται με άγριο μαστίγωμα μέχρις αίματος, μέχρι λιποθυμίας».
Τις ώρες του ύπνου οι κρατούμενοι βασανίζονταν από το διαπεραστικό κρύο, καθώς ήταν υποχρεωμένοι να ξαπλώνουν στο τσιμέντο ή σε μία άβολη σανιδένια βάση με μία τρίχινη κουβέρτα για σκέπασμα. Η νυχτερινή ταλαιπωρία τούς ανάγκαζε να ξυπνούν κατάκοποι. Τις παραπάνω κακουχίες συμπλήρωναν οι ψείρες και οι κοριοί, καθώς και η αγριότητα των φρουρών, οι οποίοι με τις φωνές και τα μαστίγιά τους κρατούσαν τους κρατουμένους στο Μπλοκ 15 σε κατάσταση διαρκούς αναστάτωσης και αγωνίας. Επιπλέον, η αυστηρή απομόνωση δρούσε καταστροφικά στην ψυχολογία των εγκλείστων. Ο δημοσιογράφος Αντώνης Σαουσόπουλος, ο οποίος παρέμεινε στην απομόνωση του Χαϊδαρίου πάνω από έξι μήνες, αναφέρει:
«Η απομόνωση στα κελιά αποτελούσε ένα από τα φοβερότερα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονταν ο εγκάθειρκτος του Μπλοκ 15. Μαρτύριο όχι τόσο άμεσα σωματικής βίας, αλλά κυρίως ψυχικό. Η συνεχής απομόνωση, η ενατένιση των ίδιων γυμνών τοίχων, η στέρηση της δυνατότητας να ανταλλάξεις μία κουβέντα με συνάνθρωπό σου, η άγνοια του τι γίνεται έξω, του τι σε περιμένει, του τι σημαίνει ένας συγκεχυμένος θόρυβος που φθάνει ως τ' αυτί σου, πιέζει αφόρητα το νευρικό σου σύστημα, παραλύει την ψυχική σου αντοχή, σε καταβάλλει, σε μεταβάλλει βαθμηδόν ψυχικά σε ράκος, σε φθάνει στα όρια της παρακρούσεως, στον αντιθάλαμο της τρέλας...».
Οι κρατούμενοι στο Μπλοκ 15 έβγαιναν στο προαύλιο μόνον την ώρα του περιπάτου, αυτοί στους θαλάμους κάθε μέρα, ενώ αυτοί στα απομονωτήρια κάθε 2-3 η και 4-5 ημέρες. Ο περίπατος δεν κρατούσε πάνω από είκοσι λεπτά της ώρας. Οι κρατούμενοι στην απομόνωση έβγαιναν σε μικρές ομάδες- σχημάτιζαν έναν κύκλο και προχωρούσαν απέχοντας ο ένας από τον άλλο τουλάχιστον 1 μέτρο, ώστε να μην μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους. Ήταν αναγκασμένοι να βαδίζουν με γρήγορο βήμα ή τροχάδην κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση των πάνοπλων φρουρών. Στόχος του περιπάτου ήταν να κινηθούν οι κρατούμενοι, να ξεμουδιάσουν και να εκτεθούν για λίγη ώρα στην ευεργετική ακτινοβολία του ήλιου. Σταδιακά οι περίπατοι μειώθηκαν και τελικά καταργήθηκαν οριστικά.
Κάθε Τρίτη, μετά το μεσημεριανό συσσίτιο στο Μπλοκ 15, γίνονταν και ανακρίσεις. Αυτές πραγματοποιούνταν στο φυλάκιο από ανακριτή, που επισκεπτόταν το στρατόπεδο ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό.

Ο διοικητής Karl Fischer

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944 ο ταγματάρχης Paul Radomski αντικαταστάθηκε από τον Karl Fischer, ο οποίος συνέχισε την άγρια πολιτική των S.S. με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον προκάτοχό του. Αντικατέστησε τη βαναυσότητα και τη θηριωδία του Radomski με την εσωτερική κατασκοπία και τον χαφιεδισμό, ώστε να ελέγχει αποτελεσματικότερα το στρατόπεδο. Στην Ελεύθερη Ελλάδα (25/10/1946) αναφέρεται σχετικά με την ύπουλη διοικητική τεχνική του Karl Fischer:
«Ο Ραντόμσκυ φεύγει. Στη θέση του έρχεται ο Φίσσερ Ες-Ες πάντα, μ' άλλη μάσκα. Σπουδασμένος στο ίδιο σχολείο. Ψηλός, ξανθός, σωματώδης. Τίποτε το βίαιο και άγριο επάνω του. Αντίθετα πράος, γλυκομίλητος, πειθαρχημένος στον εαυτό του. Μια κάποια καλύτερη προσοχή δείχνει έναν άνθρωπο μεθοδικό, με σκέψη κρυμμένη βαθιά στην ψυχή του, ύπουλο και σατανικό. Ο Φίσσερ καλά πληροφορημένος, ξέρει πού περνάει. Ο Ραντόμσκυ με το βούρδουλα δούλεψε καλά τον χαρακτήρα και τον έκαμε πιο σκληρό. Του κληρονόμησε μια μάζα ενωμένη, που καμιά δύναμη δεν μπορούσε να σπάσει. Γι' αυτό σκέφτηκε από την άλλη μεριά να βρει τρόπο να την διαλύσει. Και δεν ήταν άλλος από την προδοσία. Έκανε σύστημα τη σπιουνιά και την καλλιέργησε όσο μπορούσε καλύτερα. Άνθρωποι κατάλληλοι, με ταπεινό χαρακτήρα και ελαφριά συνείδηση, είτε έντεχνα περασμένοι μέσα στο στρατόπεδο, είτε από τους ίδιους τους κρατούμενους, άγνωστοι μέσα σ' αγνώστους, ξεγλιστρούσαν στο μισόφωτο της χαραυγής κι άφηναν σημειώματα μέσα από την πόρτα του διοικητή, του Φίσσερ. Ο σκοπός ήταν να συγκεντρώνονται όσες πληροφορίες μπορουσαν πιο πολλές για κινήσεις μέσα στο στρατόπεδο και για κάποια πρόσωπα ζωηρά και αποφασιστικά».
Επί Fischer πραγματοποιήθηκαν οι πιο πολλές και πιο μαζικές εκτελέσεις από την ίδρυση του στρατοπέδου. Παρ’ όλα αυτά, η ένταση που επικρατούσε στο Χαϊδάρι την εποχή του Radomski είχε σαφώς χαλαρώσει, καθώς ο νέος διοικητής δεν χρησιμοποιούσε σαδισμό και αγριότητα προκειμένου να εκτελέσει τις εντολές των ανωτέρων του.

Η εκτέλεση των διακοσίων - Πρωτομαγιά του 1944

Στις 30 Απριλίου 1944 κυκλοφόρησε στο Χαϊδάρι η φήμη ότι οι S.S. σκόπευαν να εκτελέσουν διακόσιους κρατουμένους ως αντίποινα για τη δολοφονία Γερμανού στρατηγού και τριών αξιωματικών του κοντά στη Σπάρτη από «κομμουνιστικάς συμμορίας». Ο διοικητής κάλεσε κάποιους από τους προϊσταμένους στα συνεργεία, όλους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές. Ο Fischer τούς ζήτησε να υποδείξουν ποιοι μη Μεταξοκρατούμενοι κρατούμενοι θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν, καθώς οι ίδιοι θα μεταφέρονταν την επομένη σε άλλο στρατόπεδο. Επίσης, διέταξε τους Χαλκιδέους να πάρουν πίσω τα προσωπικά τους είδη και να βρίσκονται μπροστά στα μαγειρεία την επομένη το πρωί, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Με δεδομένη τη φήμη για μαζική εκτέλεση, που αναφέραμε παραπάνω, όλοι όσοι μίλησαν με τον Fischer πίστεψαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν. Έτσι, οι Ακροναυπλιώτες προσπάθησαν να αποχαιρετήσουν όσους περισσότερους από τους φίλους τους ήταν δυνατόν. Ακολούθως μαζεύτηκαν στον θάλαμο 1 του Μπλοκ 3, όπου με μουσική από δύο κιθάρες κι ένα βιολί έγινε αποχαιρετιστήριο γλέντι. To επόμενο πρωί, πριν από το προσκλητήριο, συγκέντρωσαν τους Χαλκιδαίους και τους επιβίβασαν σε φορτηγά που τους απομάκρυναν από το στρατόπεδο. Μετά το πρωινό συσσίτιο, ο Fischer κάλεσε γενικό προσκλητήριο, στο οποίο διάβασε μια λίστα διακοσίων ονομάτων. Αυτοί ήταν οι διακόσιοι που θα εκτελούνταν, ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού. Η ομάδα των μελλοθανάτων περιλάμβανε όλους τους Ακροναυπλιώτες, πλην δεκαέξι ατόμων, τους Αναφιώτες και μερικούς γερμανοκρατούμενους.
Συγκεντρώθηκαν μπροστά στα μαγειρεία, όπου πριν επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα, άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, το τραγούδι της Ακροναυπλίας και τον Ζάλογγο μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Ναζί που δεν τολμούσαν να αντιδράσουν. Ο Ζήσης Ζωγράφος υπήρξε μάρτυρας αυτής της συγκλονιστικής σκηνής:
«Τώρα τους παρακολουθούμε από μακριά Γελούν και τραγουδούν. Έχουν στήσει εδώ στη μέση του στρατόπεδου των Ες-Ες χορό. Χωριστά οι γέροι. Μπροστά ο Μακέδος, τιμημένος καπνεργάτης της Καβάλας. Χωριστά οι νέοι. Μπροστά ο Μανασής (Παπαδόπουλος). Κι έπειτα ενώνονται πάλι όλοι μαζί για να βγει απ' τ' αντριωμένα τους στήθια μ' όλη τους τη δύναμη το αθάνατο τραγούδι: Ακροναυπλία, Ακροναυπλία, Πίστη, Ελπίδα, Πειθαρχία [...] »Δεν μπορούμε να τους αντικρύσουμε. Η καρδιά μας ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων εμάς που μείναμε. Μα όχι. Κάνουμε ύστατη προσπάθεια. Ούτε ένα δάκρυ να μην αφήσουμε να κυλήσει. Ξεθυμαίνει έτσι το μίσος και η δίψα για εκδίκηση σβήνει. Ας στεγνώσουν στα μάτια τα δάκρυα. Ας γίνουν φλόγα που μας καίει τα σωθικά και μέρα και νύχτα. Να μην ξεχάσουμε ποτέ την ώρα τούτη, ποτέ όσο ζούμε.
»Τα αυτοκίνητα που θα τους πάρουν φάνηκαν στη στροφή του δρόμου. Βαριά οπλισμένοι στρατιώτες παρατάχθηκαν στην πόρτα. Άρχισαν να μπαίνουν μέσα.
Ύστατη στιγμή! Ο Ανέστης (Λαζαρίδης) ανεβαίνει σ' ένα πεζούλι. Με τη δυνατή φωνή του δίνει το παράγγελμα Προσοχή! Οι Γερμανοί δεν τολμούν να εμποδίσουν. Βγάζουν όλοι τα καπέλα τους. Σιγή νεκροταφείου. Καμιά ιεροτελεστία δεν έγινε με τόση κατάνυξη. Τραγουδούν-. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή... »Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα... »Τώρα είναι έτοιμοι. Είκοσι-είκοσι προχωρούν. [...]
Πετάν τα καπέλα τους στον αέρα. Βαδίζουνε με σταθερό βήμα. Φωνάζουν "Ζήτω η Λευτεριά" και χάνονται μεσ' το κλειστό αυτοκίνητο. Έφυγαν!».
Οι διακόσιοι του Χαϊδαρίου μεταφέρθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου τους εκτέλεσαν με οπλοπολυβόλα. Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Γ Νεκροταφείο, όπου τάφηκαν σε ατομικούς τάφους.

Ναπολέων Σουκατζίδης

Μεταξύ των διακοσίων που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του 1944 ήταν και ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο μεγάλος ήρωας του Χαϊδαρίου. Από τη θέση του διερμηνέα, την οποία είχε από την ίδρυση του στρατοπέδου, ο Σουκατζίδης προσπαθούσε να βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά και με αυτοθυσία τους συγκρατουμένους του.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που μας παραδίδει ο Φλούντζης. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο τρομερός Radomski επέβλεπε μία ομάδα Εβραίων που μετέφεραν μπάζα και αντιλήφθηκε ότι ένας από τους εργάτες δεν είχε εντελώς γεμάτο τον ντενεκέ του και βάδιζε με πιο αργό βήμα. Ο «Σύρμας» έβαλε τις φωνές και ζήτησε από τον Σουκατζίδη να τον χτυπήσει. Εκείνος, φυσικά, αρνήθηκε με επιμονή, πράγμα που εξαγρίωσε τον διοικητή. Έτσι, άρχισε να χτυπά με μεγάλη αγριότητα τον διερμηνέα. Εν τω μεταξύ ο Εβραίος έφυγε. Όταν το είδε αυτό ο Radomski, είπε στον Ναπολέοντα ότι ο άνθρωπος που υπεράσπιζε ήταν τεμπέλης και θρασύς. Έτσι, του ζήτησε ξανά να τον χτυπήσει. Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε και αναγκάστηκε να υποστεί νέο ξυλοδαρμό από τον βάναυσο διοικητή.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γεννήθηκε στην Προύσα το 1909. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Σπούδασε στη Μέση και Ανώτατη Εμπορική Σχολή, εργάστηκε ως λογιστής και υπήρξε πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου. Ανέπτυξε σημαντική συνδικαλιστική δράση, εξαιτίας της οποίας συνελήφθη και εξορίστηκε στον Αϊ Στράτη. Ακολούθως μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας, των Τρικάλων και της Λάρισας και τελικά κατέληξε στο Χαϊδάρι.
Η αναφορά του ονόματος του Σουκατζίδη στη λίστα των μελλοθανάτων της 1ης Μαΐου 1944 προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη και δέος στους κρατουμένους του Χαϊδαρίου. Ο ίδιος αποδέχθηκε τη μοίρα με ένα χαμόγελο και παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του στον βοηθό διερμηνέα Θανάση Μερεμέτη λέγοντάς του:
«Θανάση, μη ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τους αποχαιρετώ όλους».
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Karl Fischer πρότεινε στον Σουκατζίδη να του χαρίσει τη ζωή, εκτελώντας αντί γι' αυτόν κάποιον άλλο κρατούμενο. Ο ανδρείος διερμηνέας αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Γυναίκες στο Χαϊδάρι

Η πρώτη κρατούμενη στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ηταν η Ηλέκτρα, που έφτασε στις 7 Δεκεμβρίου 1943 και κλείστηκε στον θάλαμο 11 του Μπλοκ 15. Σταδιακά, μεταφέρθηκαν αρκετές γυναίκες, χριστιανές και Εβραίες, που τοποθετήθηκαν στον θάλαμο 29 του ίδιου Μπλοκ. Μεταξύ αυτών η Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Τον Ιανουάριο οι γυναίκες μεταφέρθηκαν στο Μπλοκ 11 και δύο μήνες αργότερα στο Μπλοκ 6. Η πρώτη εκτέλεση που περιλάμβανε και γυναίκες έγινε στις 2 Μαΐου 1944. Μεταξύ των κρατουμένων στο Χαϊδάρι ήταν και η Λέλα Καραγιάννη, η οποία κλείστηκε στην απομόνωση και ακολούθως εκτελέστηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο Δαφνί, στον χώρο όπου σήμερα είναι ο Διομήδειος κήπος. Υπολογίζεται ότι στο Χαϊδάρι κρατήθηκαν πάνω από 300 χριστιανές και περίπου 2.500 Εβραίες γυναίκες. Ελάχιστες από τις Εβραίες, γύρω στις είκοσι, κατάφεραν να ελευθερωθούν από το Χαϊδάρι- ήταν όσες είχαν κάνει μεικτό γάμο ή είχαν ξένη υπηκοότητα. Από τις χριστιανές εκτελέστηκαν 31, ενώ 161 στάλθηκαν όμηροι στη Γερμανία.

Εβραίοι στο Χαϊδάρι

Οι πρώτοι Εβραίοι μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι στις 4 Δεκεμβρίου 1943 Επρόκειτο για οκτώ άτομα, τα οποία απομονώθηκαν στο υπόγειο του Μπλοκ 3. Ο αριθμός των Εβραίων στο Χαϊδάρι αυξανόταν σταδιακά έως την άνοιξη του 1944, όταν συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο πολλοί Εβραίων από ολόκληρη την Ελλάδα, προκειμένου να οδηγηθούν στη Γερμανία. Η πρώτη μεγάλη μεταφορά Εβραίων στο Χαϊδάρι έγινε στις 29 Μαρτίου 1944. Τότε έφτασαν στο στρατόπεδο 614 Εβραίοι από την Άρτα, την Πρέβεζα, το Αγρίνιο, την Πάτρα, καθώς και Εβραίοι με ισπανική, πορτογαλική και ιταλική και υπηκοότητα. Όλοι αυτοί, μαζί με κάποιους από τους Εβραίους που βρίσκονταν ήδη στο Χαϊδάρι, δηλαδή συνολικά 1.300 άτομα, αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη αποστολή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κεντρικής Ευρώπης στη Γερμανία. Στις αρχές του Ιουνίου μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο 1.850 Επτανήσιοι Εβραίοι, κυρίως από την Κέρκυρα. Η ομάδα αυτή, ενισχυμένη από 575 Εβραίους που βρίσκονταν ήδη στο Χαϊδάρι, αναχώρησε στις 20 Ιουνίου για την Πολωνία. Η τελευταία μαζική μεταγωγή Εβραίων πραγματοποιήθηκε την 1η Αυγούστου 1944. Περιλάμβανε 1.700 Εβραίους από τα Δωδεκάνησα, κυρίως τη Ρόδο, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πολωνία. Οι Γερμανοί μεταχειρίζονταν τους Εβραίους κρατουμένους με κατ’ εξοχήν απάνθρωπο τρόπο. Ο Κώστας Βατικιώτης περιγράφει το δράμα των Εβραίων από τα Δωδεκάνησα:
«Από τα παράθυρα των θαλάμων μας ηδυνήθημεν να παρακολουθήσωμεν ολόκληρον το μαρτύριον των Εβραίων,- τους δαρμούς και τας μαστιγώσεις, την μεταφοράν ασθενών ή ημιθανών γερόντων εντός κουβερτών, το ποδοπάτημα μικρών παιδιών. Είδομεν τους Γερμανούς στρατιώτας να κτυπούν με τα όπλα των γυναίκας, να τας ξεγυμνώνουν και είδομεν τον Διοικητήν του Χαϊδαρίου, Καρλ Φίσσερ να μαστιγώνει μικρά παιδιά τα οποία εκυλίοντο κατά γης οδυρόμενα και με το άλλο του χέρι... να θωπεύει τον σκύλον του».

Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου στην ιστορική μνήμη

Ο χώρος του στρατοπέδου Χαϊδαρίου είναι τόπος μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης. Θεωρείται για την Ελλάδα χώρος αντίστοιχος με τα στρατόπεδα Άουσβιτς, Μαουτχάουζεν, Νταχάου, που όμως, σχεδόν αμέσως μετά τη συντριβή των δυνάμεων του Άξονα, ανακηρύχθηκαν ιστορικά μνημεία και με σειρά ενεργειών εξασφαλίστηκε η ανάδειξη και η προβολή τους. Στη χώρα μας, αντίθετα, η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης επί πολλά χρόνια αγνοήθηκε. Μόλις το 1982, με τον Νόμο 1285 που ψήφισε η ελληνική Βουλή, ήλθε η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και άρχισε να παίρνει τις πραγματικές της διαστάσεις ως κορυφαίο ιστορικό γεγονός. Σ' αυτά όμως τα 40 περίπου χρόνια της αγνόησής της, η ιστορία του στρατοπέδου έμενε στο περιθώριο. To στρατόπεδο εχρησιμοποιείτο από μονάδες του ελληνικού στρατού ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’40. Συγκεκριμένα είχαν εγκατασταθεί εκεί δύο Κέντρα Εκπαιδεύσεως, το ένα Πεζικού (ΚΕΒΟΠ) και το άλλο Διαβιβάσεων (ΚΕΔ). Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα το περίφημο Μπλοκ 15, στο οποίο εκρατούντο όσοι επρόκειτο να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα την επόμενη μέρα, και από όπου ξεκίνησαν την αυγή της Πρωτομαγιάς οι «200» για την Καισαριανή, χρησιμοποιήθηκε ως πειθαρχείο. Σ' αυτή την περίοδο με τα επιχρίσματα καταστράφηκαν μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα που οι αγωνιστές της Αντίστασης είχαν γράψει στους τοίχους και σε άλλα σημεία την ύστατη στιγμή, πριν ολοκληρώσουν την προσφορά και τη θυσία τους.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, μέχρι το 1982 ούτε οι επιζήσαντες κρατούμενοι του στρατοπέδου μπορούσαν να επισκεφτούν τον τόπο του μαρτυρίου τους. Η πρώτη εκδήλωση ιστορικής μνήμης έγινε επί δημαρχίας Δημήτρη Γιαχνή, όταν μαζί με αρκετούς πολίτες την Πρωτομαγιά κατέθεσαν στη μνήμη των αγωνιστών στεφάνια δάφνης μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου, αφού τους απαγορεύτηκε η είσοδός τους στον ιστορικό τόπο. Η εκδήλωση αυτή συνεχιζόταν και επί δημάρχου Δημ. Σκαμπά. Μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης η εκδήλωση έγινε μέσα στο στρατόπεδο, μπροστά στο Μπλοκ 15, με την παρουσία εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου. Έκτοτε, και μέχρι σήμερα η εκδήλωση αυτή διοργανώνεται κάθε χρόνο το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου, σε συνεργασία με τον Δήμο Καισαριανής και τις αντιστασιακές οργανώσεις. Παράλληλα, έπειτα από αίτημα του Δήμου Χαϊδαρίου επί δημάρχου Κυριάκου Ντηνιακού, το Μπλοκ 15 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο με απόφαση της υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη. Παράλληλα, το έτος 1986 προκηρύχθηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το έμβλημα του Δήμου Χαϊδαρίου. Όρος του διαγωνισμού ήταν το έμβλημα να είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του στρατοπέδου. To πρώτο βραβείο δόθηκε στην ιδέα του αρχιτέκτονα Νίκου Τριάντη, σύμφωνα με την οποία μέσα από το συρματοπλεγμένο Μπλοκ 15 ξεπετάγεται ένα κόκκινο λουλούδι, δίνοντας ταυτόχρονα το μήνυμα της αισιοδοξίας. Η εικαστική αυτή σύνθεση έκτοτε αποτελεί το έμβλημα του Δήμου.
Παράλληλα, ο Δήμος Χαϊδαρίου ονόμασε Οδό Αγωνιστών Στρατοπέδου Χαϊδαρίου την οδό Βασιλέως Γεωργίου, από την οποία περνούσαν τα καμιόνια με τους αγωνιστές. Στον δρόμο αυτό πολλοί αγωνιστές στη διαδρομή προς το εκτελεστικό απόσπασμα πετούσαν σημειώματα με τη συγκλονιστική στη λιτότητά της φράση «πάω για εκτέλεση». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του συμπολίτη μας Κώστα Χατζηγεωργίου, που ενώ ήταν τραυματίας του αλβανικού μετώπου, μέσα από το νοσοκομείο συνέχιζε την αντιστασιακή του δράση. To 1943, όμως, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο. Στις 23 Απρίλη 1944, και ενώ οδηγείτο στον τόπο εκτέλεσης, στη Ριτσώνα, τη στιγμή που περνούσε το καμιόνι από τη σημερινή οδό Αγωνιστών Στρατοπέδου Χαϊδαρίου, στη συμβολή με την οδό Πλαστήρα, πέταξε φωτογραφία του μικρού ανιψιού του, πάνω στην οποία είχε γράψεΐ: «Εγώ πάω για εκτέλεση. To παιδί να το βγάλετε Κώστα». Από τον δρόμο αυτό περνούσαν επίσης τα αυτοκίνητα με τις σορούς των ηρώων που είχαν εκτελεστεί μέσα στον χώρο του στρατοπέδου, στον δρόμο για το Γ Νεκροταφείο. Μάλιστα, από τα νωπά θανάσιμα τραύματα των αγωνιστών έρεε αίμα στον χωμάτινο τότε δρόμο. Κατά κυριολεξία, λοιπόν, ο δρόμος αυτός είναι ποτισμένος με το αίμα των αγωνιστών της Αντίστασης.
Σήμερα, η οδός Αγωνιστών Στρατοπέδου Χαϊδαρίου εκτείνεται παράλληλα με την οδό Στρατάρχου Καραϊσκάκη σε όλο το μήκος από τη λεωφόρο Αθηνών μέχρι την Ιερά Οδό, και το τετράπλευρο αυτό αποτελεί το ιστορικό κέντρο της σύγχρονης πόλης.
Μετά την τελική διαμόρφωση του δρόμου το έτος 2001, οι παράλληλες δενδροστοιχίες, τα κλασικά φωτιστικά, οι ειδικές πλακοστρώσεις, σε συνδυασμό με τη δεδομένη ιστορική σημασία, προσδίδουν μια ιδιαίτερη ταυτότητα στην οδό Αγωνιστών Στρατοπέδου Χαϊδαρίου, που εκτός από κεντρικός εμπορικός δρόμος φιλοξενεί σημαντικές για τη ζωή της πόλης λειτουργίες, όπως το Δημοτικό Κολυμβητήριο και ο ιστορικός κινηματογράφος «Άνοιξη». To τμήμα του δρόμου αυτού από τη λεωφόρο Αθηνών μέχρι τις πύλες του Στρατοπέδου ονομάστηκε οδός Αντώνη Φλούντζη, για να τιμηθεί η μνήμη του γιατρού του στρατοπέδου, που σ’ ένα μεστό και τεκμηριωμένο βιβλίο με τον τίτλο Χαϊδάρι, κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης, κατέγραψε την ιστορία του στρατοπέδου.
Ένα άλλο σημείο της πόλης το οποίο συνδέεται με την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής είναι το κτήριο του παλαιού δημαρχείου στην οδό Κουμουνδούρου. To κτήριο ανήκε σε Γερμανό κατάσκοπο και μετά την απελευθέρωση κατασχέθηκε από το ελληνικό Δημόσιο. Περιήλθε στον Δήμο Χαϊδαρίου το 1965 με ενέργειες του δημάρχου Δημ. Γιαχνή, του οποίου φέρει το όνομα, ως ένδειξη τιμής. Στο κτήριο αυτό στεγάστηκε στη συνέχεια το δημαρχείο της πόλης. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε μια συγκινητική εκδήλωση ενδιαφέροντος για τους νέους του Χαϊδαρίου, με τη διοργάνωση από ομάδα συμπολιτών μας συσσιτίων στο κατάστημα του Σιδηρόπουλου σε καθημερινή βάση. Αντίστοιχα, οι νέοι της εποχής εκείνης, μπροστά στον κίνδυνο να υλοτομηθούν τα ιστορικά πεύκα της οδού Καραϊσκάκη και να χαθεί ένα σημαντικό στοιχείο της αισθητικής της πόλης, φύλαγαν νυχθημερόν βάρδιες και έτσι διασώθηκε ο πευκόδρομος. Από την έκταση του στρατοπέδου κατά καιρούς παραχωρήθηκαν στον Δήμο Χαϊδαρίου διάφοροι χώροι για κοινωφελείς χρήσεις. Ειδικότερα παραχωρήθηκαν χώροι για τρία σχολεία, για το Αθλητικό Κέντρο του Δήμου, το Νοσοκομείο Δυτικής Αθήνας απέναντι από τις συνοικίες της Γρηγορούσας και του Αϊ-Γιώργη, και πρόσφατα 50 στρέμματα για χώρους πολιτισμού, αθλητισμού και για να τιμηθεί η ιστορική μνήμη.
Παράλληλα, ο Δήμος Χαϊδαρίου απαλλοτρίωσε το 1992 έκταση 15 στρεμμάτων που εκτείνεται κατά μήκος της οδού Ηρακλέους και παρεμβάλλεται ανάμεσα στη λεωφόρο Αθηνών και την έκταση του στρατοπέδου. Έτσι δημιουργήθηκε μια ενιαία έκταση 65 στρεμμάτων, στην οποία, με βάση τη μελέτη που έχει εκπονηθεί, δημιουργείται το Πάρκο Ιστορικής Μνήμης και Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης. Στον χώρο αυτό σε περίοπτη θέση, με μέτωπο επί της Εθνικής Οδού, θα υπάρχει το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, εικαστική σύνθεση του αρχιτέκτονα Νικ. Σαπέρα, η οποία περιλαμβάνει δύο επάλληλα τμήματα μαντρότοιχου ακριβώς όπως η μάντρα της Καισαριανής. Εγκάρσια ανάμεσά τους ορθώνεται ένα τμήμα χάλυβα διάτρητο από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Τα αγέρωχα κυπαρίσσια θα ολοκληρώνουν το έργο, όπως στο τοπίο της Καισαριανής.
Έτσι, μ’ αυτό το λιτό και απέριττο μνημείο με τον έντονο συμβολισμό θα τονίζονται οι ιστορικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο μαρτυρικές πόλεις, το Χαϊδάρι και την Καισαριανή.
To πάρκο των 65 στρεμμάτων περιλαμβάνει επίσης χώρους πρασίνου, ανοιχτό θέατρο, αθλητικές εγκαταστάσεις, καθιστικά καθώς και λειτουργίες ήπιας αναψυχής. Πρέπει να τονιστεί ότι ο Δήμος Χαϊδαρίου με την υπ. αριθμ. 293Α/2005 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου έχει κηρύξει ολόκληρη την έκταση του στρατοπέδου ιστορικό τόπο.
To μεγάλο θέμα, όμως, της ανάδειξης της ιστορίας του στρατοπέδου εξακολουθεί να παραμένει ανολοκλήρωτο ακόμη και έπειτα από αυτές τις ενέργειες. Διότι η ιστορία του στρατοπέδου είναι βέβαια το πιο βασικό κεφάλαιο της ιστορικής ταυτότητας του Χαϊδαρίου και το κατατάσσει στις μαρτυρικές πόλεις. Αναμφίβολα, ωστόσο, έχει ευρύτερη πανελλήνια διάσταση και συνδέεται με τη συνολική αποκατάσταση και ανάδειξη της Εθνικής Αντίστασης. Παράλληλα, αποτελεί ένα θέμα πολύπτυχο, γιατί ταυτόχρονα συνδέεται με την περιβαλλοντική και κοινωνική αναβάθμιση της Δυτικής Αθήνας. Για τον λόγο αυτό είναι ομόφωνο αίτημα όλων των δήμων της περιοχής η ελευθέρωση της έκτασης των στρατοπέδων ΚΕΒΟΠ-ΚΕΔΒ και η απόδοσή της στους κατοίκους της Δυτικής Αθήνας ως χώρου πρασίνου, αναψυχής και ιστορικής μνήμης. To μεγάλο αυτό ζήτημα έχει πολλαπλές διαστάσεις, κοινωνικές, νομικές, ιστορικές, περιβαλλοντικές και εν τέλει πολιτικές. Ειδικότερα: Η περιοχή της Δυτικής Αθήνας περιλαμβάνει τους δήμους Αγίων Αναργύρων, Αγίας Βαρβάρας, Αιγάλεω, Ιλίου, Καματερού, Περιστερίου, Πετρούπολης και Χαϊδαρίου. Η περιοχή στο σύνολό της χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση σοβαρών προβλημάτων και κατοικείται από πολίτες χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων.
Μετά την καταστροφή της ακτής του Σκαραμαγκά και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος από οχλούσες βιομηχανικές χρήσεις, η έκταση των στρατοπέδων είναι η μόνη και τελευταία ελπίδα για την αναβάθμιση των λαϊκών προαστίων της Δυτικής Αθήνας. Τυχόν καταστροφή αυτής της έκτασης με οικοδόμηση θα αποτελούσε πλήγμα σε βάρος της Δυτικής Αθήνας και θα έδινε το μήνυμα της περιφρόνησης των δυτικών προαστίων από την κεντρική εξουσία και της ανυπαρξίας οποιασδήποτε πολιτικής βούλησης για βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Διότι είναι γνωστές οι προκλητικές ανισότητες που υπάρχουν ανάμεσα στα βόρεια και τα νότια προάστια αφενός και στις λαϊκές δυτικές συνοικίες αφετέρου. Η ανισότητα αυτή έχει αναγνωριστεί από το σύνολο του πολιτικού κόσμου και η αντιμετώπισή της αποτελεί βασική επιταγή και του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας, σύμφωνα με το Π.Δ. 1515/85 που επιβάλλει την άμβλυνση των ανισοτήτων. Πέραν αυτού, ως προς το μέγεθος της έκτασης έχουν σκόπιμα δημιουργηθεί ψευδείς εντυπώσεις. To συνολικό εμβαδόν της έκτασης του στρατοπέδου είναι 3.100 στρέμματα αλλά επειδή εκτείνεται μέχρι την οριογραμμή του Ποικίλου Όρους, στο μεγαλύτερο μέρος της -περίπου 2.600 στρέμματα- είναι ορεινός όγκος και ταυτόχρονα δασική έκταση.
Κάθε χρόνο το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου στον χώρο μπροστά στο Μπλοκ 15 διοργανώνεται από τον Δήμο Χαϊδαρίου και την ΠΕΑΕΑ εκδήλωση ιστορικής μνήμης για τους «200» της Πρωτομαγιάς και όλους τους κρατούμενους στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Ακολουθεί λαμπαδηδρομία από το Χαϊδάρι μέχρι την Καισαριανή, όπου την επόμενη μέρα γίνεται εκδήλωση μνήμης στον χώρο εκτέλεσης των αγωνιστών, στον μαντρότοιχο του Σκοπευτηρίου.
Η υπόλοιπη έκταση των 500 στρεμμάτων είναι σήμερα περιτοιχισμένη και ταυτίζεται με τον χώρο που οργάνωσαν ως στρατόπεδο συγκέντρωσης οι κατακτητές. Αυτή η έκταση, που είναι ιστορικός τόπος, παρεμβάλλεται ανάμεσα στον ορεινό όγκο και τον οικιστικό ιστό των δήμων Περιστερίου, Χαϊδαρίου και Πετρούπολης. Ταυτόχρονα όμως, αυτή η έκταση είναι πευκόφυτη και δασική. Μέσα σε αυτή βρίσκεται και το Μπλοκ 15, που έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι από άποψη πολιτική, νομική, κοινωνική, ιστορική και περιβαλλοντική είναι απαράδεκτη κάθε σκέψη για οικοδόμηση και γενικότερα κάθε επέμβαση που καταστρέφει το δασικό πράσινο, αλλοιώνει και υποβαθμίζει τη φυσιογνωμία του τοπίου και προσβάλλει τον ιστορικό του χαρακτήρα.
Όποτε έγινε απόπειρα οικοδόμησης της έκτασης στο παρελθόν, τα σχέδια αυτά ματαιώθηκαν έπειτα από την άμεση και δυναμική παρέμβαση όλων των δήμων της Δυτικής Αθήνας. Συγκεκριμένα: To 1991-92 έγινε απόπειρα οικοδόμησης της έκτασης με το σύστημα των κτηματικών ομολόγων, που αποκρούστηκε με την κινητοποίηση του Δήμου Χαϊδαρίου και του Αναπτυξιακού Συνδέσμου Δυτικής Αθήνας (ΑΣΔΑ).
To 1999 με την ψήφιση του Νόμου 2745/99 διαμορφώθηκε μια νέα απειλή για το στρατόπεδο. Έπειτα από πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις του Δήμου Χαϊδαρίου και την ανταπόκριση και τη συμμετοχή των γειτονικών δήμων και όλων των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΚΕΔΚΕ, ΤΕΔΚΝΑ, ΑΣΔΑ) η τροπολογία που είχε κατατεθεί από τον Δήμο Χαϊδαρίου αλλά και τους γειτονικούς δήμους έγινε δεκτή και η διάταξη που προϋποθέτει τη συναίνεση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συμπεριλήφθηκε στο άρθρο 3 του Νόμου 2745 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 22419991027 της 27/10/99.
Τον Νοέμβριο του 2004 ένας νέος κίνδυνος εμφανίστηκε, με τη μορφή των σχεδίων ανέγερσης εργατικών πολυκατοικιών, όπως ανακοίνωσαν σε κοινή συνέντευξη οι τότε υπουργοί Εθνικής Άμυνας και Απασχόλησης. Και πάλι η ομόφωνη αντίθεση του Δήμου Χαϊδαρίου καθώς επίσης των γειτονικών δήμων και του ΑΣΔΑ, που εκφράστηκε με έντονες παρεμβάσεις και μεγάλη κινητοποίηση των κατοίκων του Χαϊδαρίου στις 22 Νοεμβρίου, οδήγησε στην απόσυρση των σχεδίων τσιμεντοποίησης. ο 2005 το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προχώρησε στη μετεγκατάσταση των στρατοπέδων εκπαίδευσης ΚΕΒΟΠ και ΚΕΔΒ σε στρατόπεδα εκτός Αθηνών. Έπειτα και από αυτό, η στιγμή είναι πλέον ώριμη για να ικανοποιηθεί το κορυφαίο αίτημα ολόκληρης της περιοχής για απόδοση της έκτασης των στρατοπέδων στον λαό της Δυτικής Αθήνας χωρίς καμιά νέα οικοδόμηση. Για την ευρύτερη προβολή της ιστορίας του στρατοπέδου Χαϊδαρίου και του αιτήματος για την κήρυξή του σε ιστορικό τόπο, ο Δήμος Χαϊδαρίου έχει έρθει σε επαφή με το Πανευρωπαϊκό Δίκτυο Στρατοπέδων Συγκέντρωσης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ένταξη του Χαϊδαρίου στο Δίκτυο αυτό θα ενδυναμώσει ακόμη περισσότερο τον αγώνα για την προστασία και την ανάδειξη της ιστορίας του στρατοπέδου Χαϊδαρίου.
Πλάι στο στρατόπεδο έχει δημιουργηθεί η συνοικία του Δάσους. Επίκεντρο της συνοικίας είναι η οδός Γ. Παπανδρέου και ειδικότερα η συμβολή της με την πεζοδρομημένη οδό Ηρώων Πολυτεχνείου, που έχει αναδειχθεί σε υπερτοπικό πόλο αναψυχής. Περιμετρικά του χώρου των στρατοπέδων έχουν χωροθετηθεί σημαντικές για την πόλη και τη συνοικία του Δάσους λειτουργίες, όπως το Αθλητικό Κέντρο, με στίβο, γήπεδο ποδοσφαίρου, κλειστό γυμναστήριο, γήπεδα αθλοπαιδιών, και το Πάρκο Νεολαίας, στο οποίο βρίσκεται το Δημοτικό Αναψυκτήριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: