Όποιου η μοίρα του έλαχε να ζήσει σε εποχές άραχνες και μαύρες, όπου η φρίκη με τη συμφορά βάδιζαν αντάμα, σκορπώντας τον τρόμο, που η ζωή και ο θάνατος πήγαιναν δίπλα-δίπλα, και που ο άνθρωπος και η αξιοπρέπειά του είχαν την πιο μικρή αξία... αυτός, και μόνο αυτός, έχει χαραγμένες βαθιά μέσα στο μυαλό του με χρώματα ανεξίτηλα, τραγικές και εφιαλτικές εικόνες φρίκης και καταστροφής. Όποιος δεν είδε με τα ίδια του τα μάτια, όπως εγώ και όλη η οικογένειά μου, το τραγικό ολοκαύτωμα του χωριού μου, δεν ένοιωσε τον εφιαλτικό συριγμό των οβίδων πάνω από το κεφάλι του -με τις οποίες ο βάρβαρος κατακτητής προσπαθούσε να δημιουργήσει πυρά φραγμού για να εγκλωβίσει τους κατοίκους μέσα στο χωριό και να τους αποδεκατίσει- δεν θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει με ακρίβεια την τραγική εικόνα που παρουσίαζε ο άλλοτε όμορφος Αετός το μαύρο εκείνο πρωινό του Σαββάτου της 11ης Σεπτέμβρη το 1943.
Κανένας ζωγράφος δεν θα μπορούσε να ζωγραφίσει την φρικιαστική και αλλόκοτη εκείνη πανοραμική ζωγραφιά της φωτιάς, όμοια και χειρότερη από εκείνη της ταινίας "Η Σμύρνη στις φλόγες".
Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά.
Πριν όμως, χάριν της ιστορίας, θα πρέπει να δούμε γιατί και πώς ένας παρανοϊκός και μανιακός δικτάτορας κατόρθωσε να αναλάβει την ηγεσία μιας χώρας και να την οδηγήσει στην καταστροφή. Πρέπει να δούμε γιατί ο διεστραμμένος αυτός εγκέφαλος μπόρεσε να δημιουργήσει μια πολεμική μηχανή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει ο μέχρι τότε κόσμος της Ευρώπης.
Εγώ πρώτα πιστεύω πως ήταν ένας φοβερός δημαγωγός και λαοπλάνος. Κατόρθωσε να παρακάμψει όλα τα εμπόδια για την καγκελαρία. Είχε άριστο δίκτυο προπαγανδιστών, πανεπιστημιακούς στο είδος τους. Πρυτάνεις στην ειδικότητα της παραπληροφόρησης.
Διέθετε φοβερό ταμπεραμέντο στην εκφραστική δύναμη της ομιλίας του που έκανε τα πλήθη να παραληρούν και να συνεπαίρνονται, χωρίς να γνωρίζουν απόλυτα τις δόλιες προθέσεις του.
Με αιχμή του δόρατος τους Εβραίους -το όνομα των οποίων ποτέ δεν είχε αναφέρει αλλά έλεγε: "ο διεθνής ιουδαϊσμός"- και τους κομμουνιστές τους οποίους θανάσιμα μισούσε, κατόρθωσε να ξεγελάσει τα πλήθη. Λαοπλάνος και δημαγωγός καθώς ήταν, έπεισε τη νεολαία που διψούσε για δράση να τον ακολουθήσει.
Έφτιαξε τάγματα θανάτου και τάγματα εφόδου από αφιονισμένους νεολαίους, έκανε δολιοφθορές στην ίδια του τη χώρα, πυρπόλησε ολόκληρα τετράγωνα, ακόμα και την Καγκελαρία στο Βερολίνο και διέδωσε πως για όλα αυτά έφταιγαν οι Εβραίοι και οι Κομμουνιστές. Οι ανεύθυνοι, ήταν υπεύθυνοι για όλα αυτά τα τερατουργήματα του μανιακού εγκέφαλου. Και ενώ τα γεγονότα εξελίσσοντο σε μια καταστροφική πορεία με απρόβλεπτες συνέπειες, η Ευρώπη βρισκόταν σε λήθαργο. Αλήθεια πού ήταν; Αποκοιμήθηκε; τη νάρκωσε; Πού ήταν οι πράκτορές της; πού ήταν οι διπλωμάτες της; πού ήταν οι δυνάμεις της; γιατί αδράνησαν; Δεν μπόρεσε να ξυπνήσει από το αφιόνι; Όλους τους πότισε; Έτσι φαίνεται! Και κατόρθωσε αυτός ο αιμοχαρής και δολοπλόκος ανθρωπάκος να γίνει σφαγέας και να δολοφονήσει μια ολόκληρη Ήπειρο. Να κατακρεουργήσει ότι στεκόταν εμπόδιο στα παρανοϊκά του σχέδια. Δεν τον ενδιέφερε ο κόσμος. Όλοι οι άλλοι, πλην της Γερμανικής φυλής ήταν αναλώσιμοι. Πίστευε στο Γ' Ράιχ. Ήθελε να δημιουργήσει την Αρεία φυλή. Κατά την γνώμη του εξελικτική και μοναδική μορφή του Ανθρώπου. Αυτός ήταν!
Και αιματοκύλησε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτοκρατορίες ολόκληρες με δύναμη, πλούτο και ιστορία κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι, στο πέρασμα των χιτλερικών μηχανών του θανάτου.
Θα σταματήσω εδώ. Σκοπός μου δεν είναι ν’ ανακεφαλαιώσω τις φρικαλεότητες και τις ωμότητες που διέπραξαν οι Γερμανοί ναζιστές στη Γερασμένη Ευρώπη.
Ούτε θα αναφερθώ στην ζωή των Ελλήνων στα μαύρα χρόνια της κατοχής. Δεν θα προσπαθήσω να γράψω μια ιστορία -μυθιστόρημα- με ευφυολογήματα και ψεύτικα μεγάλα λόγια που να μοιάζει με φκιασιδωμένη πόρνη.
Όλα αυτά που θα διηγηθώ είναι μια αληθινή πραγματικότητα -πέρα ως πέρα- που γράφτηκε στο μυαλό ενός παιδιού σαν ταινία κινηματογράφου με εικόνα και ήχο.
Ούτε μια λέξη ψεύτικη. Θα είναι η αληθινή πραγματικότητα φωτοτυπημένη στο χαρτί. Όλη η Αλήθεια! Όλη η μαύρη αλήθεια εκείνης της εποχής, που ευχή όλων μας θα πρέπει να είναι: Ποτέ πια!
Δεν διεκδικώ την μοναδικότητα των τραγικών εικόνων.
Διεκδικώ όμως τη φοβερή ανάμνηση της συνύπαρξης για μια ολόκληρη ημέρα με τον πιο βδελυρό εχθρό της πατρίδος μου, και διεκδικώ επίσης το θλιβερό προνόμιο να είμαι αυτόπτης μάρτυρας των πιο τραγικών γεγονότων και αναμνήσεων που έχω ζήσει στη ζωή μου. Δικαιούμαι λοιπόν να λέω με σπαραγμό ψυχής:
"Ήμουν και εγώ αυτόπτης μάρτυρας της μεγάλης συμφοράς".
Εδώ θα μιλήσω για το ολοκαύτωμα του χωριού μου, που το έζησα ζωντανά. Θα αναφερθώ σε εμπειρίες φρίκης και ολικής καταστροφής. Αυτά θα τα γράψω με λεπτομέρειες γιατί τα έζησα ζωντανά. Ήμουν μέσα στα γεγονότα. Ένα παιδί τότε! Ηλικία; 7 ετών.
Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 1943. Το μάζεμα των τσαπελόσυκων είχε προ πολλού αρχίσει και τα σταφύλια, όλων των ειδών, φιλέρια, μοσχοφίλερα, ασπρούδες, κοκκινέλια, μαυρούδες, κολινιάτικα, ροδίτες και άλλες ποικιλίες είχαν ωριμάσει για τα καλά και έπρεπε σιγά - σιγά να μαζευτούν. Εκείνη την ημέρα -οι συγχωρεμένοι οι γονείς μου- σηκώθηκαν βαθιά χαράματα. Με φωνές και πολύ θόρυβο άρχισαν να ετοιμάζουν και να φορτώνουν στα δυο μας τα ζώα -το μουλάρι και τον Ψαρή- διάφορα χρειαζούμενα πράγματα για τον τρύγο και τα σύκα.
Στο μουλάρι, το πιο δυνατό, φόρτωσαν την "Τσιφυλιά" -ένα ξύλινο μηχανισμό που έστυβαν τα τσίπουρα- ότι έμενε από το πάτημα των σταφυλιών. Ρούχα πολλά για να σκεπαζόμαστε τα βράδια.
Σταφιδόπανα, που τα ρίχναμε πάνω από τα σκεπάσματα για την υγρασία. Φόρτωσε ακόμη, βαρελίτσες, κοφίνια μικρά και μεγάλα, πουργίτσες -μικρά καλάθια- που φορτώνονταν στο σαμάρι του ζώου και γεμάτα σταφύλια ξεφορτώνονται στο λινό -πατητήρι- για να πατηθούν τα σταφύλια και να βγει ο μούστος.
Στον Ψαρή, δεξιά και αριστερά, απίθωσε ο πατέρας μου τα δυό μεγάλα λεβέτια -χάλκινα καζάνια- το ένα προίκα της μάνας μου και το άλλο της γιαγιάς μου της Ρουμπίνης -Θεός σχωρέσ’ τες- φρεσκοαγανωμένα και γερά δεμένα με δικτυωτό πλέγμα σχοινιών - ευρεσιτεχνία του πατέρα μου.
Στα πισινά κολιτσάκια των σαμαριών (κολιτσάκι = σιδερένιο εξάρτημα σε σχήμα V, στερεωμένο στο σαμάρι εμπρός-πίσω) δεμένες οι γίδες, μια στο ένα και μια στο άλλο ζώο.
Η οικογένεια ήταν όλη στο πόδι έτοιμη για αναχώρηση. Εμείς τα παιδιά αγουροξυπνημένα και ξυπόλητα περιμέναμε το σύνθημα. Κάποτε άνοιξε η μεγάλη μαύρη τετράφυλλη εξώπορτα της αυλής με τα διχαλωτά σιδερένια μάνταλα στα αντικρινά φύλλα. Και η πομπή ξεκίνησε. Πηγαίναμε στο Στουρνάρι (τοπωνύμιο) που ήταν το αμπέλι και οι συκιές. Εκεί υπήρχε εξώσπιτο με πάτωμα για τους ανθρώπους και υπόγειο για τα πρόβατα. Υπάρχει και πηγάδι με γάργαρο, καθαρό και κρουσταλλένιο νερό. Από εκεί παίρναμε και πίναμε. Υπήρχε -δεν υπάρχει τώρα- και ένας μεγάλος όγκος από φραγκοσυκιές με νόστιμα φραγκόσυκα.
Και η πομπή των μαρτύρων του ολοκαυτώματος πέρασε την αυλόπορτα. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας μου τραβώντας το μουλάρι, πίσω δεμένος στα κολιτσάκια ο Ψαρής με τα δύο καζάνια στη ράχη του. Εγώ, η αδελφή μου η Ρουμπίνη και ο αδελφός μου ο Σπύρος ακολουθούσαμε με τα πόδια. Από κοντά η μάνα μου με τη νάκα στον ώμο έχοντας μέσα τον μερικών μηνών αδελφό μου Λευτέρη. Νάκα = δερμάτινος σάκος σαν μάρσιπος που έβαζαν μέσα τα μωρά και τον κρεμούσαν στον ώμο.
Στρίβοντας δεξιά στο στενό δρομάκι κάτω από το μπαλκόνι μας υπήρχε μια τεράστια πέτρα, που για να περάσει το ζώο έπρεπε να λυγίσει το σώμα του σε σίγμα τελικό για να αποφύγει το χτύπημα των ποδιών του στη ριζιμιά.
Εκεί λοιπόν, σ’ εκείνο το στενό πέρασμα, άλογο, μουλάρι και γίδες έγιναν ένα μάτσο. Οι γίδες πέρασαν μπροστά από τα ζώα, τραβούσαν γερά για να φύγουν μπροστά με τεράστια δύναμη, γύρισαν τα καπούλια των ζώων και ο Ψαρής κοίταζε το μουλάρι με απορία. Αν μπορούσαν να γελάσουν θα είχαν ξελιγωθεί στα γέλια. Αφού έγινε ο πανικός, κάποια στιγμή τα πράγματα ξεμπλέχτηκαν και η πομπή ξαναπήρε το δρόμο για τον προορισμό της. Το χωράφι με το αμπέλι και τις συκιές.
- Ελάτε να σας βάλω μέσα στα καζάνια (λεβέτια), λέει ο πατέρας μου στη Ρουμπίνη 4ων χρόνων τότε και στον Σπύρο τριών χρόνων. Τα αρπάζει από τις μασχάλες και σαν γατιά τα ρίχνει μέσα στα καζάνια αριστερά και δεξιά. Άχνα δεν έβγαλαν.
- Καθίστε κάτω και μην κουνιόσαστε πολύ, τους είπε.
Εγώ σαν μεγαλύτερος τραβούσα από το καπίστρι τον Ψαρή και ακολουθούσε ο πατέρας μου με το μουλάρι που ήταν βαρυφορτωμένο. Διασχίζοντας όλο το στενό δρόμο από το σπίτι μας προς την αγορά, φτάσαμε στα Δημόσια ουρητήρια που ήταν απέναντι από τις μυγδαλιές του μπάρμπα-Νικόλα του Χριστόπουλου, 50 περίπου μέτρα από το γεφυράκι του κεντρικού δρόμου, κάτω από το οποίο πέρναγε το χειμώνα το νερό του χειμάρρου. Εκεί η πομπή μεγάλωσε γιατί προστέθηκε και η οικογένεια του θείου μου του Πανάγου του Γκότση και της θειάς μου της Βασίλως (Βασιλική), Θεός σχωρέσ’ τους, γονείς του Λάκη, Ολυμπίας, Σοφίας και Ορέστη Γκότση.
Η θεία μου η Βασιλική (Βασίλω) νιόπαντρη τότε, είχε πάρει προίκα το σπίτι που ήταν ακριβώς εκεί που είναι σήμερα η πέτρινη περίφραξη. Στο μπαλκονάκι που ήταν προς το μέρος του δρόμου σε ύψος 2 περίπου μέτρα, στεκόταν η θεία μου και περίμενε.
- Κατέβα Βασίλω! της φώναξε η μάνα μου...
Θα έρχονταν να μας βοηθήσουν στον τρύγο. Κι έτσι γίναμε περισσότεροι.
Βγαίνοντας στον κεντρικό λιθόστρωτο δρόμο κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε. Από το σπίτι του Γιώργη Καζάντζα (Μητράκου), του Ηλία Ρέμπελου, του Παναγιώτη Θεοδωρόπουλου (Χάρδα) το καφενείο, εκεί που είναι τώρα το σπίτι του Παναγιώτη Φρεντζά, τις ακακίες του Παντελή Πετρόπουλου, μέχρι του Γεωργακόπουλου του Σωτήρη το σπίτι και σ’ όλο το μήκος του δρόμου υπήρχαν αντάρτες.
Άλλοι με μικρά και άλλοι με μακριά μαύρα γένια, άλλοι με μαύρους μπερέδες και άλλοι με στρατιωτικά δίκοχα, άλλοι με τραγιάσκες και άλλοι ξεσκούφωτοι.
Τα όπλα τους τοποθετημένα στις μουριές του Θεοδωρόπουλου, έξω από το καφενείο, στις ακακίες έξω από το καφενείο του Παντελή Πετρόπουλου και σ’ όλο το μήκος του δρόμου, παντού όπλα, όπλα χιαστί και με τις κάνες να κοιτούν τον ουρανό. Μια ατμόσφαιρα χαράς μέσα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, που όμως έμελλε την άλλη μέρα να γίνει εφιάλτης.
Οι αντάρτες καθισμένοι, άλλοι στις καρέκλες έξω από τα καφενεία έπιναν διάφορα ποτά και καφέ, άλλοι ψώνιζαν τσιγάρα από το περίπτερο του (Ζάρα) Φωτόπουλου που ήταν στο στενό πέρασμα ανάμεσα Ντεμίρη και Φρεντζά -δεν υπάρχει πια ούτε πέρασμα ούτε περίπτερο- άλλοι βολτάριζαν ή αστειεύονταν μεταξύ τους. Θα πρέπει να ήταν πάρα πολλοί.
Στην παρέα μας προστέθηκαν και άλλοι συγχωριανοί που πήγαιναν και αυτοί για τις ίδιες δουλειές.
Φθάνοντας μπροστά από το καφενείο της γιαγιάς μου της Ντεμίραινας, μάνας της μάνας μου, ο πατέρας μου σταματάει και άρχισε να χαιρετά κάποιους γνωστούς αντάρτες. Τον μόνο που γνώρισα ήταν ο Πανάγος ο Καζάντζας, από τους πρώτους αντάρτες που βγήκαν στο βουνό για αντίσταση κατά του εχθρού. Τον είχε βαφτίσει ο πατέρας μου με τον παππού μου το Σπύρο, και γι’ αυτό τον φώναζε "νονό".
Αφού τελείωσε τις χαιρετούρες μου λέει:
- Έλα να σε βάλω να καβαλήσεις στο σαμάρι να φύγουμε γιατί αργήσαμε.
Με αρπάζει σαν σάκο και με βάζει καβάλα αντρικά στον Ψαρή. Εκείνος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε καβάλα γυναικεία στο μουλάρι. Και η μάνα μου, ντυμένη στα μαύρα -είχε πεθάνει ο παππούς μου ανήμερα της σύλληψης και της εκτέλεσης του Νικολή Λόντου- ακολουθούσε με αργό βήμα πάντα φορτωμένη στον ώμο την -ΝΑΚΑ- με το μικρό μου αδελφάκι το Λευτέρη, παιδί μερικών μηνών.
Καθώς βαδίζαμε στο λιθόστρωτο κομμάτι της αγοράς, συναντούσαμε συνεχώς αντάρτες ανακατεμένους με χωριάτες οι οποίοι σαν κι εμάς πήγαιναν στις δουλειές τους.
Όσο προχωρούσαμε, ένας χείμαρρος από άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ζώα διαφόρων ειδών κατέβαινε. Τα παιδιά ξυπόλητα έτρεχαν μπροστά από τα ζώα, σταματούσαν και ξανά προσπερνούσαν δείχνοντας τις μεγάλες αντοχές τους, παρά τα λιπόσαρκα από την ασιτία σωματάκια τους.
Όταν φθάσαμε στο γεφυράκι -πιο κάτω από την βρυσούλα- το ανθρώπινο ποτάμι άρχισε να διαχωρίζεται.
Άλλοι προχωρούσαν ευθεία, άλλοι έστριβαν αριστερά προς τον δρόμο που πηγαίνει για το Κοπανάκι και άλλοι μαζί με μας παίρναμε τον παράδρομο προς τ’ αριστερά και από κει περνώντας από τα αλώνια της Πηλαλίστρας (ονομασία περιοχής) που ήταν ακόμη γεμάτα με άχυρο, από τα αλωνισμένα με άλογα σιτάρια, φθάσαμε στο Γρέκι.
Μάνι-μάνι ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, πηδάει από το μουλάρι, τρέχει με τη βαρελίτσα στο πηγάδι και με τον κάδο που μόνιμα ήταν δεμένος με σχοινί, τον βουτάει με μια καταπληκτική ευκολία, τον γεμίζει παγωμένο νερό, γεμίζει την βαρελίτσα και φωνάζει:
- Αντέστε! πάμε γιατί αργήσαμε πολύ.
Η απόσταση από το σπιτάκι μας μέχρι την επάνω νότια πλευρά του αμπελιού θα πρέπει να είναι περίπου 150-180 μέτρα. Τα πρώτα 50-60 περίπου μέτρα από το σπιτάκι προς το αμπέλι ήταν εύκολα στο περπάτημα.
Δηλαδή, τα φορτωμένα ζώα, όσο και μεγάλο όγκο να είχε το φορτίο τους, δεν συναντούσαν κανένα εμπόδιο.
Προχωρώντας όμως προς τους πρόποδες του λόφου, ο δρόμος βυθιζόταν και γινόταν ένα πάρα πολύ στενό πέρασμα, ένα είδος μιας μικρής χαραδρούλας, σε σχήμα τραπεζίου με τη μικρή βάση του περίπου 50-70 εκατοστά το ύψος του σε πολλά σημεία να ξεπερνά το 1,5-2 μέτρα και την επάνω βάση -νοητή μεγάλη πλευρά του τραπεζίου- 4-5 μέτρα. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το στενό πέρασμα μήκους περίπου 30-50 μέτρα, καθώς και στην υπερυψωμένη στα δεξιά πλευρά (εκεί που είναι τώρα το ελικοδρόμιο), υψωνόταν λόφος που δέσποζε όλης της γύρω περιοχής, διαδραματίστηκαν τραγικά γεγονότα.
Μέσα σ’ αυτό το στενό πέρασμα, ζήσαμε εφιαλτικές στιγμές, που έμοιαζαν με ολόκληρες ώρες αγωνίας και φόβου.
Και είμαστε όλοι εκεί: Η μάνα μου, που πάντα κρατούσε το μικρό Λευτέρη στην αγκαλιά της, εγώ, η Ρουμπίνη και ο τρίχρονος Σπύρος.
Αναφέρω λεπτομερειακά την τοπογραφία της περιοχής για να τη γνωρίσουν νοερά οι μικρότεροι και να την ξαναφέρουν στη μνήμη τους οι μεγάλοι που είχαν από εκεί πέρασμα.
Η μη παράλληλη πλευρά του τραπεζίου προς την πλευρά του Αετού, είχε μια κλίση 45 περίπου μοιρών και σε όλο το μήκος της κορυφής της είχε θάμνους από ρείκια, ασφάκες, θυμάρια, αφάνες. Δύσκολα περνούσε από κείνο το στενό πέρασμα ζώο φορτωμένο με ογκώδες φορτίο. Θα χτυπούσε οπωσδήποτε στα τοιχώματα.
Ας είναι... ο ήλιος ήταν ψηλά όταν φθάσαμε στο πάνω μέρος του αμπελιού που ήταν ο λινός (πατητήρι).
Ο δρόμος πάνω από το αμπέλι μας συνέχιζε για άλλους προορισμούς. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα -λεβέτια- τσιφιλιά, καλάθια, μικρά και μεγάλα, και ότι άλλο είχε φορτωθεί στα ζώα.
Εμείς τα παιδιά γρήγορα αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα στα κλήματα του αμπελιού τσιμπολογώντας τις πιο γινωμένες ρόγες των σταφυλιών. Η μάνα μου κρέμασε τη ΝΑΚΑ με το μωρό σ’ ένα κλαρί του δέντρου, πήρε τις γίδες και τις έδεσε στα όχτια του δρόμου που είχαν φρέσκο και τρυφερό πουρνάρι.
Τα μεγάλα ζώα τα πήρε ο πατέρας μου και τα έδεσε στα χέρσα χωράφια. Όμως ξεχάσαμε μια γιαγιά: τη γιαγιά Ρουμπίνη που είχε έρθει στο αμπέλι μια εβδομάδα νωρίτερα.
Αυτή η χρονική περίοδος ήταν καταλυτική, γιατί όπως θα δούμε πιο κάτω έπαιξε σημαντικό ρόλο για τη ζωή όλων μας.
Γύρισε ο πατέρας από τα ζώα, τέλειωσε η μητέρα με τις γίδες, βύζαξε το Λευτέρη και ακούστηκε δυνατή η φωνή του πατέρα μου: -είναι σαν να την ακούω τώρα- "Μητέρααα!!! έλα τώρα σιαπάνου να κολατσίσουμε τίποτα γιατί πήρε μεσημέρι!"
Φώναζε τη γιαγιά Ρουμπίνη, 70 χρονών τότε, που ήταν χωμένη μέσα στα κλήματα και με το χειροκάλαθο μάζευε σταφύλια. Κι αμέσως ακούστηκε η απάντηση:
- Έρχομαι μωρέ παιδάκι μου! έρχομαι!!!
Μια ανθρώπινη γυναικεία σιλουέτα λιπόσαρκη, ορθόστητη, μαυροφορεμένη, με το μπαρέζι το μαύρο τυλιγμένο στο κεφάλι και δεμένο κάτω από το σαγόνι, ξεπρόβαλε στητή και με βήματα αργά και κουρασμένα πάντα κρατώντας το καλάθι στο χέρι, φτάνει στο δέντρο που είχε στρωθεί το τραπέζι... Τι τραπέζι... σταφύλια, τυρί και φρεσκοζυμωμένο σταρένιο ψωμί. Δεν είχαν προφθάσει ακόμα οι κατακτητές ν’ αρχίσουν το πλιάτσικο εκείνο το καλοκαίρι. Ακόμα τα αμπάρια είχαν φρέσκο στάρι. Αλίμονο όμως! γιατί έμελλε κι αυτό να καεί.
Εκείνη την Άνοιξη είχε πεθάνει ο παππούς ο Σπύρος και τόσο η γιαγιά, όσο και η μάνα μου φορούσαν μαύρα μαντήλια.
Μετά από λίγο ήρθε και η θεία μου η Βασιλική (Βασίλω) Γκότση νιόπαντρη τότε με τον θείο μου Πανάγο Γκότση. Κάθισαν κι αυτοί γύρω από την τζιβιέρα που ήταν για τραπέζι και άρχισαν και αυτοί να τσιμπολογάνε από το απέριττο φαγητό μας.
- Άργησες Πανάγο! του είπε ο πατέρας μου. Πρόλαβες πρωί-πρωί να παίξεις καμιά πρέφα; πάντα πειραχτικά.
Ακούω το θείο μου να του λέει ψιθυριστά σαν να μην ήθελε να βγει η φωνή από το στόμα του.
- Άστα Δήμο! έμαθα ότι κάποιος πληροφόρησε τους αντάρτες ότι θα έρθουν Γερμανοί στο χωριό και οι αντάρτες είναι αναστατωμένοι. Αν τους χτυπήσουν αλίμονό μας.
- Αν χτυπήσουν μπατζανάκη κλάψ’ το χωριό, οι Γερμανοί θα το κάψουν.
- Πάψε! μη λες βλακείες, του είπε ο θείος μου και η συζήτηση άρχισε να γίνεται ζωηρή και με διχόγνωμες απόψεις.
Τώρα φώναζαν πολύ δυνατά σαν να ήθελαν ν’ αποτρέψουν τη μεγάλη συμφορά που έμελλε να γίνει. Είχε πια έλθει το απόγευμα όταν την ησυχία και γαλήνη του τόπου διέκοψαν ριπές από αυτόματα όπλα. Σαν να γινόταν μάχη σωστή κροτάλιζαν τα πολυβόλα και ο ήχος τους σκόρπιζε τον πανικό. Τα βόλια που ξέρναγαν από τις κάνες τους, άλλα έφευγαν στον αέρα κι άλλα έβρισκαν ανθρώπινα κορμιά. Αυτό το πανηγύρι της συμφοράς και του θανάτου επί τέλους τελείωσε.
Τώρα, μετά από μερικές ώρες, επρόκειτο ν’ αρχίσει το πανηγύρι της μεγάλης καταστροφής - του ολοκαυτώματος του Αετού.
Τρέχοντας και λαχανιασμένος περνά από το αμπέλι μας ο Σωτήρης ο Γιωργιλάς (Καγιάφας) νεαρός τότε και μετέπειτα αστυνομικός.
- Τι έγινε ρε Σωτήρη; τον ρωτά η μάνα μου.
- Άστα θειά Καλλιόπη, οι αντάρτες χτύπησαν τους Γερμανούς, δεν ξέρω πόσοι σκοτώθηκαν. Το χωριό είναι αναστατωμένο... και τρέχοντας συνέχισε το δρόμο προς τα μελίσσια του Μπέη (Φρεντζά). Στο τέρμα του αμπελιού τον ξανασταματάει ο πατέρας μου με το θείο μου. Ήμουν ψηλά, κοντά στο λινό, δεν άκουγα, παρά μόνο κινήσεις χεριών έβλεπα.
Μετά από λίγο οι δυο άνδρες άφησαν τα καλάθια με τα σταφύλια επί τόπου και ήρθαν ψηλά στο λινό.
- Πανάγο! ακούω τον πατέρα μου να λέει. Πάμε να πάρουμε τα άλογα και να πάμε να βγάλουμε από τα σπίτια ότι μπορούμε γιατί οι Γερμανοί το χωριό θα το κάψουνε!
- Πάψε! μη λες βλακείες. Τι κουταμάρες είναι αυτά που λες... άκου κει θα κάψουν το χωριό!!
Με μάτια και αυτά γουρλωμένα και τεντωμένα, στημένος ανάμεσά τους παρακολουθούσα τη ζωηρή συζήτησή τους και την ασυμφωνία τους ως προς τα μελλούμενα.
- Μπαμπά! θα καεί και το σπίτι μας; μόλις μπόρεσα να ψελλίσω τρομαγμένος και αποχαυνωμένος από τη μακάβρια αυτή συζήτηση.
Δεν απόσωσα το λόγο μου και ο πατέρας μου είχε γίνει καπνός. Πήγε, έφερε τον Ψαρή, τον σαμάρωσε και καβαλώντας τον φώναξε στο θείο:
- Πανάγο! πάρε τον Καρά κι έλα να βγάλεις από το σπίτι όσα πράγματα μπορείς.
Ο θείος μου όμως πήγε δεν πήγε; Όλο το απόγευμα ως αργά το βράδυ ο πατέρας μου έβγαζε από το σπίτι ότι θα χρειαζόταν για να ζήσουμε τις μαύρες μέρες που πίστευε πως θα έρχονταν. Τα τσουβάλιασε στο υπόγειο της βεράντας που δεν είχε καμιά επαφή με το υπόλοιπο σπίτι. Έχτισε την πόρτα ξερολιθιά, έβαλε μπροστά αγκαλιές από ξύλα και πολύ αργά το βράδυ γύρισε στο αμπέλι κατάκοπος και εξουθενωμένος.
- Βασίλω! που είναι ο Πανάγος; τον άκουσα να λέει.
- Δεν τον είδα στο σπίτι... που πήγε;
- Δεν ξέρω Δημοσθένη! μπορεί να πήγε στου Λόπεσι (τοποθεσία) στους Γιωργηλαίους ή τους Μιμηκαίους... είπε. Αλλά ο Ψαρής Δήμο λείπει, μπορεί και να μην τον είδες. Ίσως μπλέχτηκε με τον κόσμο και τους αντάρτες και δεν πρόσεξες.
- Πράγματα έξω από τις αχλαδιές είδες;
Ο πατέρας μου όμως δεν απάντησε. Ίσως να μην άκουσε. Όπως όμως θα πω παρακάτω γύρω-γύρω από τη μεγάλη αχλαδιά υπήρχαν πράγματα. Τα είδα. Μετά την καταστροφή.
Άρχισε πια να νυχτώνει για τα καλά. Η ζέστη της ημέρας παραχωρεί τη θέση της στο αγιάζι της νύχτας που ερχόταν κατά διαστήματα από το Τετράζι απέναντι. Σε λίγο ήρθε και ο θείος μου. Άρχισαν τη συζήτηση χαμηλόφωνα. Τ’ αδέρφια μου Ρουμπίνη, Σπύρος και ο μικρός μπέμπης είχαν σφαλίσει τα μάτια τους και είχαν αφεθεί στην αγκαλιά του Ορφέα. Το ίδιο και η γιαγιά μου. Η μάνα μου, η Βασίλω, ο Πανάγος και ο πατέρας μου ξάγρυπνοι. Κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη με λαμπερά αστέρια και με ολόλαμπρο φεγγάρι. Σωστή νύχτα φθινοπώρου. Μια πραγαλιά είχε απλωθεί σαν πέπλο παγερό. Ίχνος θορύβου δεν ακουγόταν. Τα νυχτοπούλια άλαλα είχαν κουρνιάσει. Ούτε ογκανισμός γαϊδάρου, ούτε βέλασμα προβάτου ακουγόταν. Η φύση ολόκληρη είχε κόψει την ανάσα της σαν να ήθελε κάτι ν’ ακούσει. Η απόλυτη νεκρική σιγή πριν την καταιγίδα.
Ξαφνικά, την ησυχία της νύχτας ταράζει κάποια υπόκωφη βοή. Ένας βαρύς αχός έρχεται κύματα-κύματα από πέρα βαθιά τα απέναντι βουνά που πάνε κατά Μεγαλόπολη μεριά. Η νύχτα προχωρούσε και η βουή όλο και πλησίαζε!
Είχαν ξεκινήσει οι διάβολοι της καταστροφής. Ήταν οι δαίμονες του θανάτου που τρόχιζαν τα δολοφονικά τους όργανα.
Ήταν ο ίδιος ο Αρμαγεδών που καβάλα στο φονικό του άρμα ερχόταν πεισματωμένος βαριά μέσα στη νύχτα για να πάρει εκδίκηση. Ερχόταν με όλα τα σύνεργα της συμφοράς και του ολέθρου για να συναντήσει την κακή μοίρα του όμορφου χωριού μου!
Εγώ καθιστός στα στρωσίδια είχα τεντώσει αυτιά και μάτια για ν’ ακούσω κάθε τι που συζητούσαν και να δω κάθε κίνηση που έκαναν. Και ξαφνικά ακούω τη μάνα μου τη συχωρεμένη να λέει:
- Για σωπάστε! μη μιλάτε καθόλου για ν’ ακούσουμε.
- Τι Καλλιόπη; ρωτάει ο πατέρας μου (Θεός σχωρέσ’ τον).
- Δεν ακούς Δήμο! Τι θόρυβος, τι κρότος είναι αυτός που ακούγεται;
Νεκρική σιγή επικρατούσε εκείνη τη στιγμή. Ούτε την ανάσα μας δεν βγάζαμε.
- Είναι ερπύστριες από άρματα μάχης είπε ο πατέρας μου που γνώριζε από πόλεμο. Κατεβαίνουν οι Γερμανοί, μάλλον από Τρίπολη, αλλά πού πάνε;
- Φεύγουν! λέει ο θείος μου (Θεός σχωρέσ’ τον. Έμαθα ότι οι σύμμαχοι τούς νικούν σχεδόν σ’ όλα τα μέτωπα και ξεκουμπίζονται.
- Πανάγο! έρχονται για τον Αετό. Έρχονται να κάψουν το χωριό και αλίμονο σε όποιους συλλάβουν.
Θα πρέπει να είχαν περάσει τα μεσάνυχτα -ενώ η υπόκωφη βοή ακουγόταν- όταν οι μεγάλοι έπεσαν ξεροί για ύπνο.
Εμένα στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα λόγια του πατέρα μου! "Έρχονται να κάψουν το χωριό" Η μάνα μου καθιστή στο στρωσίδι και ακουμπισμένη στο μαξιλάρι από βρωμίστρα (άχυρο αλωνισμένης βρώμης) είχε πάρει τον μπέμπη στην αγκαλιά της και τον βύζαινε.
Φαρμάκι φαίνεται πως ήταν το γάλα της από την στενοχώρια, γιατί μόλις ο μικρός έπινε μια γουλιά άφηνε τη θηλή και άρχιζε τα κλάματα. Τελικά αποκοιμήθηκε σαν ναρκωμένος και ούτε με τις πρωϊνές κανονιές δεν ξύπνησε.
Το μέρος που είχε προετοιμάσει ο πατέρας μου για να κοιμόμαστε, ήταν μια πραγματική φωλιά. Δίπλα από το δρομάκι που περνούσε πάνω από τη νότια πλευρά του αμπελιού, πάνω από το λινό, προς τη μεριά απέναντι από το χωριό, ήταν μια τεράστια πατουλιά (βατουλιά) σε σχήμα κοιλόκυρτου φακού. Απλωνόταν σε μήκος 10-15 μέτρα και βάθος 5-6 μέτρα, σε σχήμα ημικυκλίου. Αποτελείτο από κάθε είδους της περιοχής θάμνους και δένδρα: σπάρτα, ρείκια, θυμάρια, σχίνα, πουρνάρια μικρά και μεγάλα, αφάνες τεράστιες... μα η βασική της πρασινάδα που την έκανε βαθύπυκνη ήταν το βάτο και το αρκουδόβατο που είχαν αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή της. Στο μπροστινό μέρος, ένα ψηλό δένδρο αγκαλιασμένο σαν αδελφάκι μ’ ένα τεράστιο πουρνάρι, ύψωναν τα κλαδιά τους σαν φυσική σκιά. Τα δίδυμα αυτά δένδρα δεν υπάρχουν σήμερα, κόπηκαν για ξύλα. Η πατουλιά υπάρχει σε μικρότερο μέγεθος. Αυτή λοιπόν η -Πατουλιά του Κουρέα- όπως την έλεγαν- παρωνύμιο κάποιου συγχωριανού μας- μας προφύλασσε και από τη ζέστη και από το αγιάζι. Είχαν περάσει θαρρώ πια τα μεσάνυχτα. Τ’ αστέρια άστραφταν ακόμη στον ουρανό και κάπου-κάπου κυνηγούσε το ένα το άλλο αφήνοντας πίσω τους πύρινες ουρές. Είχε κι ένα φεγγάρι κατακίτρινο και χλωμό, που είχε χάσει τη λαμπράδα του, αποκαμωμένο και ντροπιασμένο γι’ αυτά που έβλεπε να συμβαίνουν στη γη. Πρέπει να είχαμε όλοι αποκοιμηθεί. Σε λίγο άρχισε να χαράζει. Η αυγή με κόπο προσπαθούσε να διώξει τη νύχτα. Οι σιλουέτες των θάμνων, επάνω στο λοφίσκο που ήταν απέναντί μας, μόλις και μετά βίας έδειχναν την ύπαρξή τους. Ένας κότσυφας πετάχτηκε από τα βάτα και χάθηκε στριγκλίζοντας. Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν πίστευα αυτό που είδα:
Η μητέρα μου όρθια πάνω σε μια πλάκα υπερυψωμένη στη μάντρα του χωραφιού, κοιτούσε προς το Δώριο. Πετάχτηκα όρθιος όπως συνήθιζα πάντα και πήγα δίπλα της, αφού πρώτα έριξα στην πλάτη μου τη μπόλκα (σακάκι) που από τα πολλά μπαλώματα δεν διέκρινες ποιο ήταν το δικό του ύφασμα. Η δημοσιά κάτω από τη στροφή στο κλήμα μέχρι το εικονοστάσι, που πηγαίνει ο δρόμος για την Παναγιά τη Φαρμακιώτισσα -μεγάλη η χάρη της- κι ακόμη κάτω μόλις διακρινόταν από την πρωινή πάχνη. Μέσα στο Δώριο τίποτε δεν φαινόταν από την καταχνιά.
Και ξαφνικά, βλέπω τη μάνα μου να τρέχει προς τα στρωσίδια που κοιμόταν η θεία μου, και σιγά-σιγά, για να μην ξυπνήσει και τους άλλους της λέει:
- Σήκω Βασίλω να δεις κάτι, δε βλέπω καλά, έλα γρήγορα!
- Τι είναι μωρή Καλλιόπη; πετάγεται αγουροξυπνημένη η θεία μου.
Όρθιος εγώ κοιτούσα σαν σαστισμένος πότε τη μια και πότε την άλλη.
- Κοίτα μωρή κάτω εκεί στη δημοσιά. Βλέπεις τίποτα;
- Ναι, λέει η θεία μου. Γυναίκες με καλάθια στον ώμο. (Τους ασυρμάτους και τα σακίδια τα πέρασαν για κοφίνια).
- Τις μαυροκουρούνες, πού να πηγαίνουν πρωί-πρωί; λέει η μάνα μου.
- Για τρύγο πάνε Καλλιόπη, της απαντά. Δεν βλέπεις;
Δεν πρόλαβαν ν’ αποσώσουν την κουβέντα τους και κάτω από το δρομάκι στα 70-100 μέτρα ακούγονται Γερμανικές φωνές και συζητήσεις σε έντονο ύφος. Τρέχει η μάνα μου στον πατέρα μου και η θεία μου στον Πανάγο -κοιμόντουσαν ακόμη-.
- Δήμο μου σας πιάσανε!
Αυτή η φράση χαραγμένη ακόμη στο μυαλό μου συνέχεια το πιπιλίζει. Δεν ξεχνιέται με τίποτα. Σαν αιλουροειδή οι δύο άντρες, σαν να ήταν ξυπνητοί και το περίμεναν, αρπάζουν το σακάκι τους και τις τραγιάσκες τους και βαρελάκια που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι φαντάροι, κατρακύλησαν προς το πρανές του χωραφιού και χάθηκαν ανάμεσα στα χαμόκλαδα προς τον Κοπονακαίικο δρόμο. Η γιαγιά η Ρουμπίνη, η αδελφή μου, ο Σπυράκος και ο μπέμπης ακόμη δεν έχουν ξυπνήσει. Είναι ακόμη αμέτοχοι στον εφιάλτη που ζούμε. Οι Γερμανοί έρχονταν σε στρατιωτικό σχηματισμό και με μεγάλη προσοχή. Είχαν πλησιάσει περίπου 30-40 μέτρα όταν μας είδαν όρθιους μπροστά τους σχεδόν.
Φαίνεται πως πανικοβλήθηκαν από το αναπάντεχο συναπάντημα και άρχισαν ν’ αλλάζουν πορεία και να προτείνουν απειλητικά τα όπλα τους φωνάζοντας σχεδόν άγρια μεταξύ τους. Πιο κάτω, για καλή μας τύχη, ένας αξιωματικός τους φώναξε δυνατά και επιτακτικά. Κατέβασαν τα όπλα και μας προσπέρασαν ρίχνοντας λοξές, αγριεμένες και ύπουλες ματιές. Πέρασαν όλοι τους με προτεταμένα τα όπλα και σε σχηματισμό ανίχνευσης. Κοιτούσαν αριστερά-δεξιά ανήσυχοι.
Ίσως πίστευαν πως από στιγμή σε στιγμή θα δεχθούν επίθεση και γι’ αυτό έπαιρναν φοβερή προφύλαξη.
Προχωρώντας σε τρεις παράλληλες σχεδόν γραμμές και σε απόσταση ο ένας απ’ τον άλλο, σύγκλιναν προς το στενό πέρασμα του δρόμου όπου και σταμάτησαν. Είχε πια η μέρα διώξει το σκοτάδι. Είχε χαράξει για τα καλά. Όλα τώρα φαίνονταν σχεδόν καθαρά. Τους βλέπαμε να διασκορπίζονται σε όλη την πλαγιά του λόφου, να τραβούν καλώδια, να στήνουν έναν τεράστιο ασύρματο στην κορυφή που η κεραία του, πανύψηλη, φαινόταν να βεργολυγίζεται από την ελάχιστη πνοή του ανέμου.
Αυτά που διαβάζετε είναι αποτυπωμένα μέσα στο μυαλό μου σαν μια βιντεοταινία έγχρωμη με ήχο και εικόνα, όπως σας προανέφερα, και η οποία μέχρι και που να αφήσω την τελευταία μου πνοή, δεν πρόκειται να σβήσει. Μόλις τώρα δειλά άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες ηλιαχτίδες, που πέφτοντας πάνω στα κράνη των Γερμανών τα έκαναν να γυαλίζουν. Πρώτη σπάει τη σιωπή η μητέρα μου:
- Δόξα σοι ο Θεός Βασίλω μου! ψέλλισε με φωνή που μόλις ακουγόταν.
- Κάποιος άγιος είναι κοντά μας Καλλιόπη και θέλει να μας προστατέψει, απάντησε η θεία μου.
Φαίνεται πως είχαν τελειώσει τις διάφορες προετοιμασίες τους, όταν ξαφνικά προβάλει με σταθερό βήμα, πανύψηλος στα κατάλευκα ντυμένος, σωστός Αρχάγγελος, ένας Γερμανός με πηλίκιο, πιστόλι στη ζώνη, τη γνωστή πουλάδα στο πέτο του πουκαμίσου και μπότες ψηλές και φρεσκογυαλισμένες. Στο αριστερό του χέρι φορούσε μαύρο περιβραχιόνιο, ένδειξη πένθους και πίσω και δίπλα του ένας γερμανός με πεντακάθαρη πρωτόγνωρη στολή, μπότες ψηλές και με το αυτόματο πάντα προτεταμένο. Ο πρώτος φαίνεται πως ήταν ο αξιωματικός της ομάδας. Ακόμη και μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει, ούτε κάποιος απ’ όσους έχω ρωτήσει μου έχει εξηγήσει, γιατί ενώ όλοι οι άλλοι φορούσαν χακί ρούχα, αυτός φορούσε λευκά!
Πλησίασαν και σταμάτησαν κάτω από τα δίδυμα δέντρα με τους γερμένους κορμούς. Σηκώθηκε η μάνα μου, σηκώθηκε η θεία μου. Εγώ τώρα έχω παγώσει από φόβο. Μέχρι τώρα όλα μου φαίνονταν σαν φυσιολογική εξέλιξη μη γνωρίζοντας ούτε υπολογίζοντας τις μετέπειτα συνέπειες.
- Καλημέρα! ψέλλισε σε άπταιστα ελληνικά.
- Καλημέρα, απάντησε η θεία και η μάνα μου.
- Τι κάνετε εδώ; ρώτησε.
- Τρυγάμε, απάντησε η μάνα μου. Φαίνεται όμως πως δεν κατάλαβε γιατί έκανε έναν περίεργο μορφασμό δυσπιστίας.
- Κόβουμε σταφύλια, ξαναείπε η συχωρεμένη, δείχνοντάς του ένα σταφύλι από το καλάθι που ήταν δίπλα και γεμάτο.
- Α! είπε. Κατάλαβα. Πόσες μέρες εδώ;
- Μια βδομάδα, του λέει η μάνα μου και με τα δάχτυλά της δείχνει λέγοντάς του τη φράση: Πέντε μέρες.
- Πέντε μέρες! ψελλίζει. Κατεβαίνει στο λινό και άρχισε να κοιτάζει τις ουρές των σταφυλιών. Δείχνει την ουρά από ένα σταφύλι φρεσκοκομμένο και λέει: Εδώ; λέει.
- Ελάτε μαζί μου, λέει η μάνα μου και τον πηγαίνει στην άκρη του λινού που υπήρχαν τρυγημένα σταφύλια 5-6 ημερών από τη γιαγιά μου.
- Ορίστε, κοιτάτε, του λέει.
Τα κοιτάζει καλά-καλά στις ουρές και λέει:
- Ναι! ναι! Από πού είσθε; -πάντα σε άπταιστα ελληνικά-.
- Από τον Αετό! του απαντά η μητέρα μου.
- Αετό ε! μονολόγησε... Τι μάθατε; έγινε μάχη στον Αετό;
- Ναι, χθες το απόγευμα πέρασε ένα παιδί τρέχοντας και μας είπε πως Ιταλοί με αντάρτες έδωσαν μάχη (το παιδί ήταν ο Σωτήρης ο Καγιάφας - Γεωργιλάς μετέπειτα αστυνομικός).
- Όχι Ιταλοί! Γερμανοί! Εμένα αδελφός μου καπούτ! και δείχνει το μαύρο περιβραχιόνιο δείγμα πένθους στο αριστερό του μανίκι.
Εν τω μεταξύ, έχουν ξυπνήσει και οι υπόλοιποι. Προχωρά προς το μέρος που ήταν μισοξαπλωμένοι και οι άλλοι.
- Μπαμπάς; ρωτάει.
- Δεν έχω, είμαι χήρα! φορούσε όπως και η γιαγιά το μαύρο μπαρέζι από τον πρόσφατο θάνατο του παππού μου.
- Από τι καπούτ; ρωτάει.
- Πνευμονία, του λέει και βάζει το χέρι της στην πλάτη δυο φορές. Φαίνεται πως κατάλαβε.
Στρίβει αριστερά και σε κάποια στιγμή αφού είχε βαδίσει δυο-τρία μέτρα, γυρίζει και λέει στη μάνα μου:
- Ελάτε μαζί μου!!
Το μωρό είχε ξυπνήσει και έκλαιγε. Το αρπάζει στην αγκαλιά, το διπλώνει με μια μάλλινη κουβερτούλα και τον ακολουθεί βγάζοντας ταυτόχρονα την αγωνία του τέλους με τη λέξη: γειά σας!! (Πίστευε πως ερχόταν ο θάνατος).
Πίσω της εγώ, πιο πίσω η Ρουμπίνη και ακόμη πίσω ο Σπύρος. Όλοι ξυπόλητοι. Φτάσαμε στο στενό πέρασμα του δρόμου. Οι Γερμανοί παραμέριζαν δεξιά-αριστερά με διακριτικότητα για να περάσουμε. Ο αξιωματικός συζητώντας με τους στρατιώτες φαίνεται πως μας ξέχασε. Ακίνητοι εμείς ανάμεσά τους περιμέναμε. Ο μικρός Λευτέρης άρχισε να κλαίει και τότε η μάνα μου του λέει:
- Καλέ! το μωρό πάγωσε! και κλαίει!!!
- Ναι! Ναι! λέει. Συγνώμη! και άρχισε να απλώνει στην πλευρά του όχτου του δρόμου προς τον Αετό, έναν τεράστιο χάρτη που τον κρατούσαν δυο Γερμανοί τεντωμένο.
Μ’ ένα δείχτη σαν στρατιωτικό σκήπτρο, άρχισε να ρωτάει τη μάνα μου -με το μωρό στην αγκαλιά, εμένα δίπλα της και πάρα πίσω Ρουμπίνη - Σπύρος.
Σαν ν’ ακούω ακόμη τη φωνή του ήρεμη, ξάστερη και όπως τώρα αξιολογώ με κάποιο βαθύ πόνο.
- Αυτό χωριό;
- Μποντιά! απαντά η συχωρεμένη.
- Αυτό χωριό;
- Μαλίκι!
- Αυτό;
- Βαρυμπόπι.
- Αυτό;
- Σαρακινάδα, του λέει.
Κάθε φορά που άκουγε το όνομα κάτι σημείωνε στο χάρτη.
- Αυτό χωριό; και δείχνει προς τον Αετό.
- Αετός, του λέει.
- Αετός ε! Αετός!... μονολογεί. Αυτό εκκλησία; αυτό εκεί πάνω και δείχνει την εκκλησία του Άι-Λιά.
- Προφήτης Ηλίας! του απαντά.
Επαναλαμβάνει την ίδια απάντηση και σημειώνει στον χάρτη.
- Ευχαριστώ! είπε. Πηγαίνετε τώρα.
Τώρα ο Σπύρος πρώτος, ακολουθεί η Ρουμπίνη, η μάνα μου με το μωρό στην αγκαλιά και πίσω της εγώ. Όταν πλησιάσαμε το τσαρδί μας γυρίζει ο Σπυράκος και λέει:
- Μαμά θέλω νιανιά, πεινούσε πολύ.
- Τώρα θ’ αρμέξουμε τις γίδες και θα φάτε, είπε η μητέρα.
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει το λόγο της και οι οβίδες άρχισαν να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας. Θα πρέπει να έριχναν δυο-τρία πυροβόλα γιατί έσκαγαν σχεδόν συγχρόνως σε δυο-τρία μέρη.
Στην αρχή οι βολές ήταν περιφερειακά, σαν πυρά φραγμού, προσπαθώντας να εμποδίσουν την φυγή των κατοίκων. Μετά άρχισαν να βομβαρδίζουν μέσα στο χωριό. Ο συριγμός των βλημάτων πάνω από τα κεφάλια μας ήταν δαιμονικός.
Τώρα μας έπιασε πανικός! Το μωρό άρχισε να ουρλιάζει. Ο Σπύρος ξέχασε το φαί κι άρχισε να κλαίει το ίδιο και η Ρουμπίνη κι εγώ. Κουλουριασμένοι όλοι μέσα στα στρωσίδια ένα μάτσο άνθρωποι με μηδέν ηθικό.
Φαίνεται πως από μακριά μας είδε που κλαίγαμε ο φύλακας άγγελός μας -διότι σαν τέτοιος αποδείχτηκε- και τροχάδην έρχεται κοντά μας ενώ ο ορυμαγδός των οβίδων συνεχιζόταν. Ρωτάει τη μάνα μου:
- Γιατί κλαίνε τα μωρά;
- Φοβούνται από το μπουμ-μπουμ, ψελλίζει εκείνη.
- Να μη φοβούνται, λέει. Είμαστε εμείς εδώ! και σηκώνει το αριστερό του χέρι και το βάζει στο στήθος του. Εμείς! επαναλαμβάνει και φεύγει.
Άσβηστα ακόμη μένουν τα λόγια και οι εικόνες στο μυαλό μου. Πάλι τώρα τις ξαναζώ.
- Βασίλω! δεν θα μας κάνουν κακό! Αυτός είναι καλός ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ψέλλισε με κόπο η μάνα μου.
- Πρόσεξες Καλλιόπη κάτι; μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά, είπε η θεία μου.
- Αυτό Βασίλω θα μας σώσει... θα έχει σπουδάσει σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο, γι’ αυτό ξέρει τη γλώσσα μας.
Το κλάμα σταμάτησε ως διά μαγείας και μόνο ο μπέμπης μουρμούριζε σαν να διαμαρτυρόταν για φαί. Βγάζει η μάνα μου το βυζί της και βάζει τη θηλή του στο στόμα. Ήπιε μερικές γουλιές και το άφησε κλαίγοντας.
- Τι να πιεί Βασίλω; Φαρμάκι είναι το γάλα μου!
Ο βομβαρδισμός τώρα έχει σταματήσει. Τώρα θα αρχίσει η επόμενη φάση της καταστροφής. Και ξαφνικά, οι πρώτες φλόγες άρχισαν να βγαίνουν σαν πύρινες γλώσσες από τα παράθυρα και τις στέγες των πρώτων σπιτιών, στην άκρη του χωριού. Και μετά και άλλα σπίτια, και άλλα σ’ όλο το μήκος και πλάτος του χωριού. Ολόκληρο το χωριό ήταν λαμπαδιασμένο. Η εικόνα ήταν φρικτή. Ο διάβολος δραπέτευσε από την κόλαση μ’ όλα τα καταστροφικά του σύνεργα και ήρθε να ρημάξει το όμορφο χωριό μου!
Όλοι μας τώρα κλαίγαμε βουβά, γοερά και με αναφιλητά, όχι από φόβο για τη ζωή μας, αλλά γι’ αυτή την καταστροφή που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας.
Όλο το χωριό τώρα ήταν τυλιγμένο σε πυκνούς μαύρους καπνούς και σε πύρινες γλώσσες που συναγωνίζονταν ποιά θ’ ανέβει πιο ψηλά! Τώρα έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο κρατήρα ηφαιστείου που ξέρναγε από τα έγκατά του πύρινη λάβα και πυκνό καπνό.
- Τώρα καίγεται το σπίτι σας Καλλιόπη! είπε η θεία.
- Όρμπος Βασίλω! τίποτα να μη μείνει! μόνο οι άνθρωποι Χριστέ μου να γλιτώσουν, ψέλλισε.
Και η μακάβρια εικόνα της κόλασης συνεχιζόταν όλο και πιο έντονη. Και εμείς βουβοί κι ανήμποροι με μάτια βουρκωμένα παρακολουθούσαμε, σαν σε ταινία, το ολοκαύτωμα του χωριού μας. Την καταστροφή!
Και ξαφνικά, εκεί που πιστεύαμε πως γλιτώσαμε, ένα βλοσυρό ανθρωπάκι με το κράνος να σκεπάζει και τ’ αυτιά του με το αυτόματο προτεταμένο, κατευθύνεται προς εμάς.
- Κάντε το σταυρό σας, λέει η μάνα μου, μέχρι εδώ είμαστε.
Ο Γερμανός μόλις έφτασε μπροστά από όλους μας, προχωράει ακόμη μερικά βήματα και αρχίζει να ρίχνει ριπές πάνω από τα κεφάλια μας μέσα στην Πατουλιά. Τότε αρχίσαμε να φωνάζουμε και να κλαίμε.
Άκουσε τις ριπές ο ΛΕΥΚΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ -εγώ μια ολόκληρη ζωή έτσι τον αποκαλώ- και τροχάδην μαζί με ένα Γερμανό στρατιώτη, πηγαίνει κοντά στο βδελυρό ανθρωπάκι, κάτι του λέει έντονα και αγριεμένα, αυτός του απαντά, του αρπάζει το αυτόματο και άρχισε να τον χτυπά με τον υποκόπανο, πότε να του δίνει κλωτσιές, κάτι λέει στον υπασπιστή του και εκείνος τον βάζει μπροστά σημαδεύοντάς τον με το όπλο.
- Χτυπήθηκε κανείς; ρωτάει πάλι σε άπταιστα ελληνικά.
- Όχι! λέει ξερά η μάνα μου.
- Ο Θεός παιδάκι μου να σ’ έχει καλά! μουρμούρισε η γιαγιά Ρουμπίνη και έσκυψε το κεφάλι κρύβοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα πόδια της.
Όταν το σήκωσε, τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Ήταν δάκρυα ευγνωμοσύνης. Δεν θυμάμαι πότε απόκαναν οι βάρβαροι και σταμάτησαν την καταστροφή. Ούτε πόσες ώρες κράτησε ο χαλασμός. Ολόκληρο το χωριό ήταν μια τεράστια πυρκαγιά. Η ίδια η κόλαση μπροστά στα μάτια μας. Αρχίσαμε να συνηθίζουμε την εικόνα. Οι Γερμανοί, φιλικοί προς εμάς τώρα -μετά το επεισόδιο- έρχονταν στο λινό και τσιμπολογούσαν σταφύλια. Εγώ, θυμάμαι, ξεθάρρεψα και ακολούθησα κάποιον που είχε γεμίσει το κράνος του με σταφύλια πηγαίνοντάς τα στους άλλους.
- Νίκο! ακούω αγριεμένα τη φωνή της μάνας μου.
Σαν να μου ‘λεγε: πού πας βρε παλιόπαιδο;
Ο Γερμανός γύρισε πίσω, χαμογέλασε και προχώρησε. Εγώ από κοντά. Δεν άκουγα κανέναν. Ξυπόλητος πέρασα ανάμεσά τους, βγήκα από το στενό πέρασμα και σταμάτησα. Ένας ήρθε κοντά μου. Άνοιξε μια κονσέρβα, την έκοψε στη μέση και μου έδωσε τη μισή μαζί με ψωμί, χαϊδεύοντας το κεφάλι μου. Υπήρχαν και ΑΝΘΡΩΠΟΙ ανάμεσα στους βαρβάρους. Έφαγα μια μπουκιά και έτρεξα πάλι στη βάση μου.
Και η φωτιά συνέχιζε το καταστροφικό της έργο.
Κάποια στιγμή έρχεται ένας Γερμανός και με ακαταλαβίστικες φράσεις κρατώντας στο χέρι του ένα άδειο παγούρι νερού, μας έδωσε να καταλάβουμε πως ήθελε νερό. Σηκώθηκε η μάνα μου, η θεία μου -που την ακολούθησε- και όλο το τσούρμο πέρασε το στενό μονοπάτι του δρόμου κάνοντας τους Γερμανούς να παραμερίζουν και πήγαμε στο πηγάδι, δίπλα από το σπιτάκι.
Η θεία μου κρατούσε το μωρό και η μάνα μου έβγαζε νερό. Πού να πιούν όμως. Αν δεν πίναμε πρώτα εμείς, σταγόνα δεν έβαζαν στα χείλη τους. Αφού ήπιαν, τους καθάρισε η μάνα μου και φραγκόσυκα -στην αρχή τα έπιαναν με τα χέρια και γέμιζαν αγκάθια-. Ας είναι... μετά από πολλά και διάφορα βρεθήκαμε και πάλι χωμένοι στα στρωσίδια. Η μόνη που δεν κουνήθηκε ρούπι από τη θέση της, ήταν η γιαγιά. Είχε κοκαλώσει κάτω στο στρώμα.
Σε κάποια στιγμή, λέει η θεία μου:
- Καλλιόπη, τον Αξιωματικό με τα λευκά δεν τον ξανάδαμε, τι να ‘γινε;
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και νάτος, ερχόταν μόνος του αυτή τη φορά. Κρατούσε στο χέρι του δυο κονσέρβες και μισή κουραμάνα.
- Πάρτε τα! είπε. Για τα παιδιά, κι έφυγε.
Είχε πάρει πια απόγευμα και ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει προς τη θάλασσα. Μερικές οργιές ήταν ακόμη πάνω από τον ορίζοντα. Και οι Γερμανοί πηγαινοέρχονταν ακόμη και γέμιζαν τα κράνη τους με σταφύλια. Τους είχαμε συνηθίσει πια. Ξεθαρρέψαμε όλοι! Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε κοντά τους. Δεν μας πείραζαν.
Φαίνεται πως είχαν πάρει αυστηρές διαταγές από τον "ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΑ ΛΕΥΚΑ". Πέρασε ακόμη αρκετός χρόνος. Τώρα κόκκινες οι αχτίδες του ήλιου φώτιζαν ροδόχρωμα το λοφίσκο και τα κεφάλια με τα κράνη που γυάλιζαν.
Και η φωτιά συνέχιζε το θλιβερό της καταστροφικό έργο.
Σε λίγο άρχισαν να φεύγουν. Τους βλέπαμε που με γρήγορες κινήσεις μάζευαν τα στημένα πολυβόλα, τους ασυρμάτους με τις πανύψηλες κεραίες, τα απλωμένα καλώδια... Τους βλέπαμε να κατεβαίνουν από τα χωράφια προς το κλήμα (τοποθεσία).
- Δόξα σοι ο Θεός, ξεφώνισε δυνατά η μάνα μου σα να ήθελε ν’ ακουσθεί η φωνή της στη νεκρωμένη από φόβο φύση. Βασίλω γλιτώσαμε! Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του.
- Ας είναι συχωρεμένα τα πεθαμένα του παλικαριού με τ’ άσπρα, είπε μ’ ένα λυγμό ευγνωμοσύνης και ευχής αντάμα η γιαγιά Ρουμπίνη και από τα μάτια της έτρεχαν πάλι δάκρυα. Αν δεν ήταν ΑΥΤΟΣ, δεν θα μας άφηναν να ζήσουμε, ξαναψέλλισε. Να τον έχει ο Θεός καλά, είπε!
Θα ‘θελα η ευχή αυτή της γιαγιάς να είχε ακουσθεί και το παλικάρι με τ’ άσπρα να πέθανε από βαθιά γεράματα.
Ας είναι... Έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός. Έτσι νομίζαμε. Καμιά κίνηση δεν έβλεπες τώρα στο βουναλάκι. Όμως είχαμε κάνει λάθος. Καθώς ο ήλιος χανότανε πίσω από τη θάλασσα του Καλόνερου, μια λάμψη από κράνος σαν καθρέφτης ήρθε στα μάτια μας. Ένας γερμανός είχε μείνει πίσω παρακολουθώντας μας. Ποιός ξέρει τι πίστευαν πως θα κάναμε εμείς όταν έφευγαν. Όταν κατάλαβε πως τον αντιληφθήκαμε, σηκώθηκε και κατεβαίνοντας την πλαγιά χάθηκε στην κατηφόρα προς το σπιτάκι του Ντρίβα -Σωτήρη Πανάγου- (γυφτούρα).
- Μην κουνιόσαστε καθόλου, λέει η θεία μου. Θα είναι και άλλοι στο ύψωμα και μας παρακολουθούν.
Όμως δεν είδαμε αν υπήρχε και κάποιος άλλος... Και άρχισε η νύχτα να διώχνει την ημέρα. Το φως παραχωρούσε τη θέση του στο σκοτάδι. Και η πύρινη λαίλαπα της μεγάλης πυρκαγιάς εξακολουθούσε ακόμη να φωτίζει με μια κοκκινοκίτρινη ανταύγεια τους σκελετωμένους κορμούς των καμένων σπιτιών.
Πρέπει να είχε προχωρήσει αρκετά η νύχτα, όταν γύρισαν ο πατέρας μου με το θείο μου Πανάγο. Μιλούσαν ψιθυριστά με τις γυναίκες τους. Προσπαθούσα να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου για ν’ ακούσω, αλλά ο ύπνος με πρόλαβε.
Το πρωί ξημέρωσε γρήγορα. Με μισόκλειστα μάτια, αγουροξυπνημένοι κοιτάζαμε προς το χωριό. Τα σπίτια, σκελετωμένα ντουβάρια, μαύρα σαν φαντάσματα της κόλασης ακόμα κάπνιζαν.
Η Κυριακή που ξημέρωσε βρήκε το χωριό ντυμένο στα μαύρα. Η καμπάνα του Άι-Δημήτρη, δεν χτύπησε. Η ερημιά και η συμφορά μόνες τους περπατούσαν στα μαυρισμένα δρομάκια.
Ο θάνατος και η φωτιά είχαν στήσει χορό μέσα στα ρημαγμένα σπίτια. Παντού μαύροι σκελετοί. Ένα απέραντο νεκροταφείο είχε γίνει αυτό το όμορφο χωριό. Δεν θυμάμαι αν πήγαμε την άλλη μέρα ή αργότερα στο χωριό. Περπατώντας στους δρόμους, η μυρουδιά της στάχτης, ανάκατη με την καμένη σάρκα, σου έσπαζε τα ρουθούνια.
Τίποτα πια δεν θύμιζε ότι ήταν πριν. Ίχνος ζωής δεν υπήρχε! Τίποτε δεν σάλευε. Μόνο ο θάνατος χόρευε.
Αργότερα, κάπου-κάπου ξεπρόβαλε κανένας συγχωριανός, με ζωγραφισμένο τον πανικό και τον τρόμο στο πρόσωπό του και σηκωμένα σε σχήμα απόγνωσης τα χέρια προς τον ουρανό, ήταν σαν να ικέτευε, παρακαλώντας το μεγαλοδύναμο να του απαντήσει: Γιατί Θεέ μου!
Θυμάμαι, όταν πια αποφάσισαν ο πατέρας και ο θείος να πάνε στο χωριό, καβάλησαν τα άλογα και με γρήγορο καλπασμό βιάζονταν να φτάσουν. Εγώ ξυπόλητος πιο πίσω, με τη μάνα μου να φωνάζει: "γύρνα πίσω" -έτρεχα για να τους προφτάσω. Όταν έφτασαν στην Πηλαλίστρα, τους προσπέρασα και βγήκα πρώτος στη βρυσούλα. Ήμουν χάρμα οφθαλμών: μ’ ένα παντελόνι κάτω από τα γόνατα και μια μπόλκα που τα μανίκια της ήταν πιο μακριά από τα χέρια μου. Γέλασε ο πατέρας, γέλασε και ο θείος.
- Έλα δώσε μου το χέρι σου, μου είπε.
Και με μια κίνηση μ’ άρπαξε και καβάλησα στα καπούλια τον Ψαρή. Ο δρόμος που πριν μερικές μέρες έσφυζε από ζωή, τώρα ήταν νεκρωμένος. Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, ούτε πουλί δεν φαινόταν. Όλα κρυμμένα από φόβο. Όλα τρομαγμένα από τους λύκους που είχαν περάσει από κει. Μόνο τα πέταλα των αλόγων ακούγονταν μονότονα στο λιθόστρωτο του δρόμου. Μπήκαμε στο χωριό! Τα σπίτια κατάμαυρα ντουβάρια που ακόμη κάπνιζαν. Κάπου-κάπου συναντούσαμε κάποιο συγχωριανό μας, που με πρόσωπο κερωμένο από αγανάκτηση και πόνο, κοιτούσε σταυροκοπημένος το ρημαγμένο σπίτι του. Τα σπίτια της αγοράς ήταν ένα μεγάλο κατάμαυρο νεκροταφείο από ντουβάρια. Μπροστά στο καφενείο της γιαγιάς ασυναίσθητα πήδησα από το άλογο και πήγα στη μισοκαμένη πόρτα που ακόμη κάπνιζε. Ο θείος είχε φθάσει στο σπίτι του. Ολόστητος μπροστά στο σκελετωμένο ντουβάρι στεκόταν χλωμός και άφωνος. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η απόλυτη πίκρα και η απόγνωση. Στα μάτια του διέκρινες ένα δάκρυ που προσπαθούσε μάταια να κρύψει.
- Έλα Πανάγο! πάμε και στο δικό μου να δούμε, του φώναξε ο πατέρας μου.
Μα δε σάλεψε. Πήδηξα πάνω στον κήπο σκαρφάλωσα στην αχλαδιά και έκοψα ένα τεράστιο απίδι. Τρέχοντας έφτασα στο σπίτι. Στην πόρτα με πρόφτασε η γιαγιά Παναγιώτα, αδελφή της γιαγιάς Ρουμπίνης, καλόγρια. Πήρε λάδι από το καντήλι και μου ’κανε το σημάδι του Σταυρού στο μέτωπο.
- Την ευχή μου να ’χεις Νίκο μου, ψέλλισε.
Και η ευχή αυτή μ’ ακολουθεί στη ζωή μου.
Το σπίτι μας ήταν ζωντανό, μα μέσα ήταν ρημαγμένο. Πολυβολημένο από όλες τις πλευρές. Μερικά βλήματα υπάρχουν ακόμα στον κομό της μάνας μου. Τα αφήσαμε για ενθύμιο. Το πώς γλίτωσε είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Ο πατέρας μου πήρε ψωμί, τυρί και μου φώναξε:
- Πάμε.
Ο θείος καθισμένος στο πέτρινο πλατύσκαλο, με το τσιγάρο στο στόμα κοίταζε αφηρημένος τα ρημάδια που άφησε η φωτιά.
- Έλα Πανάγο! Πάμε! του φώναξε ο πατέρας.
Με δισταγμό, σαν να μην ήθελε ν’ αποχωριστεί κάποιον αγαπημένο νεκρό, που άφηνε πίσω του, καβάλησε τον Καρά και με γρήγορο καλπασμό, σαν να ήθελαν να μη ξαναντικρίσουν την καταστροφή, φτάσαμε στο χωράφι.
Όλοι τους ήταν στις ίδιες θέσεις. Ρώτησε η θεία, ρώτησε η μάνα μου τι έγινε, και ο πανικός, η αγανάκτηση και η φρίκη ξαναζωγραφίστηκε στα πρόσωπα. Η θεία έκλαιγε.
- Σώπα Βασίλω μου. Τα σπίτια θα ξαναγίνουν, οι άνθρωποι να γλιτώσουν. Και μέσα σ’ αυτή την απόλυτη βουβαμάρα, βλέπω τη γιαγιά Ρουμπίνη να σηκώνεται ολόστητη, πανύψηλη και λιπόσαρκη καθώς ήταν και μαυροφορεμένη, να λύνει το μαύρο μαντήλι που το ’χε δεμένο κάτω στο σαγόνι, να σηκώνει τα δυό της χέρια ψηλά και σαν ικέτιδα ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας να φωνάζει δυνατά:
- Καταραμένοι να ’ναι σ’ όλη τους τη ζωή.
Ξαναγονατίζει, σταυρώνει τα δυο της πόδια, κάθεται με τα χέρια διπλωμένα, κατεβάζει το κεφάλι μπροστά και άρχισε να κλαίει μ’ αναφιλητά. Έκλαιγε για τη συμφορά που μας βρήκε; Έκλαιγε για τον παππού που έφυγε σχεδόν νέος πριν λίγους μήνες; Ποτέ δε μάθαμε. Ας είναι όλοι τους οι αγαπημένοι μου που έχω αναφέρει, ευλογημένοι και το χώμα που τους σκέπασε ας είναι ελαφρύ.
Και ο πίνακας του ζωγράφου από κάτω για λεζάντα θα έγραφε: "Από εδώ πέρασαν οι βάρβαροι".
Εκτός από ελάχιστα, όλα τα σπίτια καμένα. Οι άνθρωποι χάρις στην προνοητικότητά τους έφυγαν και γλίτωσαν. Μα το χειρότερο: Τρεις συνάνθρωποί μας κάηκαν ζωντανοί. Επτά δολοφονήθηκαν. Είναι ο τραγικός ανθρώπινος απολογισμός. Η μνήμη τους και η μνήμη όλων των τιμημένων νεκρών μας όλων των ελληνικών πολέμων και ολοκαυτωμάτων ας είναι αιωνία. Ας είναι η θυσία τους ιερή παρακαταθήκη για να μας φρονηματίζει και να μας θυμίζει πως η λευτεριά, αυτή η πανάρχαια θεά των Ελλήνων η γεννημένη εδώ και η θρεμμένη με αίμα, αυτή που κερβερικά φρουρεί τα απέραντα κοιμητήρια τα σπαρμένα από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά, με τ’ όπλο παρά πόδα δεν χαρίζεται. Δεν κερδίζεται με τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Αλλά με αίμα! Πολύ αίμα, πολύ πόνο και πολύ δάκρυ.
NΙΚΟΣ ΡΕΜΠΕΛΟΣ
Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός.
Δημοσίευση: «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ»
Φύλλο 87 Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2008
Κανένας ζωγράφος δεν θα μπορούσε να ζωγραφίσει την φρικιαστική και αλλόκοτη εκείνη πανοραμική ζωγραφιά της φωτιάς, όμοια και χειρότερη από εκείνη της ταινίας "Η Σμύρνη στις φλόγες".
Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά.
Πριν όμως, χάριν της ιστορίας, θα πρέπει να δούμε γιατί και πώς ένας παρανοϊκός και μανιακός δικτάτορας κατόρθωσε να αναλάβει την ηγεσία μιας χώρας και να την οδηγήσει στην καταστροφή. Πρέπει να δούμε γιατί ο διεστραμμένος αυτός εγκέφαλος μπόρεσε να δημιουργήσει μια πολεμική μηχανή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει ο μέχρι τότε κόσμος της Ευρώπης.
Εγώ πρώτα πιστεύω πως ήταν ένας φοβερός δημαγωγός και λαοπλάνος. Κατόρθωσε να παρακάμψει όλα τα εμπόδια για την καγκελαρία. Είχε άριστο δίκτυο προπαγανδιστών, πανεπιστημιακούς στο είδος τους. Πρυτάνεις στην ειδικότητα της παραπληροφόρησης.
Διέθετε φοβερό ταμπεραμέντο στην εκφραστική δύναμη της ομιλίας του που έκανε τα πλήθη να παραληρούν και να συνεπαίρνονται, χωρίς να γνωρίζουν απόλυτα τις δόλιες προθέσεις του.
Με αιχμή του δόρατος τους Εβραίους -το όνομα των οποίων ποτέ δεν είχε αναφέρει αλλά έλεγε: "ο διεθνής ιουδαϊσμός"- και τους κομμουνιστές τους οποίους θανάσιμα μισούσε, κατόρθωσε να ξεγελάσει τα πλήθη. Λαοπλάνος και δημαγωγός καθώς ήταν, έπεισε τη νεολαία που διψούσε για δράση να τον ακολουθήσει.
Έφτιαξε τάγματα θανάτου και τάγματα εφόδου από αφιονισμένους νεολαίους, έκανε δολιοφθορές στην ίδια του τη χώρα, πυρπόλησε ολόκληρα τετράγωνα, ακόμα και την Καγκελαρία στο Βερολίνο και διέδωσε πως για όλα αυτά έφταιγαν οι Εβραίοι και οι Κομμουνιστές. Οι ανεύθυνοι, ήταν υπεύθυνοι για όλα αυτά τα τερατουργήματα του μανιακού εγκέφαλου. Και ενώ τα γεγονότα εξελίσσοντο σε μια καταστροφική πορεία με απρόβλεπτες συνέπειες, η Ευρώπη βρισκόταν σε λήθαργο. Αλήθεια πού ήταν; Αποκοιμήθηκε; τη νάρκωσε; Πού ήταν οι πράκτορές της; πού ήταν οι διπλωμάτες της; πού ήταν οι δυνάμεις της; γιατί αδράνησαν; Δεν μπόρεσε να ξυπνήσει από το αφιόνι; Όλους τους πότισε; Έτσι φαίνεται! Και κατόρθωσε αυτός ο αιμοχαρής και δολοπλόκος ανθρωπάκος να γίνει σφαγέας και να δολοφονήσει μια ολόκληρη Ήπειρο. Να κατακρεουργήσει ότι στεκόταν εμπόδιο στα παρανοϊκά του σχέδια. Δεν τον ενδιέφερε ο κόσμος. Όλοι οι άλλοι, πλην της Γερμανικής φυλής ήταν αναλώσιμοι. Πίστευε στο Γ' Ράιχ. Ήθελε να δημιουργήσει την Αρεία φυλή. Κατά την γνώμη του εξελικτική και μοναδική μορφή του Ανθρώπου. Αυτός ήταν!
Και αιματοκύλησε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτοκρατορίες ολόκληρες με δύναμη, πλούτο και ιστορία κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι, στο πέρασμα των χιτλερικών μηχανών του θανάτου.
Θα σταματήσω εδώ. Σκοπός μου δεν είναι ν’ ανακεφαλαιώσω τις φρικαλεότητες και τις ωμότητες που διέπραξαν οι Γερμανοί ναζιστές στη Γερασμένη Ευρώπη.
Ούτε θα αναφερθώ στην ζωή των Ελλήνων στα μαύρα χρόνια της κατοχής. Δεν θα προσπαθήσω να γράψω μια ιστορία -μυθιστόρημα- με ευφυολογήματα και ψεύτικα μεγάλα λόγια που να μοιάζει με φκιασιδωμένη πόρνη.
Όλα αυτά που θα διηγηθώ είναι μια αληθινή πραγματικότητα -πέρα ως πέρα- που γράφτηκε στο μυαλό ενός παιδιού σαν ταινία κινηματογράφου με εικόνα και ήχο.
Ούτε μια λέξη ψεύτικη. Θα είναι η αληθινή πραγματικότητα φωτοτυπημένη στο χαρτί. Όλη η Αλήθεια! Όλη η μαύρη αλήθεια εκείνης της εποχής, που ευχή όλων μας θα πρέπει να είναι: Ποτέ πια!
Δεν διεκδικώ την μοναδικότητα των τραγικών εικόνων.
Διεκδικώ όμως τη φοβερή ανάμνηση της συνύπαρξης για μια ολόκληρη ημέρα με τον πιο βδελυρό εχθρό της πατρίδος μου, και διεκδικώ επίσης το θλιβερό προνόμιο να είμαι αυτόπτης μάρτυρας των πιο τραγικών γεγονότων και αναμνήσεων που έχω ζήσει στη ζωή μου. Δικαιούμαι λοιπόν να λέω με σπαραγμό ψυχής:
"Ήμουν και εγώ αυτόπτης μάρτυρας της μεγάλης συμφοράς".
Εδώ θα μιλήσω για το ολοκαύτωμα του χωριού μου, που το έζησα ζωντανά. Θα αναφερθώ σε εμπειρίες φρίκης και ολικής καταστροφής. Αυτά θα τα γράψω με λεπτομέρειες γιατί τα έζησα ζωντανά. Ήμουν μέσα στα γεγονότα. Ένα παιδί τότε! Ηλικία; 7 ετών.
Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 1943. Το μάζεμα των τσαπελόσυκων είχε προ πολλού αρχίσει και τα σταφύλια, όλων των ειδών, φιλέρια, μοσχοφίλερα, ασπρούδες, κοκκινέλια, μαυρούδες, κολινιάτικα, ροδίτες και άλλες ποικιλίες είχαν ωριμάσει για τα καλά και έπρεπε σιγά - σιγά να μαζευτούν. Εκείνη την ημέρα -οι συγχωρεμένοι οι γονείς μου- σηκώθηκαν βαθιά χαράματα. Με φωνές και πολύ θόρυβο άρχισαν να ετοιμάζουν και να φορτώνουν στα δυο μας τα ζώα -το μουλάρι και τον Ψαρή- διάφορα χρειαζούμενα πράγματα για τον τρύγο και τα σύκα.
Στο μουλάρι, το πιο δυνατό, φόρτωσαν την "Τσιφυλιά" -ένα ξύλινο μηχανισμό που έστυβαν τα τσίπουρα- ότι έμενε από το πάτημα των σταφυλιών. Ρούχα πολλά για να σκεπαζόμαστε τα βράδια.
Σταφιδόπανα, που τα ρίχναμε πάνω από τα σκεπάσματα για την υγρασία. Φόρτωσε ακόμη, βαρελίτσες, κοφίνια μικρά και μεγάλα, πουργίτσες -μικρά καλάθια- που φορτώνονταν στο σαμάρι του ζώου και γεμάτα σταφύλια ξεφορτώνονται στο λινό -πατητήρι- για να πατηθούν τα σταφύλια και να βγει ο μούστος.
Στον Ψαρή, δεξιά και αριστερά, απίθωσε ο πατέρας μου τα δυό μεγάλα λεβέτια -χάλκινα καζάνια- το ένα προίκα της μάνας μου και το άλλο της γιαγιάς μου της Ρουμπίνης -Θεός σχωρέσ’ τες- φρεσκοαγανωμένα και γερά δεμένα με δικτυωτό πλέγμα σχοινιών - ευρεσιτεχνία του πατέρα μου.
Στα πισινά κολιτσάκια των σαμαριών (κολιτσάκι = σιδερένιο εξάρτημα σε σχήμα V, στερεωμένο στο σαμάρι εμπρός-πίσω) δεμένες οι γίδες, μια στο ένα και μια στο άλλο ζώο.
Η οικογένεια ήταν όλη στο πόδι έτοιμη για αναχώρηση. Εμείς τα παιδιά αγουροξυπνημένα και ξυπόλητα περιμέναμε το σύνθημα. Κάποτε άνοιξε η μεγάλη μαύρη τετράφυλλη εξώπορτα της αυλής με τα διχαλωτά σιδερένια μάνταλα στα αντικρινά φύλλα. Και η πομπή ξεκίνησε. Πηγαίναμε στο Στουρνάρι (τοπωνύμιο) που ήταν το αμπέλι και οι συκιές. Εκεί υπήρχε εξώσπιτο με πάτωμα για τους ανθρώπους και υπόγειο για τα πρόβατα. Υπάρχει και πηγάδι με γάργαρο, καθαρό και κρουσταλλένιο νερό. Από εκεί παίρναμε και πίναμε. Υπήρχε -δεν υπάρχει τώρα- και ένας μεγάλος όγκος από φραγκοσυκιές με νόστιμα φραγκόσυκα.
Και η πομπή των μαρτύρων του ολοκαυτώματος πέρασε την αυλόπορτα. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας μου τραβώντας το μουλάρι, πίσω δεμένος στα κολιτσάκια ο Ψαρής με τα δύο καζάνια στη ράχη του. Εγώ, η αδελφή μου η Ρουμπίνη και ο αδελφός μου ο Σπύρος ακολουθούσαμε με τα πόδια. Από κοντά η μάνα μου με τη νάκα στον ώμο έχοντας μέσα τον μερικών μηνών αδελφό μου Λευτέρη. Νάκα = δερμάτινος σάκος σαν μάρσιπος που έβαζαν μέσα τα μωρά και τον κρεμούσαν στον ώμο.
Στρίβοντας δεξιά στο στενό δρομάκι κάτω από το μπαλκόνι μας υπήρχε μια τεράστια πέτρα, που για να περάσει το ζώο έπρεπε να λυγίσει το σώμα του σε σίγμα τελικό για να αποφύγει το χτύπημα των ποδιών του στη ριζιμιά.
Εκεί λοιπόν, σ’ εκείνο το στενό πέρασμα, άλογο, μουλάρι και γίδες έγιναν ένα μάτσο. Οι γίδες πέρασαν μπροστά από τα ζώα, τραβούσαν γερά για να φύγουν μπροστά με τεράστια δύναμη, γύρισαν τα καπούλια των ζώων και ο Ψαρής κοίταζε το μουλάρι με απορία. Αν μπορούσαν να γελάσουν θα είχαν ξελιγωθεί στα γέλια. Αφού έγινε ο πανικός, κάποια στιγμή τα πράγματα ξεμπλέχτηκαν και η πομπή ξαναπήρε το δρόμο για τον προορισμό της. Το χωράφι με το αμπέλι και τις συκιές.
- Ελάτε να σας βάλω μέσα στα καζάνια (λεβέτια), λέει ο πατέρας μου στη Ρουμπίνη 4ων χρόνων τότε και στον Σπύρο τριών χρόνων. Τα αρπάζει από τις μασχάλες και σαν γατιά τα ρίχνει μέσα στα καζάνια αριστερά και δεξιά. Άχνα δεν έβγαλαν.
- Καθίστε κάτω και μην κουνιόσαστε πολύ, τους είπε.
Εγώ σαν μεγαλύτερος τραβούσα από το καπίστρι τον Ψαρή και ακολουθούσε ο πατέρας μου με το μουλάρι που ήταν βαρυφορτωμένο. Διασχίζοντας όλο το στενό δρόμο από το σπίτι μας προς την αγορά, φτάσαμε στα Δημόσια ουρητήρια που ήταν απέναντι από τις μυγδαλιές του μπάρμπα-Νικόλα του Χριστόπουλου, 50 περίπου μέτρα από το γεφυράκι του κεντρικού δρόμου, κάτω από το οποίο πέρναγε το χειμώνα το νερό του χειμάρρου. Εκεί η πομπή μεγάλωσε γιατί προστέθηκε και η οικογένεια του θείου μου του Πανάγου του Γκότση και της θειάς μου της Βασίλως (Βασιλική), Θεός σχωρέσ’ τους, γονείς του Λάκη, Ολυμπίας, Σοφίας και Ορέστη Γκότση.
Η θεία μου η Βασιλική (Βασίλω) νιόπαντρη τότε, είχε πάρει προίκα το σπίτι που ήταν ακριβώς εκεί που είναι σήμερα η πέτρινη περίφραξη. Στο μπαλκονάκι που ήταν προς το μέρος του δρόμου σε ύψος 2 περίπου μέτρα, στεκόταν η θεία μου και περίμενε.
- Κατέβα Βασίλω! της φώναξε η μάνα μου...
Θα έρχονταν να μας βοηθήσουν στον τρύγο. Κι έτσι γίναμε περισσότεροι.
Βγαίνοντας στον κεντρικό λιθόστρωτο δρόμο κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε. Από το σπίτι του Γιώργη Καζάντζα (Μητράκου), του Ηλία Ρέμπελου, του Παναγιώτη Θεοδωρόπουλου (Χάρδα) το καφενείο, εκεί που είναι τώρα το σπίτι του Παναγιώτη Φρεντζά, τις ακακίες του Παντελή Πετρόπουλου, μέχρι του Γεωργακόπουλου του Σωτήρη το σπίτι και σ’ όλο το μήκος του δρόμου υπήρχαν αντάρτες.
Άλλοι με μικρά και άλλοι με μακριά μαύρα γένια, άλλοι με μαύρους μπερέδες και άλλοι με στρατιωτικά δίκοχα, άλλοι με τραγιάσκες και άλλοι ξεσκούφωτοι.
Τα όπλα τους τοποθετημένα στις μουριές του Θεοδωρόπουλου, έξω από το καφενείο, στις ακακίες έξω από το καφενείο του Παντελή Πετρόπουλου και σ’ όλο το μήκος του δρόμου, παντού όπλα, όπλα χιαστί και με τις κάνες να κοιτούν τον ουρανό. Μια ατμόσφαιρα χαράς μέσα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, που όμως έμελλε την άλλη μέρα να γίνει εφιάλτης.
Οι αντάρτες καθισμένοι, άλλοι στις καρέκλες έξω από τα καφενεία έπιναν διάφορα ποτά και καφέ, άλλοι ψώνιζαν τσιγάρα από το περίπτερο του (Ζάρα) Φωτόπουλου που ήταν στο στενό πέρασμα ανάμεσα Ντεμίρη και Φρεντζά -δεν υπάρχει πια ούτε πέρασμα ούτε περίπτερο- άλλοι βολτάριζαν ή αστειεύονταν μεταξύ τους. Θα πρέπει να ήταν πάρα πολλοί.
Στην παρέα μας προστέθηκαν και άλλοι συγχωριανοί που πήγαιναν και αυτοί για τις ίδιες δουλειές.
Φθάνοντας μπροστά από το καφενείο της γιαγιάς μου της Ντεμίραινας, μάνας της μάνας μου, ο πατέρας μου σταματάει και άρχισε να χαιρετά κάποιους γνωστούς αντάρτες. Τον μόνο που γνώρισα ήταν ο Πανάγος ο Καζάντζας, από τους πρώτους αντάρτες που βγήκαν στο βουνό για αντίσταση κατά του εχθρού. Τον είχε βαφτίσει ο πατέρας μου με τον παππού μου το Σπύρο, και γι’ αυτό τον φώναζε "νονό".
Αφού τελείωσε τις χαιρετούρες μου λέει:
- Έλα να σε βάλω να καβαλήσεις στο σαμάρι να φύγουμε γιατί αργήσαμε.
Με αρπάζει σαν σάκο και με βάζει καβάλα αντρικά στον Ψαρή. Εκείνος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε καβάλα γυναικεία στο μουλάρι. Και η μάνα μου, ντυμένη στα μαύρα -είχε πεθάνει ο παππούς μου ανήμερα της σύλληψης και της εκτέλεσης του Νικολή Λόντου- ακολουθούσε με αργό βήμα πάντα φορτωμένη στον ώμο την -ΝΑΚΑ- με το μικρό μου αδελφάκι το Λευτέρη, παιδί μερικών μηνών.
Καθώς βαδίζαμε στο λιθόστρωτο κομμάτι της αγοράς, συναντούσαμε συνεχώς αντάρτες ανακατεμένους με χωριάτες οι οποίοι σαν κι εμάς πήγαιναν στις δουλειές τους.
Όσο προχωρούσαμε, ένας χείμαρρος από άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ζώα διαφόρων ειδών κατέβαινε. Τα παιδιά ξυπόλητα έτρεχαν μπροστά από τα ζώα, σταματούσαν και ξανά προσπερνούσαν δείχνοντας τις μεγάλες αντοχές τους, παρά τα λιπόσαρκα από την ασιτία σωματάκια τους.
Όταν φθάσαμε στο γεφυράκι -πιο κάτω από την βρυσούλα- το ανθρώπινο ποτάμι άρχισε να διαχωρίζεται.
Άλλοι προχωρούσαν ευθεία, άλλοι έστριβαν αριστερά προς τον δρόμο που πηγαίνει για το Κοπανάκι και άλλοι μαζί με μας παίρναμε τον παράδρομο προς τ’ αριστερά και από κει περνώντας από τα αλώνια της Πηλαλίστρας (ονομασία περιοχής) που ήταν ακόμη γεμάτα με άχυρο, από τα αλωνισμένα με άλογα σιτάρια, φθάσαμε στο Γρέκι.
Μάνι-μάνι ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, πηδάει από το μουλάρι, τρέχει με τη βαρελίτσα στο πηγάδι και με τον κάδο που μόνιμα ήταν δεμένος με σχοινί, τον βουτάει με μια καταπληκτική ευκολία, τον γεμίζει παγωμένο νερό, γεμίζει την βαρελίτσα και φωνάζει:
- Αντέστε! πάμε γιατί αργήσαμε πολύ.
Η απόσταση από το σπιτάκι μας μέχρι την επάνω νότια πλευρά του αμπελιού θα πρέπει να είναι περίπου 150-180 μέτρα. Τα πρώτα 50-60 περίπου μέτρα από το σπιτάκι προς το αμπέλι ήταν εύκολα στο περπάτημα.
Δηλαδή, τα φορτωμένα ζώα, όσο και μεγάλο όγκο να είχε το φορτίο τους, δεν συναντούσαν κανένα εμπόδιο.
Προχωρώντας όμως προς τους πρόποδες του λόφου, ο δρόμος βυθιζόταν και γινόταν ένα πάρα πολύ στενό πέρασμα, ένα είδος μιας μικρής χαραδρούλας, σε σχήμα τραπεζίου με τη μικρή βάση του περίπου 50-70 εκατοστά το ύψος του σε πολλά σημεία να ξεπερνά το 1,5-2 μέτρα και την επάνω βάση -νοητή μεγάλη πλευρά του τραπεζίου- 4-5 μέτρα. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το στενό πέρασμα μήκους περίπου 30-50 μέτρα, καθώς και στην υπερυψωμένη στα δεξιά πλευρά (εκεί που είναι τώρα το ελικοδρόμιο), υψωνόταν λόφος που δέσποζε όλης της γύρω περιοχής, διαδραματίστηκαν τραγικά γεγονότα.
Μέσα σ’ αυτό το στενό πέρασμα, ζήσαμε εφιαλτικές στιγμές, που έμοιαζαν με ολόκληρες ώρες αγωνίας και φόβου.
Και είμαστε όλοι εκεί: Η μάνα μου, που πάντα κρατούσε το μικρό Λευτέρη στην αγκαλιά της, εγώ, η Ρουμπίνη και ο τρίχρονος Σπύρος.
Αναφέρω λεπτομερειακά την τοπογραφία της περιοχής για να τη γνωρίσουν νοερά οι μικρότεροι και να την ξαναφέρουν στη μνήμη τους οι μεγάλοι που είχαν από εκεί πέρασμα.
Η μη παράλληλη πλευρά του τραπεζίου προς την πλευρά του Αετού, είχε μια κλίση 45 περίπου μοιρών και σε όλο το μήκος της κορυφής της είχε θάμνους από ρείκια, ασφάκες, θυμάρια, αφάνες. Δύσκολα περνούσε από κείνο το στενό πέρασμα ζώο φορτωμένο με ογκώδες φορτίο. Θα χτυπούσε οπωσδήποτε στα τοιχώματα.
Ας είναι... ο ήλιος ήταν ψηλά όταν φθάσαμε στο πάνω μέρος του αμπελιού που ήταν ο λινός (πατητήρι).
Ο δρόμος πάνω από το αμπέλι μας συνέχιζε για άλλους προορισμούς. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα -λεβέτια- τσιφιλιά, καλάθια, μικρά και μεγάλα, και ότι άλλο είχε φορτωθεί στα ζώα.
Εμείς τα παιδιά γρήγορα αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα στα κλήματα του αμπελιού τσιμπολογώντας τις πιο γινωμένες ρόγες των σταφυλιών. Η μάνα μου κρέμασε τη ΝΑΚΑ με το μωρό σ’ ένα κλαρί του δέντρου, πήρε τις γίδες και τις έδεσε στα όχτια του δρόμου που είχαν φρέσκο και τρυφερό πουρνάρι.
Τα μεγάλα ζώα τα πήρε ο πατέρας μου και τα έδεσε στα χέρσα χωράφια. Όμως ξεχάσαμε μια γιαγιά: τη γιαγιά Ρουμπίνη που είχε έρθει στο αμπέλι μια εβδομάδα νωρίτερα.
Αυτή η χρονική περίοδος ήταν καταλυτική, γιατί όπως θα δούμε πιο κάτω έπαιξε σημαντικό ρόλο για τη ζωή όλων μας.
Γύρισε ο πατέρας από τα ζώα, τέλειωσε η μητέρα με τις γίδες, βύζαξε το Λευτέρη και ακούστηκε δυνατή η φωνή του πατέρα μου: -είναι σαν να την ακούω τώρα- "Μητέρααα!!! έλα τώρα σιαπάνου να κολατσίσουμε τίποτα γιατί πήρε μεσημέρι!"
Φώναζε τη γιαγιά Ρουμπίνη, 70 χρονών τότε, που ήταν χωμένη μέσα στα κλήματα και με το χειροκάλαθο μάζευε σταφύλια. Κι αμέσως ακούστηκε η απάντηση:
- Έρχομαι μωρέ παιδάκι μου! έρχομαι!!!
Μια ανθρώπινη γυναικεία σιλουέτα λιπόσαρκη, ορθόστητη, μαυροφορεμένη, με το μπαρέζι το μαύρο τυλιγμένο στο κεφάλι και δεμένο κάτω από το σαγόνι, ξεπρόβαλε στητή και με βήματα αργά και κουρασμένα πάντα κρατώντας το καλάθι στο χέρι, φτάνει στο δέντρο που είχε στρωθεί το τραπέζι... Τι τραπέζι... σταφύλια, τυρί και φρεσκοζυμωμένο σταρένιο ψωμί. Δεν είχαν προφθάσει ακόμα οι κατακτητές ν’ αρχίσουν το πλιάτσικο εκείνο το καλοκαίρι. Ακόμα τα αμπάρια είχαν φρέσκο στάρι. Αλίμονο όμως! γιατί έμελλε κι αυτό να καεί.
Εκείνη την Άνοιξη είχε πεθάνει ο παππούς ο Σπύρος και τόσο η γιαγιά, όσο και η μάνα μου φορούσαν μαύρα μαντήλια.
Μετά από λίγο ήρθε και η θεία μου η Βασιλική (Βασίλω) Γκότση νιόπαντρη τότε με τον θείο μου Πανάγο Γκότση. Κάθισαν κι αυτοί γύρω από την τζιβιέρα που ήταν για τραπέζι και άρχισαν και αυτοί να τσιμπολογάνε από το απέριττο φαγητό μας.
- Άργησες Πανάγο! του είπε ο πατέρας μου. Πρόλαβες πρωί-πρωί να παίξεις καμιά πρέφα; πάντα πειραχτικά.
Ακούω το θείο μου να του λέει ψιθυριστά σαν να μην ήθελε να βγει η φωνή από το στόμα του.
- Άστα Δήμο! έμαθα ότι κάποιος πληροφόρησε τους αντάρτες ότι θα έρθουν Γερμανοί στο χωριό και οι αντάρτες είναι αναστατωμένοι. Αν τους χτυπήσουν αλίμονό μας.
- Αν χτυπήσουν μπατζανάκη κλάψ’ το χωριό, οι Γερμανοί θα το κάψουν.
- Πάψε! μη λες βλακείες, του είπε ο θείος μου και η συζήτηση άρχισε να γίνεται ζωηρή και με διχόγνωμες απόψεις.
Τώρα φώναζαν πολύ δυνατά σαν να ήθελαν ν’ αποτρέψουν τη μεγάλη συμφορά που έμελλε να γίνει. Είχε πια έλθει το απόγευμα όταν την ησυχία και γαλήνη του τόπου διέκοψαν ριπές από αυτόματα όπλα. Σαν να γινόταν μάχη σωστή κροτάλιζαν τα πολυβόλα και ο ήχος τους σκόρπιζε τον πανικό. Τα βόλια που ξέρναγαν από τις κάνες τους, άλλα έφευγαν στον αέρα κι άλλα έβρισκαν ανθρώπινα κορμιά. Αυτό το πανηγύρι της συμφοράς και του θανάτου επί τέλους τελείωσε.
Τώρα, μετά από μερικές ώρες, επρόκειτο ν’ αρχίσει το πανηγύρι της μεγάλης καταστροφής - του ολοκαυτώματος του Αετού.
Τρέχοντας και λαχανιασμένος περνά από το αμπέλι μας ο Σωτήρης ο Γιωργιλάς (Καγιάφας) νεαρός τότε και μετέπειτα αστυνομικός.
- Τι έγινε ρε Σωτήρη; τον ρωτά η μάνα μου.
- Άστα θειά Καλλιόπη, οι αντάρτες χτύπησαν τους Γερμανούς, δεν ξέρω πόσοι σκοτώθηκαν. Το χωριό είναι αναστατωμένο... και τρέχοντας συνέχισε το δρόμο προς τα μελίσσια του Μπέη (Φρεντζά). Στο τέρμα του αμπελιού τον ξανασταματάει ο πατέρας μου με το θείο μου. Ήμουν ψηλά, κοντά στο λινό, δεν άκουγα, παρά μόνο κινήσεις χεριών έβλεπα.
Μετά από λίγο οι δυο άνδρες άφησαν τα καλάθια με τα σταφύλια επί τόπου και ήρθαν ψηλά στο λινό.
- Πανάγο! ακούω τον πατέρα μου να λέει. Πάμε να πάρουμε τα άλογα και να πάμε να βγάλουμε από τα σπίτια ότι μπορούμε γιατί οι Γερμανοί το χωριό θα το κάψουνε!
- Πάψε! μη λες βλακείες. Τι κουταμάρες είναι αυτά που λες... άκου κει θα κάψουν το χωριό!!
Με μάτια και αυτά γουρλωμένα και τεντωμένα, στημένος ανάμεσά τους παρακολουθούσα τη ζωηρή συζήτησή τους και την ασυμφωνία τους ως προς τα μελλούμενα.
- Μπαμπά! θα καεί και το σπίτι μας; μόλις μπόρεσα να ψελλίσω τρομαγμένος και αποχαυνωμένος από τη μακάβρια αυτή συζήτηση.
Δεν απόσωσα το λόγο μου και ο πατέρας μου είχε γίνει καπνός. Πήγε, έφερε τον Ψαρή, τον σαμάρωσε και καβαλώντας τον φώναξε στο θείο:
- Πανάγο! πάρε τον Καρά κι έλα να βγάλεις από το σπίτι όσα πράγματα μπορείς.
Ο θείος μου όμως πήγε δεν πήγε; Όλο το απόγευμα ως αργά το βράδυ ο πατέρας μου έβγαζε από το σπίτι ότι θα χρειαζόταν για να ζήσουμε τις μαύρες μέρες που πίστευε πως θα έρχονταν. Τα τσουβάλιασε στο υπόγειο της βεράντας που δεν είχε καμιά επαφή με το υπόλοιπο σπίτι. Έχτισε την πόρτα ξερολιθιά, έβαλε μπροστά αγκαλιές από ξύλα και πολύ αργά το βράδυ γύρισε στο αμπέλι κατάκοπος και εξουθενωμένος.
- Βασίλω! που είναι ο Πανάγος; τον άκουσα να λέει.
- Δεν τον είδα στο σπίτι... που πήγε;
- Δεν ξέρω Δημοσθένη! μπορεί να πήγε στου Λόπεσι (τοποθεσία) στους Γιωργηλαίους ή τους Μιμηκαίους... είπε. Αλλά ο Ψαρής Δήμο λείπει, μπορεί και να μην τον είδες. Ίσως μπλέχτηκε με τον κόσμο και τους αντάρτες και δεν πρόσεξες.
- Πράγματα έξω από τις αχλαδιές είδες;
Ο πατέρας μου όμως δεν απάντησε. Ίσως να μην άκουσε. Όπως όμως θα πω παρακάτω γύρω-γύρω από τη μεγάλη αχλαδιά υπήρχαν πράγματα. Τα είδα. Μετά την καταστροφή.
Άρχισε πια να νυχτώνει για τα καλά. Η ζέστη της ημέρας παραχωρεί τη θέση της στο αγιάζι της νύχτας που ερχόταν κατά διαστήματα από το Τετράζι απέναντι. Σε λίγο ήρθε και ο θείος μου. Άρχισαν τη συζήτηση χαμηλόφωνα. Τ’ αδέρφια μου Ρουμπίνη, Σπύρος και ο μικρός μπέμπης είχαν σφαλίσει τα μάτια τους και είχαν αφεθεί στην αγκαλιά του Ορφέα. Το ίδιο και η γιαγιά μου. Η μάνα μου, η Βασίλω, ο Πανάγος και ο πατέρας μου ξάγρυπνοι. Κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη με λαμπερά αστέρια και με ολόλαμπρο φεγγάρι. Σωστή νύχτα φθινοπώρου. Μια πραγαλιά είχε απλωθεί σαν πέπλο παγερό. Ίχνος θορύβου δεν ακουγόταν. Τα νυχτοπούλια άλαλα είχαν κουρνιάσει. Ούτε ογκανισμός γαϊδάρου, ούτε βέλασμα προβάτου ακουγόταν. Η φύση ολόκληρη είχε κόψει την ανάσα της σαν να ήθελε κάτι ν’ ακούσει. Η απόλυτη νεκρική σιγή πριν την καταιγίδα.
Ξαφνικά, την ησυχία της νύχτας ταράζει κάποια υπόκωφη βοή. Ένας βαρύς αχός έρχεται κύματα-κύματα από πέρα βαθιά τα απέναντι βουνά που πάνε κατά Μεγαλόπολη μεριά. Η νύχτα προχωρούσε και η βουή όλο και πλησίαζε!
Είχαν ξεκινήσει οι διάβολοι της καταστροφής. Ήταν οι δαίμονες του θανάτου που τρόχιζαν τα δολοφονικά τους όργανα.
Ήταν ο ίδιος ο Αρμαγεδών που καβάλα στο φονικό του άρμα ερχόταν πεισματωμένος βαριά μέσα στη νύχτα για να πάρει εκδίκηση. Ερχόταν με όλα τα σύνεργα της συμφοράς και του ολέθρου για να συναντήσει την κακή μοίρα του όμορφου χωριού μου!
Εγώ καθιστός στα στρωσίδια είχα τεντώσει αυτιά και μάτια για ν’ ακούσω κάθε τι που συζητούσαν και να δω κάθε κίνηση που έκαναν. Και ξαφνικά ακούω τη μάνα μου τη συχωρεμένη να λέει:
- Για σωπάστε! μη μιλάτε καθόλου για ν’ ακούσουμε.
- Τι Καλλιόπη; ρωτάει ο πατέρας μου (Θεός σχωρέσ’ τον).
- Δεν ακούς Δήμο! Τι θόρυβος, τι κρότος είναι αυτός που ακούγεται;
Νεκρική σιγή επικρατούσε εκείνη τη στιγμή. Ούτε την ανάσα μας δεν βγάζαμε.
- Είναι ερπύστριες από άρματα μάχης είπε ο πατέρας μου που γνώριζε από πόλεμο. Κατεβαίνουν οι Γερμανοί, μάλλον από Τρίπολη, αλλά πού πάνε;
- Φεύγουν! λέει ο θείος μου (Θεός σχωρέσ’ τον. Έμαθα ότι οι σύμμαχοι τούς νικούν σχεδόν σ’ όλα τα μέτωπα και ξεκουμπίζονται.
- Πανάγο! έρχονται για τον Αετό. Έρχονται να κάψουν το χωριό και αλίμονο σε όποιους συλλάβουν.
Θα πρέπει να είχαν περάσει τα μεσάνυχτα -ενώ η υπόκωφη βοή ακουγόταν- όταν οι μεγάλοι έπεσαν ξεροί για ύπνο.
Εμένα στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα λόγια του πατέρα μου! "Έρχονται να κάψουν το χωριό" Η μάνα μου καθιστή στο στρωσίδι και ακουμπισμένη στο μαξιλάρι από βρωμίστρα (άχυρο αλωνισμένης βρώμης) είχε πάρει τον μπέμπη στην αγκαλιά της και τον βύζαινε.
Φαρμάκι φαίνεται πως ήταν το γάλα της από την στενοχώρια, γιατί μόλις ο μικρός έπινε μια γουλιά άφηνε τη θηλή και άρχιζε τα κλάματα. Τελικά αποκοιμήθηκε σαν ναρκωμένος και ούτε με τις πρωϊνές κανονιές δεν ξύπνησε.
Το μέρος που είχε προετοιμάσει ο πατέρας μου για να κοιμόμαστε, ήταν μια πραγματική φωλιά. Δίπλα από το δρομάκι που περνούσε πάνω από τη νότια πλευρά του αμπελιού, πάνω από το λινό, προς τη μεριά απέναντι από το χωριό, ήταν μια τεράστια πατουλιά (βατουλιά) σε σχήμα κοιλόκυρτου φακού. Απλωνόταν σε μήκος 10-15 μέτρα και βάθος 5-6 μέτρα, σε σχήμα ημικυκλίου. Αποτελείτο από κάθε είδους της περιοχής θάμνους και δένδρα: σπάρτα, ρείκια, θυμάρια, σχίνα, πουρνάρια μικρά και μεγάλα, αφάνες τεράστιες... μα η βασική της πρασινάδα που την έκανε βαθύπυκνη ήταν το βάτο και το αρκουδόβατο που είχαν αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή της. Στο μπροστινό μέρος, ένα ψηλό δένδρο αγκαλιασμένο σαν αδελφάκι μ’ ένα τεράστιο πουρνάρι, ύψωναν τα κλαδιά τους σαν φυσική σκιά. Τα δίδυμα αυτά δένδρα δεν υπάρχουν σήμερα, κόπηκαν για ξύλα. Η πατουλιά υπάρχει σε μικρότερο μέγεθος. Αυτή λοιπόν η -Πατουλιά του Κουρέα- όπως την έλεγαν- παρωνύμιο κάποιου συγχωριανού μας- μας προφύλασσε και από τη ζέστη και από το αγιάζι. Είχαν περάσει θαρρώ πια τα μεσάνυχτα. Τ’ αστέρια άστραφταν ακόμη στον ουρανό και κάπου-κάπου κυνηγούσε το ένα το άλλο αφήνοντας πίσω τους πύρινες ουρές. Είχε κι ένα φεγγάρι κατακίτρινο και χλωμό, που είχε χάσει τη λαμπράδα του, αποκαμωμένο και ντροπιασμένο γι’ αυτά που έβλεπε να συμβαίνουν στη γη. Πρέπει να είχαμε όλοι αποκοιμηθεί. Σε λίγο άρχισε να χαράζει. Η αυγή με κόπο προσπαθούσε να διώξει τη νύχτα. Οι σιλουέτες των θάμνων, επάνω στο λοφίσκο που ήταν απέναντί μας, μόλις και μετά βίας έδειχναν την ύπαρξή τους. Ένας κότσυφας πετάχτηκε από τα βάτα και χάθηκε στριγκλίζοντας. Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν πίστευα αυτό που είδα:
Η μητέρα μου όρθια πάνω σε μια πλάκα υπερυψωμένη στη μάντρα του χωραφιού, κοιτούσε προς το Δώριο. Πετάχτηκα όρθιος όπως συνήθιζα πάντα και πήγα δίπλα της, αφού πρώτα έριξα στην πλάτη μου τη μπόλκα (σακάκι) που από τα πολλά μπαλώματα δεν διέκρινες ποιο ήταν το δικό του ύφασμα. Η δημοσιά κάτω από τη στροφή στο κλήμα μέχρι το εικονοστάσι, που πηγαίνει ο δρόμος για την Παναγιά τη Φαρμακιώτισσα -μεγάλη η χάρη της- κι ακόμη κάτω μόλις διακρινόταν από την πρωινή πάχνη. Μέσα στο Δώριο τίποτε δεν φαινόταν από την καταχνιά.
Και ξαφνικά, βλέπω τη μάνα μου να τρέχει προς τα στρωσίδια που κοιμόταν η θεία μου, και σιγά-σιγά, για να μην ξυπνήσει και τους άλλους της λέει:
- Σήκω Βασίλω να δεις κάτι, δε βλέπω καλά, έλα γρήγορα!
- Τι είναι μωρή Καλλιόπη; πετάγεται αγουροξυπνημένη η θεία μου.
Όρθιος εγώ κοιτούσα σαν σαστισμένος πότε τη μια και πότε την άλλη.
- Κοίτα μωρή κάτω εκεί στη δημοσιά. Βλέπεις τίποτα;
- Ναι, λέει η θεία μου. Γυναίκες με καλάθια στον ώμο. (Τους ασυρμάτους και τα σακίδια τα πέρασαν για κοφίνια).
- Τις μαυροκουρούνες, πού να πηγαίνουν πρωί-πρωί; λέει η μάνα μου.
- Για τρύγο πάνε Καλλιόπη, της απαντά. Δεν βλέπεις;
Δεν πρόλαβαν ν’ αποσώσουν την κουβέντα τους και κάτω από το δρομάκι στα 70-100 μέτρα ακούγονται Γερμανικές φωνές και συζητήσεις σε έντονο ύφος. Τρέχει η μάνα μου στον πατέρα μου και η θεία μου στον Πανάγο -κοιμόντουσαν ακόμη-.
- Δήμο μου σας πιάσανε!
Αυτή η φράση χαραγμένη ακόμη στο μυαλό μου συνέχεια το πιπιλίζει. Δεν ξεχνιέται με τίποτα. Σαν αιλουροειδή οι δύο άντρες, σαν να ήταν ξυπνητοί και το περίμεναν, αρπάζουν το σακάκι τους και τις τραγιάσκες τους και βαρελάκια που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι φαντάροι, κατρακύλησαν προς το πρανές του χωραφιού και χάθηκαν ανάμεσα στα χαμόκλαδα προς τον Κοπονακαίικο δρόμο. Η γιαγιά η Ρουμπίνη, η αδελφή μου, ο Σπυράκος και ο μπέμπης ακόμη δεν έχουν ξυπνήσει. Είναι ακόμη αμέτοχοι στον εφιάλτη που ζούμε. Οι Γερμανοί έρχονταν σε στρατιωτικό σχηματισμό και με μεγάλη προσοχή. Είχαν πλησιάσει περίπου 30-40 μέτρα όταν μας είδαν όρθιους μπροστά τους σχεδόν.
Φαίνεται πως πανικοβλήθηκαν από το αναπάντεχο συναπάντημα και άρχισαν ν’ αλλάζουν πορεία και να προτείνουν απειλητικά τα όπλα τους φωνάζοντας σχεδόν άγρια μεταξύ τους. Πιο κάτω, για καλή μας τύχη, ένας αξιωματικός τους φώναξε δυνατά και επιτακτικά. Κατέβασαν τα όπλα και μας προσπέρασαν ρίχνοντας λοξές, αγριεμένες και ύπουλες ματιές. Πέρασαν όλοι τους με προτεταμένα τα όπλα και σε σχηματισμό ανίχνευσης. Κοιτούσαν αριστερά-δεξιά ανήσυχοι.
Ίσως πίστευαν πως από στιγμή σε στιγμή θα δεχθούν επίθεση και γι’ αυτό έπαιρναν φοβερή προφύλαξη.
Προχωρώντας σε τρεις παράλληλες σχεδόν γραμμές και σε απόσταση ο ένας απ’ τον άλλο, σύγκλιναν προς το στενό πέρασμα του δρόμου όπου και σταμάτησαν. Είχε πια η μέρα διώξει το σκοτάδι. Είχε χαράξει για τα καλά. Όλα τώρα φαίνονταν σχεδόν καθαρά. Τους βλέπαμε να διασκορπίζονται σε όλη την πλαγιά του λόφου, να τραβούν καλώδια, να στήνουν έναν τεράστιο ασύρματο στην κορυφή που η κεραία του, πανύψηλη, φαινόταν να βεργολυγίζεται από την ελάχιστη πνοή του ανέμου.
Αυτά που διαβάζετε είναι αποτυπωμένα μέσα στο μυαλό μου σαν μια βιντεοταινία έγχρωμη με ήχο και εικόνα, όπως σας προανέφερα, και η οποία μέχρι και που να αφήσω την τελευταία μου πνοή, δεν πρόκειται να σβήσει. Μόλις τώρα δειλά άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες ηλιαχτίδες, που πέφτοντας πάνω στα κράνη των Γερμανών τα έκαναν να γυαλίζουν. Πρώτη σπάει τη σιωπή η μητέρα μου:
- Δόξα σοι ο Θεός Βασίλω μου! ψέλλισε με φωνή που μόλις ακουγόταν.
- Κάποιος άγιος είναι κοντά μας Καλλιόπη και θέλει να μας προστατέψει, απάντησε η θεία μου.
Φαίνεται πως είχαν τελειώσει τις διάφορες προετοιμασίες τους, όταν ξαφνικά προβάλει με σταθερό βήμα, πανύψηλος στα κατάλευκα ντυμένος, σωστός Αρχάγγελος, ένας Γερμανός με πηλίκιο, πιστόλι στη ζώνη, τη γνωστή πουλάδα στο πέτο του πουκαμίσου και μπότες ψηλές και φρεσκογυαλισμένες. Στο αριστερό του χέρι φορούσε μαύρο περιβραχιόνιο, ένδειξη πένθους και πίσω και δίπλα του ένας γερμανός με πεντακάθαρη πρωτόγνωρη στολή, μπότες ψηλές και με το αυτόματο πάντα προτεταμένο. Ο πρώτος φαίνεται πως ήταν ο αξιωματικός της ομάδας. Ακόμη και μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει, ούτε κάποιος απ’ όσους έχω ρωτήσει μου έχει εξηγήσει, γιατί ενώ όλοι οι άλλοι φορούσαν χακί ρούχα, αυτός φορούσε λευκά!
Πλησίασαν και σταμάτησαν κάτω από τα δίδυμα δέντρα με τους γερμένους κορμούς. Σηκώθηκε η μάνα μου, σηκώθηκε η θεία μου. Εγώ τώρα έχω παγώσει από φόβο. Μέχρι τώρα όλα μου φαίνονταν σαν φυσιολογική εξέλιξη μη γνωρίζοντας ούτε υπολογίζοντας τις μετέπειτα συνέπειες.
- Καλημέρα! ψέλλισε σε άπταιστα ελληνικά.
- Καλημέρα, απάντησε η θεία και η μάνα μου.
- Τι κάνετε εδώ; ρώτησε.
- Τρυγάμε, απάντησε η μάνα μου. Φαίνεται όμως πως δεν κατάλαβε γιατί έκανε έναν περίεργο μορφασμό δυσπιστίας.
- Κόβουμε σταφύλια, ξαναείπε η συχωρεμένη, δείχνοντάς του ένα σταφύλι από το καλάθι που ήταν δίπλα και γεμάτο.
- Α! είπε. Κατάλαβα. Πόσες μέρες εδώ;
- Μια βδομάδα, του λέει η μάνα μου και με τα δάχτυλά της δείχνει λέγοντάς του τη φράση: Πέντε μέρες.
- Πέντε μέρες! ψελλίζει. Κατεβαίνει στο λινό και άρχισε να κοιτάζει τις ουρές των σταφυλιών. Δείχνει την ουρά από ένα σταφύλι φρεσκοκομμένο και λέει: Εδώ; λέει.
- Ελάτε μαζί μου, λέει η μάνα μου και τον πηγαίνει στην άκρη του λινού που υπήρχαν τρυγημένα σταφύλια 5-6 ημερών από τη γιαγιά μου.
- Ορίστε, κοιτάτε, του λέει.
Τα κοιτάζει καλά-καλά στις ουρές και λέει:
- Ναι! ναι! Από πού είσθε; -πάντα σε άπταιστα ελληνικά-.
- Από τον Αετό! του απαντά η μητέρα μου.
- Αετό ε! μονολόγησε... Τι μάθατε; έγινε μάχη στον Αετό;
- Ναι, χθες το απόγευμα πέρασε ένα παιδί τρέχοντας και μας είπε πως Ιταλοί με αντάρτες έδωσαν μάχη (το παιδί ήταν ο Σωτήρης ο Καγιάφας - Γεωργιλάς μετέπειτα αστυνομικός).
- Όχι Ιταλοί! Γερμανοί! Εμένα αδελφός μου καπούτ! και δείχνει το μαύρο περιβραχιόνιο δείγμα πένθους στο αριστερό του μανίκι.
Εν τω μεταξύ, έχουν ξυπνήσει και οι υπόλοιποι. Προχωρά προς το μέρος που ήταν μισοξαπλωμένοι και οι άλλοι.
- Μπαμπάς; ρωτάει.
- Δεν έχω, είμαι χήρα! φορούσε όπως και η γιαγιά το μαύρο μπαρέζι από τον πρόσφατο θάνατο του παππού μου.
- Από τι καπούτ; ρωτάει.
- Πνευμονία, του λέει και βάζει το χέρι της στην πλάτη δυο φορές. Φαίνεται πως κατάλαβε.
Στρίβει αριστερά και σε κάποια στιγμή αφού είχε βαδίσει δυο-τρία μέτρα, γυρίζει και λέει στη μάνα μου:
- Ελάτε μαζί μου!!
Το μωρό είχε ξυπνήσει και έκλαιγε. Το αρπάζει στην αγκαλιά, το διπλώνει με μια μάλλινη κουβερτούλα και τον ακολουθεί βγάζοντας ταυτόχρονα την αγωνία του τέλους με τη λέξη: γειά σας!! (Πίστευε πως ερχόταν ο θάνατος).
Πίσω της εγώ, πιο πίσω η Ρουμπίνη και ακόμη πίσω ο Σπύρος. Όλοι ξυπόλητοι. Φτάσαμε στο στενό πέρασμα του δρόμου. Οι Γερμανοί παραμέριζαν δεξιά-αριστερά με διακριτικότητα για να περάσουμε. Ο αξιωματικός συζητώντας με τους στρατιώτες φαίνεται πως μας ξέχασε. Ακίνητοι εμείς ανάμεσά τους περιμέναμε. Ο μικρός Λευτέρης άρχισε να κλαίει και τότε η μάνα μου του λέει:
- Καλέ! το μωρό πάγωσε! και κλαίει!!!
- Ναι! Ναι! λέει. Συγνώμη! και άρχισε να απλώνει στην πλευρά του όχτου του δρόμου προς τον Αετό, έναν τεράστιο χάρτη που τον κρατούσαν δυο Γερμανοί τεντωμένο.
Μ’ ένα δείχτη σαν στρατιωτικό σκήπτρο, άρχισε να ρωτάει τη μάνα μου -με το μωρό στην αγκαλιά, εμένα δίπλα της και πάρα πίσω Ρουμπίνη - Σπύρος.
Σαν ν’ ακούω ακόμη τη φωνή του ήρεμη, ξάστερη και όπως τώρα αξιολογώ με κάποιο βαθύ πόνο.
- Αυτό χωριό;
- Μποντιά! απαντά η συχωρεμένη.
- Αυτό χωριό;
- Μαλίκι!
- Αυτό;
- Βαρυμπόπι.
- Αυτό;
- Σαρακινάδα, του λέει.
Κάθε φορά που άκουγε το όνομα κάτι σημείωνε στο χάρτη.
- Αυτό χωριό; και δείχνει προς τον Αετό.
- Αετός, του λέει.
- Αετός ε! Αετός!... μονολογεί. Αυτό εκκλησία; αυτό εκεί πάνω και δείχνει την εκκλησία του Άι-Λιά.
- Προφήτης Ηλίας! του απαντά.
Επαναλαμβάνει την ίδια απάντηση και σημειώνει στον χάρτη.
- Ευχαριστώ! είπε. Πηγαίνετε τώρα.
Τώρα ο Σπύρος πρώτος, ακολουθεί η Ρουμπίνη, η μάνα μου με το μωρό στην αγκαλιά και πίσω της εγώ. Όταν πλησιάσαμε το τσαρδί μας γυρίζει ο Σπυράκος και λέει:
- Μαμά θέλω νιανιά, πεινούσε πολύ.
- Τώρα θ’ αρμέξουμε τις γίδες και θα φάτε, είπε η μητέρα.
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει το λόγο της και οι οβίδες άρχισαν να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας. Θα πρέπει να έριχναν δυο-τρία πυροβόλα γιατί έσκαγαν σχεδόν συγχρόνως σε δυο-τρία μέρη.
Στην αρχή οι βολές ήταν περιφερειακά, σαν πυρά φραγμού, προσπαθώντας να εμποδίσουν την φυγή των κατοίκων. Μετά άρχισαν να βομβαρδίζουν μέσα στο χωριό. Ο συριγμός των βλημάτων πάνω από τα κεφάλια μας ήταν δαιμονικός.
Τώρα μας έπιασε πανικός! Το μωρό άρχισε να ουρλιάζει. Ο Σπύρος ξέχασε το φαί κι άρχισε να κλαίει το ίδιο και η Ρουμπίνη κι εγώ. Κουλουριασμένοι όλοι μέσα στα στρωσίδια ένα μάτσο άνθρωποι με μηδέν ηθικό.
Φαίνεται πως από μακριά μας είδε που κλαίγαμε ο φύλακας άγγελός μας -διότι σαν τέτοιος αποδείχτηκε- και τροχάδην έρχεται κοντά μας ενώ ο ορυμαγδός των οβίδων συνεχιζόταν. Ρωτάει τη μάνα μου:
- Γιατί κλαίνε τα μωρά;
- Φοβούνται από το μπουμ-μπουμ, ψελλίζει εκείνη.
- Να μη φοβούνται, λέει. Είμαστε εμείς εδώ! και σηκώνει το αριστερό του χέρι και το βάζει στο στήθος του. Εμείς! επαναλαμβάνει και φεύγει.
Άσβηστα ακόμη μένουν τα λόγια και οι εικόνες στο μυαλό μου. Πάλι τώρα τις ξαναζώ.
- Βασίλω! δεν θα μας κάνουν κακό! Αυτός είναι καλός ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ψέλλισε με κόπο η μάνα μου.
- Πρόσεξες Καλλιόπη κάτι; μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά, είπε η θεία μου.
- Αυτό Βασίλω θα μας σώσει... θα έχει σπουδάσει σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο, γι’ αυτό ξέρει τη γλώσσα μας.
Το κλάμα σταμάτησε ως διά μαγείας και μόνο ο μπέμπης μουρμούριζε σαν να διαμαρτυρόταν για φαί. Βγάζει η μάνα μου το βυζί της και βάζει τη θηλή του στο στόμα. Ήπιε μερικές γουλιές και το άφησε κλαίγοντας.
- Τι να πιεί Βασίλω; Φαρμάκι είναι το γάλα μου!
Ο βομβαρδισμός τώρα έχει σταματήσει. Τώρα θα αρχίσει η επόμενη φάση της καταστροφής. Και ξαφνικά, οι πρώτες φλόγες άρχισαν να βγαίνουν σαν πύρινες γλώσσες από τα παράθυρα και τις στέγες των πρώτων σπιτιών, στην άκρη του χωριού. Και μετά και άλλα σπίτια, και άλλα σ’ όλο το μήκος και πλάτος του χωριού. Ολόκληρο το χωριό ήταν λαμπαδιασμένο. Η εικόνα ήταν φρικτή. Ο διάβολος δραπέτευσε από την κόλαση μ’ όλα τα καταστροφικά του σύνεργα και ήρθε να ρημάξει το όμορφο χωριό μου!
Όλοι μας τώρα κλαίγαμε βουβά, γοερά και με αναφιλητά, όχι από φόβο για τη ζωή μας, αλλά γι’ αυτή την καταστροφή που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας.
Όλο το χωριό τώρα ήταν τυλιγμένο σε πυκνούς μαύρους καπνούς και σε πύρινες γλώσσες που συναγωνίζονταν ποιά θ’ ανέβει πιο ψηλά! Τώρα έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο κρατήρα ηφαιστείου που ξέρναγε από τα έγκατά του πύρινη λάβα και πυκνό καπνό.
- Τώρα καίγεται το σπίτι σας Καλλιόπη! είπε η θεία.
- Όρμπος Βασίλω! τίποτα να μη μείνει! μόνο οι άνθρωποι Χριστέ μου να γλιτώσουν, ψέλλισε.
Και η μακάβρια εικόνα της κόλασης συνεχιζόταν όλο και πιο έντονη. Και εμείς βουβοί κι ανήμποροι με μάτια βουρκωμένα παρακολουθούσαμε, σαν σε ταινία, το ολοκαύτωμα του χωριού μας. Την καταστροφή!
Και ξαφνικά, εκεί που πιστεύαμε πως γλιτώσαμε, ένα βλοσυρό ανθρωπάκι με το κράνος να σκεπάζει και τ’ αυτιά του με το αυτόματο προτεταμένο, κατευθύνεται προς εμάς.
- Κάντε το σταυρό σας, λέει η μάνα μου, μέχρι εδώ είμαστε.
Ο Γερμανός μόλις έφτασε μπροστά από όλους μας, προχωράει ακόμη μερικά βήματα και αρχίζει να ρίχνει ριπές πάνω από τα κεφάλια μας μέσα στην Πατουλιά. Τότε αρχίσαμε να φωνάζουμε και να κλαίμε.
Άκουσε τις ριπές ο ΛΕΥΚΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ -εγώ μια ολόκληρη ζωή έτσι τον αποκαλώ- και τροχάδην μαζί με ένα Γερμανό στρατιώτη, πηγαίνει κοντά στο βδελυρό ανθρωπάκι, κάτι του λέει έντονα και αγριεμένα, αυτός του απαντά, του αρπάζει το αυτόματο και άρχισε να τον χτυπά με τον υποκόπανο, πότε να του δίνει κλωτσιές, κάτι λέει στον υπασπιστή του και εκείνος τον βάζει μπροστά σημαδεύοντάς τον με το όπλο.
- Χτυπήθηκε κανείς; ρωτάει πάλι σε άπταιστα ελληνικά.
- Όχι! λέει ξερά η μάνα μου.
- Ο Θεός παιδάκι μου να σ’ έχει καλά! μουρμούρισε η γιαγιά Ρουμπίνη και έσκυψε το κεφάλι κρύβοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα πόδια της.
Όταν το σήκωσε, τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Ήταν δάκρυα ευγνωμοσύνης. Δεν θυμάμαι πότε απόκαναν οι βάρβαροι και σταμάτησαν την καταστροφή. Ούτε πόσες ώρες κράτησε ο χαλασμός. Ολόκληρο το χωριό ήταν μια τεράστια πυρκαγιά. Η ίδια η κόλαση μπροστά στα μάτια μας. Αρχίσαμε να συνηθίζουμε την εικόνα. Οι Γερμανοί, φιλικοί προς εμάς τώρα -μετά το επεισόδιο- έρχονταν στο λινό και τσιμπολογούσαν σταφύλια. Εγώ, θυμάμαι, ξεθάρρεψα και ακολούθησα κάποιον που είχε γεμίσει το κράνος του με σταφύλια πηγαίνοντάς τα στους άλλους.
- Νίκο! ακούω αγριεμένα τη φωνή της μάνας μου.
Σαν να μου ‘λεγε: πού πας βρε παλιόπαιδο;
Ο Γερμανός γύρισε πίσω, χαμογέλασε και προχώρησε. Εγώ από κοντά. Δεν άκουγα κανέναν. Ξυπόλητος πέρασα ανάμεσά τους, βγήκα από το στενό πέρασμα και σταμάτησα. Ένας ήρθε κοντά μου. Άνοιξε μια κονσέρβα, την έκοψε στη μέση και μου έδωσε τη μισή μαζί με ψωμί, χαϊδεύοντας το κεφάλι μου. Υπήρχαν και ΑΝΘΡΩΠΟΙ ανάμεσα στους βαρβάρους. Έφαγα μια μπουκιά και έτρεξα πάλι στη βάση μου.
Και η φωτιά συνέχιζε το καταστροφικό της έργο.
Κάποια στιγμή έρχεται ένας Γερμανός και με ακαταλαβίστικες φράσεις κρατώντας στο χέρι του ένα άδειο παγούρι νερού, μας έδωσε να καταλάβουμε πως ήθελε νερό. Σηκώθηκε η μάνα μου, η θεία μου -που την ακολούθησε- και όλο το τσούρμο πέρασε το στενό μονοπάτι του δρόμου κάνοντας τους Γερμανούς να παραμερίζουν και πήγαμε στο πηγάδι, δίπλα από το σπιτάκι.
Η θεία μου κρατούσε το μωρό και η μάνα μου έβγαζε νερό. Πού να πιούν όμως. Αν δεν πίναμε πρώτα εμείς, σταγόνα δεν έβαζαν στα χείλη τους. Αφού ήπιαν, τους καθάρισε η μάνα μου και φραγκόσυκα -στην αρχή τα έπιαναν με τα χέρια και γέμιζαν αγκάθια-. Ας είναι... μετά από πολλά και διάφορα βρεθήκαμε και πάλι χωμένοι στα στρωσίδια. Η μόνη που δεν κουνήθηκε ρούπι από τη θέση της, ήταν η γιαγιά. Είχε κοκαλώσει κάτω στο στρώμα.
Σε κάποια στιγμή, λέει η θεία μου:
- Καλλιόπη, τον Αξιωματικό με τα λευκά δεν τον ξανάδαμε, τι να ‘γινε;
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και νάτος, ερχόταν μόνος του αυτή τη φορά. Κρατούσε στο χέρι του δυο κονσέρβες και μισή κουραμάνα.
- Πάρτε τα! είπε. Για τα παιδιά, κι έφυγε.
Είχε πάρει πια απόγευμα και ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει προς τη θάλασσα. Μερικές οργιές ήταν ακόμη πάνω από τον ορίζοντα. Και οι Γερμανοί πηγαινοέρχονταν ακόμη και γέμιζαν τα κράνη τους με σταφύλια. Τους είχαμε συνηθίσει πια. Ξεθαρρέψαμε όλοι! Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε κοντά τους. Δεν μας πείραζαν.
Φαίνεται πως είχαν πάρει αυστηρές διαταγές από τον "ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΑ ΛΕΥΚΑ". Πέρασε ακόμη αρκετός χρόνος. Τώρα κόκκινες οι αχτίδες του ήλιου φώτιζαν ροδόχρωμα το λοφίσκο και τα κεφάλια με τα κράνη που γυάλιζαν.
Και η φωτιά συνέχιζε το θλιβερό της καταστροφικό έργο.
Σε λίγο άρχισαν να φεύγουν. Τους βλέπαμε που με γρήγορες κινήσεις μάζευαν τα στημένα πολυβόλα, τους ασυρμάτους με τις πανύψηλες κεραίες, τα απλωμένα καλώδια... Τους βλέπαμε να κατεβαίνουν από τα χωράφια προς το κλήμα (τοποθεσία).
- Δόξα σοι ο Θεός, ξεφώνισε δυνατά η μάνα μου σα να ήθελε ν’ ακουσθεί η φωνή της στη νεκρωμένη από φόβο φύση. Βασίλω γλιτώσαμε! Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του.
- Ας είναι συχωρεμένα τα πεθαμένα του παλικαριού με τ’ άσπρα, είπε μ’ ένα λυγμό ευγνωμοσύνης και ευχής αντάμα η γιαγιά Ρουμπίνη και από τα μάτια της έτρεχαν πάλι δάκρυα. Αν δεν ήταν ΑΥΤΟΣ, δεν θα μας άφηναν να ζήσουμε, ξαναψέλλισε. Να τον έχει ο Θεός καλά, είπε!
Θα ‘θελα η ευχή αυτή της γιαγιάς να είχε ακουσθεί και το παλικάρι με τ’ άσπρα να πέθανε από βαθιά γεράματα.
Ας είναι... Έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός. Έτσι νομίζαμε. Καμιά κίνηση δεν έβλεπες τώρα στο βουναλάκι. Όμως είχαμε κάνει λάθος. Καθώς ο ήλιος χανότανε πίσω από τη θάλασσα του Καλόνερου, μια λάμψη από κράνος σαν καθρέφτης ήρθε στα μάτια μας. Ένας γερμανός είχε μείνει πίσω παρακολουθώντας μας. Ποιός ξέρει τι πίστευαν πως θα κάναμε εμείς όταν έφευγαν. Όταν κατάλαβε πως τον αντιληφθήκαμε, σηκώθηκε και κατεβαίνοντας την πλαγιά χάθηκε στην κατηφόρα προς το σπιτάκι του Ντρίβα -Σωτήρη Πανάγου- (γυφτούρα).
- Μην κουνιόσαστε καθόλου, λέει η θεία μου. Θα είναι και άλλοι στο ύψωμα και μας παρακολουθούν.
Όμως δεν είδαμε αν υπήρχε και κάποιος άλλος... Και άρχισε η νύχτα να διώχνει την ημέρα. Το φως παραχωρούσε τη θέση του στο σκοτάδι. Και η πύρινη λαίλαπα της μεγάλης πυρκαγιάς εξακολουθούσε ακόμη να φωτίζει με μια κοκκινοκίτρινη ανταύγεια τους σκελετωμένους κορμούς των καμένων σπιτιών.
Πρέπει να είχε προχωρήσει αρκετά η νύχτα, όταν γύρισαν ο πατέρας μου με το θείο μου Πανάγο. Μιλούσαν ψιθυριστά με τις γυναίκες τους. Προσπαθούσα να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου για ν’ ακούσω, αλλά ο ύπνος με πρόλαβε.
Το πρωί ξημέρωσε γρήγορα. Με μισόκλειστα μάτια, αγουροξυπνημένοι κοιτάζαμε προς το χωριό. Τα σπίτια, σκελετωμένα ντουβάρια, μαύρα σαν φαντάσματα της κόλασης ακόμα κάπνιζαν.
Η Κυριακή που ξημέρωσε βρήκε το χωριό ντυμένο στα μαύρα. Η καμπάνα του Άι-Δημήτρη, δεν χτύπησε. Η ερημιά και η συμφορά μόνες τους περπατούσαν στα μαυρισμένα δρομάκια.
Ο θάνατος και η φωτιά είχαν στήσει χορό μέσα στα ρημαγμένα σπίτια. Παντού μαύροι σκελετοί. Ένα απέραντο νεκροταφείο είχε γίνει αυτό το όμορφο χωριό. Δεν θυμάμαι αν πήγαμε την άλλη μέρα ή αργότερα στο χωριό. Περπατώντας στους δρόμους, η μυρουδιά της στάχτης, ανάκατη με την καμένη σάρκα, σου έσπαζε τα ρουθούνια.
Τίποτα πια δεν θύμιζε ότι ήταν πριν. Ίχνος ζωής δεν υπήρχε! Τίποτε δεν σάλευε. Μόνο ο θάνατος χόρευε.
Αργότερα, κάπου-κάπου ξεπρόβαλε κανένας συγχωριανός, με ζωγραφισμένο τον πανικό και τον τρόμο στο πρόσωπό του και σηκωμένα σε σχήμα απόγνωσης τα χέρια προς τον ουρανό, ήταν σαν να ικέτευε, παρακαλώντας το μεγαλοδύναμο να του απαντήσει: Γιατί Θεέ μου!
Θυμάμαι, όταν πια αποφάσισαν ο πατέρας και ο θείος να πάνε στο χωριό, καβάλησαν τα άλογα και με γρήγορο καλπασμό βιάζονταν να φτάσουν. Εγώ ξυπόλητος πιο πίσω, με τη μάνα μου να φωνάζει: "γύρνα πίσω" -έτρεχα για να τους προφτάσω. Όταν έφτασαν στην Πηλαλίστρα, τους προσπέρασα και βγήκα πρώτος στη βρυσούλα. Ήμουν χάρμα οφθαλμών: μ’ ένα παντελόνι κάτω από τα γόνατα και μια μπόλκα που τα μανίκια της ήταν πιο μακριά από τα χέρια μου. Γέλασε ο πατέρας, γέλασε και ο θείος.
- Έλα δώσε μου το χέρι σου, μου είπε.
Και με μια κίνηση μ’ άρπαξε και καβάλησα στα καπούλια τον Ψαρή. Ο δρόμος που πριν μερικές μέρες έσφυζε από ζωή, τώρα ήταν νεκρωμένος. Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, ούτε πουλί δεν φαινόταν. Όλα κρυμμένα από φόβο. Όλα τρομαγμένα από τους λύκους που είχαν περάσει από κει. Μόνο τα πέταλα των αλόγων ακούγονταν μονότονα στο λιθόστρωτο του δρόμου. Μπήκαμε στο χωριό! Τα σπίτια κατάμαυρα ντουβάρια που ακόμη κάπνιζαν. Κάπου-κάπου συναντούσαμε κάποιο συγχωριανό μας, που με πρόσωπο κερωμένο από αγανάκτηση και πόνο, κοιτούσε σταυροκοπημένος το ρημαγμένο σπίτι του. Τα σπίτια της αγοράς ήταν ένα μεγάλο κατάμαυρο νεκροταφείο από ντουβάρια. Μπροστά στο καφενείο της γιαγιάς ασυναίσθητα πήδησα από το άλογο και πήγα στη μισοκαμένη πόρτα που ακόμη κάπνιζε. Ο θείος είχε φθάσει στο σπίτι του. Ολόστητος μπροστά στο σκελετωμένο ντουβάρι στεκόταν χλωμός και άφωνος. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η απόλυτη πίκρα και η απόγνωση. Στα μάτια του διέκρινες ένα δάκρυ που προσπαθούσε μάταια να κρύψει.
- Έλα Πανάγο! πάμε και στο δικό μου να δούμε, του φώναξε ο πατέρας μου.
Μα δε σάλεψε. Πήδηξα πάνω στον κήπο σκαρφάλωσα στην αχλαδιά και έκοψα ένα τεράστιο απίδι. Τρέχοντας έφτασα στο σπίτι. Στην πόρτα με πρόφτασε η γιαγιά Παναγιώτα, αδελφή της γιαγιάς Ρουμπίνης, καλόγρια. Πήρε λάδι από το καντήλι και μου ’κανε το σημάδι του Σταυρού στο μέτωπο.
- Την ευχή μου να ’χεις Νίκο μου, ψέλλισε.
Και η ευχή αυτή μ’ ακολουθεί στη ζωή μου.
Το σπίτι μας ήταν ζωντανό, μα μέσα ήταν ρημαγμένο. Πολυβολημένο από όλες τις πλευρές. Μερικά βλήματα υπάρχουν ακόμα στον κομό της μάνας μου. Τα αφήσαμε για ενθύμιο. Το πώς γλίτωσε είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Ο πατέρας μου πήρε ψωμί, τυρί και μου φώναξε:
- Πάμε.
Ο θείος καθισμένος στο πέτρινο πλατύσκαλο, με το τσιγάρο στο στόμα κοίταζε αφηρημένος τα ρημάδια που άφησε η φωτιά.
- Έλα Πανάγο! Πάμε! του φώναξε ο πατέρας.
Με δισταγμό, σαν να μην ήθελε ν’ αποχωριστεί κάποιον αγαπημένο νεκρό, που άφηνε πίσω του, καβάλησε τον Καρά και με γρήγορο καλπασμό, σαν να ήθελαν να μη ξαναντικρίσουν την καταστροφή, φτάσαμε στο χωράφι.
Όλοι τους ήταν στις ίδιες θέσεις. Ρώτησε η θεία, ρώτησε η μάνα μου τι έγινε, και ο πανικός, η αγανάκτηση και η φρίκη ξαναζωγραφίστηκε στα πρόσωπα. Η θεία έκλαιγε.
- Σώπα Βασίλω μου. Τα σπίτια θα ξαναγίνουν, οι άνθρωποι να γλιτώσουν. Και μέσα σ’ αυτή την απόλυτη βουβαμάρα, βλέπω τη γιαγιά Ρουμπίνη να σηκώνεται ολόστητη, πανύψηλη και λιπόσαρκη καθώς ήταν και μαυροφορεμένη, να λύνει το μαύρο μαντήλι που το ’χε δεμένο κάτω στο σαγόνι, να σηκώνει τα δυό της χέρια ψηλά και σαν ικέτιδα ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας να φωνάζει δυνατά:
- Καταραμένοι να ’ναι σ’ όλη τους τη ζωή.
Ξαναγονατίζει, σταυρώνει τα δυο της πόδια, κάθεται με τα χέρια διπλωμένα, κατεβάζει το κεφάλι μπροστά και άρχισε να κλαίει μ’ αναφιλητά. Έκλαιγε για τη συμφορά που μας βρήκε; Έκλαιγε για τον παππού που έφυγε σχεδόν νέος πριν λίγους μήνες; Ποτέ δε μάθαμε. Ας είναι όλοι τους οι αγαπημένοι μου που έχω αναφέρει, ευλογημένοι και το χώμα που τους σκέπασε ας είναι ελαφρύ.
Και ο πίνακας του ζωγράφου από κάτω για λεζάντα θα έγραφε: "Από εδώ πέρασαν οι βάρβαροι".
Εκτός από ελάχιστα, όλα τα σπίτια καμένα. Οι άνθρωποι χάρις στην προνοητικότητά τους έφυγαν και γλίτωσαν. Μα το χειρότερο: Τρεις συνάνθρωποί μας κάηκαν ζωντανοί. Επτά δολοφονήθηκαν. Είναι ο τραγικός ανθρώπινος απολογισμός. Η μνήμη τους και η μνήμη όλων των τιμημένων νεκρών μας όλων των ελληνικών πολέμων και ολοκαυτωμάτων ας είναι αιωνία. Ας είναι η θυσία τους ιερή παρακαταθήκη για να μας φρονηματίζει και να μας θυμίζει πως η λευτεριά, αυτή η πανάρχαια θεά των Ελλήνων η γεννημένη εδώ και η θρεμμένη με αίμα, αυτή που κερβερικά φρουρεί τα απέραντα κοιμητήρια τα σπαρμένα από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά, με τ’ όπλο παρά πόδα δεν χαρίζεται. Δεν κερδίζεται με τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Αλλά με αίμα! Πολύ αίμα, πολύ πόνο και πολύ δάκρυ.
NΙΚΟΣ ΡΕΜΠΕΛΟΣ
Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός.
Δημοσίευση: «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ»
Φύλλο 87 Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου