ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΕΝΕΑΣ 1903-1984
Και οι πέτρες μαύρισαν από την φωτιά, μου έλεγε ο πατέρας μου, περιγράφοντάς μου το ολοκαύτωμα του Αετού.
Ο Πανάγος, ο έμπορος, έτσι τον θυμόντουσαν οι παλιοί συγχωριανοί του, είχε κλείσει το μεγάλο εμπορικό του, στην Αθήνα στου Ζωγράφου και είχε μεταφέρει την επιχείρησή του στο χωριό, στον Αετό, για να τη σώσει από τους Γερμανούς.
Αλλά η μοίρα του ήταν αλλιώς γραμμένη.
Οι Γερμανοί τον βρήκαν εκεί που δεν το περίμενε, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στον Αετό.
Γαμώ την τύχη μου… Τον είχα πιάσει επανειλημμένως να μονολογεί!
Μια απερίσκεπτη ενέργεια των ανταρτών έφερε την καταστροφή.
Τα αντίποινα των Γερμανών ήταν… παντού φωτιά!!!
Δεν έμεινε τίποτα!
Τα όνειρα γκρεμίστηκαν!
Ο έμπορος, με μια κουβέρτα στον ώμο, (το μόνο πράγμα που του έδωσαν οι συγχωριανοί του) όπως μου περιέγραφε, γυρίζει με τα πόδια στην Αθήνα.
Αυτός και ο Θεός από ψηλά!
Αγωνίζεται να ορθοποδήσει και ποτέ μα ποτέ δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω.
Η μόνη του επίσκεψη, μια διανυκτέρευση αρχές δεκαετίας του ’80, για να μας δείξει το καμένο σπίτι του, το χωράφι στην πλαγιά, την αμυγδαλιά…
Επισκέπτομαι κάθε χρόνο τον Αετό, αλλά αισθάνομαι άβολα, αισθάνομαι ξένος, είναι χαραγμένα στη μνήμη μου τα λόγια του πατέρα μου…
Κάηκαν όλα…
Δεν με βοήθησε κανένας…
Έφυγα με μια κουβέρτα στον ώμο…
Γαμώ την τύχη μου… γαμώ!
Έφυγε ξεχασμένος από τους συγχωριανούς του και την πολιτεία, δίνοντας τον αγώνα για τον επιούσιο μέχρι την τελευταία στιγμή, με ένα παράπονο, ένα αναπάντητο γιατί…
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει!!!
Ο Πανάγος, ο έμπορος, έτσι τον θυμόντουσαν οι παλιοί συγχωριανοί του, είχε κλείσει το μεγάλο εμπορικό του, στην Αθήνα στου Ζωγράφου και είχε μεταφέρει την επιχείρησή του στο χωριό, στον Αετό, για να τη σώσει από τους Γερμανούς.
Αλλά η μοίρα του ήταν αλλιώς γραμμένη.
Οι Γερμανοί τον βρήκαν εκεί που δεν το περίμενε, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στον Αετό.
Γαμώ την τύχη μου… Τον είχα πιάσει επανειλημμένως να μονολογεί!
Μια απερίσκεπτη ενέργεια των ανταρτών έφερε την καταστροφή.
Τα αντίποινα των Γερμανών ήταν… παντού φωτιά!!!
Δεν έμεινε τίποτα!
Τα όνειρα γκρεμίστηκαν!
Ο έμπορος, με μια κουβέρτα στον ώμο, (το μόνο πράγμα που του έδωσαν οι συγχωριανοί του) όπως μου περιέγραφε, γυρίζει με τα πόδια στην Αθήνα.
Αυτός και ο Θεός από ψηλά!
Αγωνίζεται να ορθοποδήσει και ποτέ μα ποτέ δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω.
Η μόνη του επίσκεψη, μια διανυκτέρευση αρχές δεκαετίας του ’80, για να μας δείξει το καμένο σπίτι του, το χωράφι στην πλαγιά, την αμυγδαλιά…
Επισκέπτομαι κάθε χρόνο τον Αετό, αλλά αισθάνομαι άβολα, αισθάνομαι ξένος, είναι χαραγμένα στη μνήμη μου τα λόγια του πατέρα μου…
Κάηκαν όλα…
Δεν με βοήθησε κανένας…
Έφυγα με μια κουβέρτα στον ώμο…
Γαμώ την τύχη μου… γαμώ!
Έφυγε ξεχασμένος από τους συγχωριανούς του και την πολιτεία, δίνοντας τον αγώνα για τον επιούσιο μέχρι την τελευταία στιγμή, με ένα παράπονο, ένα αναπάντητο γιατί…
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου