Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Παναγιώτης Μπενέας: Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς!!!


Ο Παναγιώτης Μπενέας ζει και περιπλανιέται στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1997, και είκοσι έτη αργότερα, το καλοκαίρι του 2017, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ιαματικές πληγές» από τις εκδόσεις Το Σκαθάρι. Το 2023 κυκλοφόρησε η νέα ποιητική του συλλογή «Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς» από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο.

Επιμέλεια συνέντευξης: Βασιλική Ευαγγέλου-Παπαθανασίου

Ο Παναγιώτης Μπενέας είναι αληθινός, ευφυής, χαρισματικός και μας δείχνει τη βαθιά ματιά του στα γεγονότα, την καθαρότητα και την αυθεντικότητα, που διαθέτουν μόνο όσοι αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν και ο Παναγιώτης Μπενέας φαίνεται ότι αγαπά την ποίηση. «Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς» είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής του Παναγιώτη Μπενέα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο.

Στην ποίησή σας έχω βρει πολλές λέξεις από την πανδημία: μετακίνηση 4, ασυμπτωματικά… Πόσο μεγάλη επίδραση άσκησε πάνω σας η πανδημία; 

Πριν απ’ όλα να επιστήσουμε την προσοχή των εν δυνάμει αναγνωστών του στο ότι «Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς» δεν είναι ακριβώς μια συλλογή, αλλά μάλλον μια ευπαθής ομάδα ποιημάτων: εισήχθη, ξέρετε, επανειλημμένως σε εντατική αμφιβολία η δημοσίευσή τους. Όσο για μένα τώρα, όταν ξέσπασε η πανδημία, ζούσα ήδη μια πολύ αποστειρωμένη ζωή και περιορισμένη στα ασκητικά τετραγωνικά μιας απαρέγκλιτης καθημερινότητας. Δεν δυσκολεύτηκα λοιπόν και πολύ να προσαρμοστώ στα τότε δεδομένα, αν και με αναστάτωσε, παραδέχομαι, αυτή η συνειδητοποίηση. Από την άλλη, η έναρξη της καραντίνας συνέπεσε χρονικά με την ολοκλήρωση των σπουδών μου και την αποφοίτησή μου από το πανεπιστήμιο, γεγονός που με ώθησε να αντιμετωπίσω τη νέα πραγματικότητα ως μια ευπρόσδεκτη αναστολή της ενηλικίωσής μου. Παρατηρώντας όμως τώρα από τη δέουσα απόσταση τον καμβά εκείνης της περιόδου, κυρίως στέκομαι στη μαβιά συνάντησή μου με κάποια ιδανική φωνή κι αγαπημένη – σώθηκαν δυστυχώς νωρίς τα χρώματά μας κι έμεινε το αίσθημα ημιτελές. 

Μια γλώσσα μόνη, κι η ελληνική ακόμη, πώς να κουμαντάρει την πολυλογία της ψυχής; Έχει η ψυχή απωθημένα;

Και βέβαια έχει, κι όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο είτε ψεύδεται ασύστολα είτε, για κακή τύχη όσων τον συναναστρέφονται, κουβαλάει έναν εαυτό αδούλευτο εντελώς. Φαντάζομαι τα απωθημένα σαν μαχαίρια μισομπηγμένα σ’ όλη την έκταση της αχανούς ψυχής. Το θέμα είναι κατά πόσον έκαστος εξ ημών είναι διατεθειμένος να εντοπίσει αυτά τα μαχαίρια και να τα σπρώξει όσο γίνεται βαθύτερα, ως τα πέρατα του πόνου. Μπορεί ν’ ακούγεται οξύμωρο, δεν υπάρχει όμως άλλος τρόπος για να γίνουν πιο υποφερτές οι πληγές τους. 

Το ποίημα «Χρονικό» μιλά για έναν έρωτα που έληξε άδοξα, σωστά; Τελικά οι μεγάλοι έρωτες πεθαίνουν μόνοι; 

Για μια γνωριμία που είχε άδοξη κατάληξη ας πούμε καλύτερα. Που από αίθρια που συστήθηκε, προέκυψε ολέθρια. Το ενδιαφέρον σ’ αυτό το ποίημα είναι ότι δεν θρηνεί, δεν λυπάται, δεν νοσταλγεί, αλλά διαμαρτύρεται. Διαμαρτύρεται για τη ραγδαία μεταβολή, επί τα χείρω πάντοτε φυσικά, στη συμπεριφορά του ενός, η οποία αφήνει τον άλλον σύξυλον και για την οποία υπολαμβάνει ότι δεν οφείλει να λογοδοτήσει. Δεν είναι όμως έτσι απλά τα πράγματα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προδίδει χωρίς παροχή εξηγήσεων την εμπιστοσύνη που εύλογα δείχνει κάποιος στο πρόσωπό του. Επειδή δηλαδή ο άλλος φοβάται ν’ αναλάβει την ευθύνη του απέναντί σου, πρέπει να σε ρουφήξει εσένα η δίνη των ερωτημάτων που σου γεννά αυτή η αγενής, η άθλια, η άνανδρη συμπεριφορά του; Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω αλλιώς μια συμπεριφορά που αδιαφορεί παντελώς για τον ψυχικό κόσμο του δέκτη της. Το δεύτερο τώρα σκέλος της ερώτησής σας με αγχώνει κάπως γιατί πρέπει να επιστρατεύσω όλη την πείρα που δεν έχω για να σας απαντήσω… 

Μιλήστε μας για σας, για να σας γνωρίσουμε καλύτερα. 

Αχ, να ξέρατε τι αγώνα δίνω πρώτος εγώ εδώ και χρόνια για να με γνωρίσω… Κάποιος με αποκάλεσε μια φορά «γκρίνια με άρωμα και πόδια». Λέτε να αληθεύει; Με κίνδυνο τώρα κάμποσοι να εγκαταλείψουν τη συζήτησή μας κατά την ανάγνωση αυτής εδώ της απάντησης να σας πω για μένα ότι μου αρέσουν πολύ οι μακρινοί περίπατοι, ιδίως όταν αναβάλλουν την όποια επιστροφή μου, δεν έχω καλύτερο απ’ το ν’ ανηφορίζω μέχρι το Εκράν για κανένα ρομάντζο, στέλνω αραιά και πού επιστολές και κάρτες με συμβατικό ταχυδρομείο σε ανυποψίαστους παραλήπτες, τραγουδάω δυνατά κάνοντας μπάνιο, τρέφομαι κατά βάση με κοτόπουλο γιατί δεν μπορεί να πάει κάτι στραβά με ένα κοτόπουλο για να παραφράσω λίγο τον Ματίας από το «Ο άνθρωπος με τις απαντήσεις» του Στέλιου Καμμίτση, προτιμώ τον πληθυντικό από τον ενικό αριθμό κι αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στο να με συμπαθούν και στο να μ’εκτιμούν, θα διάλεγα ασυζητητί το δεύτερο.

Έχετε σπουδάσει νομική. Πώς ξεκίνησε για σας η επαφή με την ποίηση; 

Θα το ομολογήσω: με ένα έγκλημα. Ειδεχθής εαυτός με είχε πάρει στο κατόπι, οπλισμένος με άσπονδο παρελθόν. Έτρεχα να του ξεφύγω μα ούτε μια αχτίδα σωτηρίας δεν ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα αυτού του εφιάλτη. Και ξάφνου, μέσα στην εκκωφαντική ερημιά, κυριολεκτικώς απ’ το πουθενά, άρχισε εκείνη να διασχίζει ανάερη το βλέμμα μου. Μην τα πολυλογώ, την ξεκοίλιασα για να κρυφτώ εκεί, εντός της, όπως τότε που με ξέβρασε στον κόσμο η ανυπαρξία. Το ’χω ξαναπεί πως η ποίηση είναι μια κοιλιά. Ε, τα τέσσερα έτη νομικής μετά ήταν ίσως η ποινή μου για όσα προείπα. 

Η εποχή μας έχει κυριευθεί από φόβο και τα παιδιά ψάχνουν διεξόδους. Τι προτείνετε στους νέους; 

Ελπίζω να μη σας παραπλάνησε το ηλικιωμένο προσωπείο που φοράω γράφοντας και ξεχάσατε πως νέος είμαι κι εγώ. Και μπορεί εδώ και αρκετά πια χρόνια να είμαι ενήλικος, όμως σας διαβεβαιώ πως ακόμη γυρεύει μια διέξοδο το αδικαίωτο παιδί μέσα μου. Θα περιοριστώ μόνο σε κάτι σπουδαίο που έγραψε ο Βασίλης Δημητρίου και τραγουδά ο Γιώργος Νταλάρας: «ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί». Δεν έχω να προτείνω κάτι πέρα απ’ αυτό: να είμαστε ευγενικοί και διακριτικοί, να σεβόμαστε λίγο περισσότερο την πάλη καθενός. 

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες, με τις οποίες αναμετρηθήκατε, ώσπου να ολοκληρώσετε το βιβλίο σας; 

Να αναφέρω σε αυτό το σημείο πως «Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς» είναι το δεύτερο βιβλίο μου, είχαν προηγηθεί, έξι περίπου χρόνια πριν, οι «Ιαματικές πληγές». Αφού λοιπόν αποχωρίστηκα -ή μάλλον απόδιωξα- εκείνα τα πρώτα-πρώτα ποιήματά μου, ήταν σαν να βρέθηκα ξαπλωμένος στις γραμμές ενός σιδηροδρομικού σταθμού, απ’ όπου διερχόταν από καιρού μονάχα η εγκατάλειψη, να περιμένω το τέλος μου. Μη γελάτε. Είναι η αναμονή που διαμελίζει. Η αναμέτρηση επομένως με την εδραία πεποίθηση πως ούτε λέξη δεν θ’ αποβιβαζόταν ξανά στα χαρτιά μου υπήρξε και η μεγαλύτερη δυσκολία για μένα. Μ’ αυτές εδώ τις σκέψεις που μοιράζομαι τώρα μαζί σας σχετιζόταν κι ο αρχικός τίτλος του δεύτερου βιβλίου μου που όμως δεν επικράτησε. 

Ως αισιόδοξο άτομο εστιάζω πάντα στο φως, και ξέρω ότι πάντα ρει, πάντα χωρεί και ουδέν μένει, εκτός από την αγάπη. Αυτή μας σώζει, αυτή δίνει νόημα στην ύπαρξή μας. Συμφωνείτε ότι η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος της ζωής μας;

Θα μου επιτρέψετε για αρχή να σας εκμυστηρευτώ τη μεγάλη αμηχανία που μου προκαλεί αυτό το αναμφίβολα όμορφα διατυπωμένο ερώτημά σας. Και τούτο γιατί η αγάπη συνιστά μια έννοια η οποία πάσχει, όπως θα λέγαμε στη νομική γλώσσα, από αθεράπευτη αοριστία. Τι θα πει αγαπώ; Και σε ποια αγάπη αναφερόταν το πρωί η μητέρα μου, καθώς πίναμε μαζί καφέ, λέγοντας πως «υπάρχει ζωή μπροστά, όχι αγάπες και λουλούδια»; Άλλοι πάλι σκοτώνουν, βασανίζουν, βλάπτουν από αγάπη. Φοβάμαι πως η αγάπη είναι η υπεράνω πάσης υποψίας συνισταμένη όλων εκείνων των μάλλον ταπεινών κινήτρων που μας σπρώχνουν ν’ αγαπάμε. Μετά από αυτή τη μακρά εισαγωγή διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το αν η αγάπη είναι η αρχή της ζωής μας. Δεν μας φέρνει όλους η αγάπη των γονιών μας στον κόσμο. Νομίζω πως η τύχη, για να μην πω ευθέως το ατύχημα, ή η κοινωνική επιταγή μετρούν περισσότερους επιβάτες. Όσο για το τέλος της ζωής μας, εύχομαι από καρδιάς να βρίσκεται η αισιοδοξία σας και όχι η προαίσθησή μου απ’ τη σωστή πλευρά της ματαιότητας. 

Σαν οπισθόφυλλο: 

Παναγιώτης Μπενέας 

«Γλώσσα, όταν παρασκεύαζες τη νοσταλγία, / μήπως το παράκανες λιγάκι με το άλγος;»

Ο ποιητής, σαν άλλος αλχημιστής, αναμειγνύει λέξεις και σκαρώνει ένα ελιξίριο πολύ εσωτερικής χρήσεως. Δυσανασχετεί μέσα σ’ αυτό το «ευρύχωρο που είναι το εφήμερο» κι όλο γυρεύει κάποιο εξιτήριο απ’ την πραγματικότητά του. Αναβάλλει την ενηλικίωση ζητώντας καταφύγιο στον φλοίσβο της παιδικής ηλικίας, όμως δεν συναντά κι εκεί παρά πεντάστερα χαλάσματα. Κι άλλοτε πάλι, σαν βραδιάσει, αποθέτει ασθενή τον λογισμό του σε κάποιας πολυθρόνας το εφημερεύον κούνημα με θέα προς το αθεράπευτα ερωτηματικό φεγγάρι… Με αίσθημα βαρύ στο λυρικό του μητρώο, εκτίει ένα ισόβιο φθινόπωρο προσμένοντας ο αναγνώστης να μοιραστεί μαζί του τη θέση στο άδειο παγκάκι. 

Παναγιώτης Μπενέας στο Facebook εδώ


Βασιλική Ευαγγέλου Παπαθανασίου 

Αρχισυντάκτης MAXMAG

Γεννήθηκα ένα φθινόπωρο στην πιο καυτή πόλη της Κεντρικής Ελλάδας. Πρώτος μου έρωτας ήταν τα 24 γράμματα της αλφαβήτας. Από τότε, δε σταμάτησα να σχηματίζω μ' αυτά λέξεις, προτάσεις, δίνοντας δύναμη και ψυχή στο άδειο χαρτί. Τη γλώσσα μου δώσανε ελληνική κι αυτή θα κρατήσω. Φιλόλογος και αρθρογράφος σε ηλεκτρονικά περιοδικά στην πραγματική ζωή, αλλά στα όνειρα μου ζωγράφος στη Μονμάρτη. Σε ένα καλό βιβλίο και στη θέα της θάλασσας βρίσκω την απόλυτη γαλήνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: