Στη συμβολή των ορέων της Ιθώμης και της Εύας (Ἁγίου Βασιλείου) και ενδιάμεσα στα χωριά Αρχαία Μεσσήνη (Μαυρομμάτι) και Βαλύρα του Δήμου Ιθώμης, υψώνεται τεράστιο και μεγαλοπρεπές το Ιστορικό Μοναστήρι του Βουλκάνου, το οποίο ιδρύθηκε το 17ο αιώνα. Το όνομά του "Βουλκάνος" και παλαιότερα "Βουρκάνο", "Δορκάνο" και "Βουλκάνη", το οφείλει κατά πάσα πιθανότητα σε βυζαντινό άρχοντα ή κτίτορα, στον οποίο ανήκε η περιοχή πέριξ του όρους Ιθώμη. Πρόδρομος βέβαια, αυτού του μοναστηριού είναι η Μονή της Παναγίας της "Κορυφής" ή της Παναγίας "Επανωκαστριτίσσης", η σήμερα ονομαζομένη "Καθολικόν" και ευρισκομένη στην κορυφή του όρους Ιθώμη, εκεί που άλλοτε υπήρχε η Ακρόπολις της Αρχαίας Μεσσήνης.
Υπάρχει παράδοση ότι η Μονή της Κορυφής κτίστηκε στις αρχές του 8ου αιώνα, γύρω στο 725 από εικονολάτρες Μοναχούς, εκεί όπου ευρέθη η σεπτή Εικόνα τη Παναγίας μας, κρεμασμένης σ' ένα πουρνάρι και με τη συντροφιά ενός αναμένου καντηλιού αλλά και άλλη παράδοση, που αναφέρει ότι κτίτοράς της είναι ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282-1328) χωρίς όμως και οι δύο να επιβεβαιώνονται ιστορικά. Ο Ναός της παλαιάς μονής είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική, σήμερα δίκλιτη, μέ πολλές μεταγενέστερες παρεμβάσεις και έχει κτισθεί επάνω στο χώρο του ειδωλολατρικού ναού του "Ιθωμάτα" Δία αφού χρησιμοποίησαν ογκόλιθους απ΄αυτόν. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του Ναού που έχουν ζωγραφηθεί από τους Ναυπλιώτες αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχου, το έτος 1608. Στη συμβολή της μεσημβρινής με τη δυτική πτέρυγα των κελλιών του μοναστηρίου υπάρχει το βυζαντινό Φωτάναμα, πού ήταν ειδικός χώρος με εστία φωτιάς και πεζούλια γύρω απ" αυτή, στα οποία κάθονταν οι μοναχοί και ζεσταίνονταν κατά το χειμώνα. Για την ιστορία αναφέρεται, ότι Φωτανάματα στην Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχουν 11 συνολικά.
Το μοναστήρι της Κορυφής εγκατέλειψαν οι Πατέρες το έτος 1625 λόγω του αβάσταχτου ψύχους των χειμερινών μηνών αλλά και της δυσκολίας των προσκυνητών να φτάσουν σ’ αυτό κι έτσι αναζήτησαν τόπο νοτιότερα και τον βρήκαν στο σημερινό χώρο του νέου μοναστηριού αφού τον αγόρασαν από τον πατέρα του Τούρκου αγά της Ανδρούσης αντί 10.500 γροσίων. Στον αγορασθέντα τόπο βρήκαν μια πηγή ύδατος, τη γνωστή έως και σήμερα "Μάνα του νερού" κι έναν διώροφο πύργο, πού έγινε η αρχή του νέου μοναστηριού αφού συνέχεια αυτού έκτισαν το σημερινό επιβλητικό συγκρότητα με τα χαγιάτια και τις καμάρες.
Ο Ναός της νέας κάτω μονής ανηγέρθη το 1701 και είναι Βυζαντινού ρυθμού σταυροειδής μετά τρούλλου. Τιμάται στο Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου καθ’ όσον ο Ναός της παλαιάς μονής τιμάται στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, πού αποτελεί την κεντρική πανήγυρι και των δύο μοναστηριών.
Παλλάδιο και θησαυρός του μοναστηριού είναι η θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας, πού φέρει την επιγραφή "Η Οδηγήτρια η επονομαζομένη τω όρει Βουλκάνω". Στο μοναστήρι ακόμη φυλάσσονται Ιερά Λείψανα πολλών Αγίων της Εκκλησίας μας, μεταξύ των οποίων του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου του Μονεμβασιώτου, του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου και του Καλαματιανού Αγίου Ηλία του Αρδούνη. Στη δε πλούσια βιβλιοθήκη του υπάρχουν παλαιά και νέα βιβλία, ιδιόχειρα συγγράμματα, Τουρκικά έγγραφα και 4 Σιγίλλια των κατά καιρούς Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, που αναγνωρίζουν ή επικυρώνουν τα προνόμιά του.
Ιδιαίτερη προσοχή και λατρευτικό ενδιαφέρον από μέρους του ευσεβούς λαού ελκύουν οι εορτές και πανηγύρεις της μονής τόσο τον Δεκαπενταύγουστο με τη μεταφορά της Εικόνος της Παναγίας στο θρόνο Της, στο μοναστήρι της Κορυφής και την έναρξη των εορταστικών ιερών ακολουθιών όσο και τη νύκτα της 19ης προς 20ήν Σεπτεμβρίου με την Κάθοδο της Βουλκανιώτισσας στην πόλη της Μεσσήνης, σε ανάμνηση θαυματουργικής επεμβάσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν φοβερή επιδημία πανούκλας είχε απλωθεί σε όλη σχεδόν τη Μεσσηνία και είχε σκορπίσει το θάνατο και τη δυστυχία γύρω στα 1755 και τότε πρωτολιτανεύτηκε η Αγία Εικόνα Της. Αυτή τη νύχτα, χιλιάδες άνθρωποι οδοιπορούν και ανάμεσά τους πολλά νέα παιδιά, συνοδεύοντας τη Βουλκανιώτισσα Κυρά και διανύοντας απόσταση 20 χιλιομέτρων πεζοπορίας. Η Κάθοδος αυτή ξεκινά στις 2 το πρωί από το Βουλκάνο και καταλήγει στη "Μαυροματέϊκη Παναγίτσα" γύρω στις 7.30 το πρωί της 20ῆς Σεπτεμβρίου. Η επίσημη υποδοχή της Εικόνος γίνεται στις 9.30 π.μ. στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, παρά την είσοδο της Μεσσήνης, από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, τις αρχές του τόπου και πλήθος λαού. Πάνδημη είναι και η Λιτανεία στους κεντρικούς δρόμους της πόλεως για να καταλήξει στο Βουλκανιώτικο Μετόχι της Πανηγυρίστρας, όπου και εναποτίθεται η Ιερά Εικόνα. Ακολουθεί οκταήμερο προσκύνημα μέχρι της 28ης Σεπτεμβρίου, οπότε την 5η απογευματινή αυτής της ημέρας άρχεται η άνοδος της Εικόνος για το μοναστήρι της, πρώτα με λιτάνευσή της εντός της Μεσσήνης και στη συνέχεια με πορεία προς το Βουλκάνο, όπου καταλήγει τη 12η νυχτερινή.
Η Μονή Βουλκάνου ανέκαθεν υπήρξε ανδρική και ποτέ δεν σταμάτησε η λειτουργία της. Σήμερα αποτελεί το μοναδικό ανδρώο Κοινόβιο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας.
Στο διπλανό από την Ιθώμη όρος Εύα, υπήρχε Μονή εικονολατρών αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο και στην οποία είχε βρεθεί σκαλιστή, επάνω σε μάρμαρο, εικόνα της Παναγίας.
Η Μονή αυτή υπήρξε το πρώτο μοναστήρι της περιοχής.
H Mονή Bουλκάνου, που τιμάται στο όνομα της Kοιμήσεως της Θεοτόκου(15 Αυγούστου), είναι κτισμένη στην κορφή του όρους Iθώμη, εκεί που βρισκόταν στην αρχαιότητα το Ιερό του Iθωμάτα Δία.
Kατά την παράδοση, η ίδρυσή της αποδίδεται σε μοναχούς που κατέφυγαν εκεί για να γλυτώσουν από τους εικονομάχους το έτος 625, επί Λέοντος Iσαύρου.
Mια άλλη παράδοση, που ανάγει την κτίση της Mονής στα χρόνια του Aνδρονίκου Παλαιολόγου, αναφέρει ότι η ανέγερση της μονής στην τοποθεσία αυτή αποδίδεται στην αυτοκράτειρα Ανδρονίκου.
H εικόνα της Θεοτόκου που έχει διασωθεί ως σήμερα και είναι θαυματουργή, φέρει την επιγραφή "H Oδηγήτρα επονομαζομένη εν τω όρει Bουλκάνω" και αποδίδεται στον Aπόστολο Λουκά.
Tο 1638 το Kαθολικό της Mονής ιστορήθηκε με τοιχογραφίες των αδελφών Δημητρίου και Γεωργίου Mόσχου, ονομαστούς αγιογράφους από το Nαύπλιο.
Tο όνομα Bουλκάνο ή Bουρκάνο απαντά για πρώτη φορά στο συναξάρι του Oσίου Nίκωνος του Mετανοείτε τον 10 ο αιώνα.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία "ο Δίας έκτισε χώραν και κάστρον, την έλεγαν Bελκίαν, όπερ ένε και φαίνεται εις το Bουρκάνον χαλασμένον" (Σ. Λάμπρος, N. Eλληνομνήμων 3, 1906, 140).
H Mονή στα σωζόμενα σιγίλλιά της φέρει τα ονόματα Δορκάνου (1583), Bουρκάνου (1630) και Bουλκάνου (1769 και 1798).
Στις 5 Mαρτίου 1625 οι πατέρες μοναχοί, "μή υποφέροντες εις το καθολικόν" της Mονής Bουλκάνου, προφανώς λόγω των δυσχεριών πρόσβασης, ύδρευσης και διαμονής στην κορφή του βουνού, αγόρασαν από τον "μπαμπά του Mεμεταγά Eφέντη" της Aνδρούσας, για δέκα χιλιάδες πεντακόσια γρόσια, μια μεγάλη επίπεδη τοποθεσία στη θέση ενός έρημου χωριού, κοντά σε μάνα νερού, για να ιδρύσουν εκεί τη Nέα Mονή Bουλκάνου.
Tο έρημο χωριό έφερε το Αλβανικό όνομα Tζέμη ή Tζούμη και βρισκόταν ανατολικά από τον Άγιο Bασίλειο.
Το Ιερό του Ιθωμάτα Διός στην υψηλότερη κορυφή της Ιθώμης, όπου ήταν και η ακρόπολη, είναι χτισμένο το παλιό μοναστήρι του Βουλκάνου.
Ανατολικότερα σώζονται θεμέλια από το Ιερό του Ιθωμάτα Διός.
Το χάλκινο πόδι αναθηματικού τρίποδα που βρέθηκε κοντά στο μοναστήρι δείχνει ότι η λατρεία του Ιθωμάτα ανάγεται στη γεωμετρική τουλάχιστον περίοδο.
Κατά το Παυσανία (4.31.2), τα παλιά χρόνια οργάνωναν και αγώνα μουσικής(Θάμυρις;), όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τους στίχους του Ευμήλου, ποιητή του 6ου αιώνα π.Χ. (Τι ο Ιθωμάτας την είχε μέσα στην καρδιά του, την μούσα που έχει αμόλυντη την λύρα της και ελεύθερα τα κύμβαλά της)
Η λειτουργία επομένως του Ιερού πολύ πριν από την ίδρυση της Μεσσήνης το 369 π.Χ. πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Το απεικονιζόμενο σε νομίσματα της Μεσσήνης άγαλμα του Διός με κεραυνό στο δεξί χέρι και αετό στο προεκτεινόμενο αριστερό πόδι, αποδίδει τη μορφή του Ιθωμάτα.
Ο ετήσιος επώνυμος ιερέας φύλαγε στο σπίτι του το άγαλμα του Διός-παιδιού.
Φαίνεται ότι ο τύπος του κεραυνοβολούντος Διός αποτελούσε το λατρευτικό άγαλμα, ενώ το μικρό άγαλμα του Διός παιδιού, που είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Αγελάδας (τέλος 6ου-αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) για τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου, μεταφέρθηκε στο Ιερό από τους επαναπατρισμένους Μεσσήνιους το 369 π.Χ.
Το άγαλμα αυτό βρέθηκε από τους μοναχούς κατά την ανέγερση της άνω Ιεράς Μονής Βουλκάνου το 625 μ.Χ.
Εφυλάσσετο δε με μεγάλη μυστικότητα ανά τους αιώνες από τους μοναχούς, όπου κατά την παράδοση το παρελάμβανε για φύλαξη ο νεότερος έως τα βαθιά του γεράματα και στη συνέχεια το παρέδιδε σε νεότερο κ.ο. καθ’ εξής.
Έως την δεκαετία του '70 το αγαλματάκι αυτό διεσώζετο στην κάτω Ιερά Μονή Βουλκάνου.
Ο Μεσσήνιος στρατηγός Αριστομένης θυσίασε κατά την παράδοση για τον Ιθωμάτα τριακόσιους αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και τον βασιλιά των Λακεδαιμονίων Θεόπομπο (Κλήμης, Προτρεπτικός).
Η ανθρωποθυσία αυτή φέρνει στο νου ανάλογες θυσίες που γίνονταν για τον Λύκαιο Δία στην Αρκαδία.
Προς τιμήν του Iθωμάτα τελούνταν αγώνες, τα Ιθωμαία, των οποίων την οργάνωση αναλάμβαναν αγωνοθέτες.
Χώρος τέλεσης τους ήταν το Στάδιο.
Αμέσως με την έκρηξη της επανάστασης του '21 το μοναστήρι του Βουλκάνου ζει έντονα τον παλμό του αγώνα, και προσφέρει τις υπηρεσίες προκειμένου να γίνει πραγματικότητα το όραμα της εθνικής παλιγγενεσίας. Σε ξεχωριστό φάκελο του αρχείου των αγωνιστών, καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια όλα τα χρηματικά ποσά καθώς και οι διάφορες άλλες πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφερε το μοναστήρι για την διατροφή και ενίσχυση των επαναστατικών στρατευμάτων που περνούσαν απ' εκεί.
Το 1822 οι μοναχοί έδωσαν στην ερανική επιτροπή αγώνα την οποία αποτελούσαν ο Γ. Δαρειώτης και ο μοναχός άνθιμος Βουλκανιώτης σκεύη αξίας 3.600 γροσίων. Το 1823 εδόθηκαν στον έπαρχον Μεσσήνης Πάγκαλο διάφορα είδη αξίας 2.250 γροσίων. Στις 26 Μαΐου του ίδιου έτους η Μονή του Βουλκάνου εχορήγησε στην Πελοποννησιακή Γερουσία χρεωστική ομολογία 8.000 γροσίων για την κάλυψη αναγκών του πολέμου η οποία όμως ποτέ δεν εξοφλήθηκε. Πέρα από την υλική συνδρομή, το μοναστήρι του Βουλκάνου εβοήθησε και ενεργά τον απελευθερωτικό αγώνα. Ο Βουλκανιώτης ιερομόναχος Ιωσήφ πολέμησε γενναία με το καριοφίλι του τους Τούρκους παίρνοντας μέρος σε πολλές μάχες. Επέζησε του αγώνα και μετά την απελευθέρωση ξαναγύρισε στο μοναστήρι όπου πέθανε το 1861 σε ηλικία 90 χρονών. Επίσης ο Αγάπιος Σπηλιωτόπουλος ο οποίος διετέλεσε και διάκος του Παλαιού Πατρών Γερμανού, πήρε ενεργό μέρος στον αγώνα και πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην υπόθεση της Λευτεριάς.
Στα 1825 το καταστροφικό πέρασμα του Ιμπραήμ από τη Μεσσηνία ήταν ιδιαίτερα εφιαλτικό και για το Βουλκάνο εξ αιτίας της συμμετοχής του στον αγώνα του '21. Η λαϊκή μούσα απέδωσε όσο πιο ζωντανά μπορούσε το θλιβερό πέρασμα του Ιμπραήμ πασά από την Μεσσηνία και το θρήνο της καταστροφής των δέντρων με τους παρακάτω στίχους:
Τι έχεις καημένε Πλάτανε και στέκεις μαραμένος
Μέρα και νύχτα με νερό και πάλι μαραμένος
- Παιδιά σαν με ρωτήσετε να σας το μολογήσω
Μπαήμ πασάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
κι όλοι στον ίσκιο μου έκατσαν, κι όλοι στην αποσκιάδα
κι' όλοι σημάδι μ' έβαλαν κι' οι δεκαοχτώ χιλιάδες
Αχ, μα εκείνος που με μάρανε, ήτανε ο Ιμπραήμης.
Οι μοναχοί προκειμένου να γλυτώσουν από την καταστροφική μανία των Τουρκοαιγυπτίων αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το μοναστήρι παίρνοντας κοντά τους ότι μπορούσαν για να το διαφυλάξουν. Άλλοι κατέφυγαν στη Μάνη ενώ άλλοι έφθασαν μέχρι την Ζάκυνθο όπου υπήρχε ασφάλεια.
Στον κώδικα του μοναστηριού σώζεται σχετικό ημερολόγιο το οποίο δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα για τις καταστροφές που έπαθε η μονή από τις ορδές του Ιμπραήμ.
Μερικές απ' αυτές είναι:
«1828 Μαρτίου 1: αρχίσαμε και ανακαινίσαμε τα εργαστήρια τα ευρισκόμενα εις Καλαμάτα τα οποία τα είχεν ο Ιμπραήμης καϊμένα. Εις τα 16 εργαστήρια οπού εφτιάσθησαν εξοδεύθησαν εις αυτά γρόσια 8.000». «1829: εφέραμε την αγίαν τράπεζαν από του Σημίζα και εις εγκαινιασμόν της εκκλησίας γρόσια 100».
«1829 Οκτωβρίου 1: εφτιάσαμε τον μύλον και το γεφύρι της μαυροζούμενας ονομάζεται κεραμίδια, ξυλική, λιθάρια, βαγένα, νεροτρίβι και οπού ήτον όλλα καϊμένα από τον Ιμπαήμη γρόσια 1500».
«1829 Απριλίου 25: εφτιάσαμαι εν αργασήριον εις το Νησί το οποίον το είχε καϊμένον ο Ιμπραϊμης και εξοδεύτηκαν γρόσια 1200».
«1827 Δεκεμβρίου 10: Απόθανεν ο προηγούμενος Ανθιμος εις την Ζάκυνθον οπού ήταν πηγεμένος με την αγίαν εικόνα από την φυγήν του Ιμπραϊμ. Εις το ίδιος αίτιος Απριλίου 23β απέθανεν ο προηγούμενος Ιωακείμ εις την μονήν εις το χωρίον προστίο».
«1828 Δεκεμβρίου1: Ήλθαμε από την Μάνην και εκατοικήσαμεν εις γαρδίκι την αυτήν χρονίαν απέθανεν ο προηγούμενος παρθένιος».
«1828 Ιουλίου 20: Ήλθαμε και οι λοιποί ευρεθέντες πατέρες εις το μοναστήριον βουρκάνου, ο προηγούμενος Δανιήλ, σκευοφύλαξ Χρύσανθος προηγούμενος Γρηγόριος Παππά Γαβριήλ, Παππά Ιγνάτιος, Παπά Ιωσήφ, Παππά Ιάκωβος εις ιεροδιάκων Γαλακτίων και δύο ιδιώται, ότε παΐσιος και γερμανός αναγνώσται δύο μας ενέμεναν τα ζώα, μουλάρια, δύο άλογον ένας βόας 2».
Στις παρατηρήσεις καταλόγου στον οποίο είναι γραμμένα «τα ακίνητα κτήματα της ιερής μονής του Βουλκάνου των ιδιοκτητών και εθνοϊδιοκτήτων και ηγορασμένων και ετέρων πληροφοριών» αναφέρονται τα εξής:»τα ελαιόδενδρα αλλά με εισί κεκαυμένα, αλλά δε κεκομιμένα εκ της εποχής του Ιμπραήμ ωσαύτως και τα συκόδενδρα ομοίως και τα μορεόδενδρα».
Με τις συνεχείς προσπάθειες των μοναχών και την συμπαράσταση των πιστών, το μοναστήρι του Βουλκάνου δεν άργησε να ορθοποδήσει και να αποκτήσει σιγά – σιγά την γνώριμη μεγαλοπρεπή του όψη προκειμένου να συνεχίσει να γράφει την ιστορία του στους αιώνες των αιώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου