Ο Παναγιώτης Διαμαντάκος από την Ανάληψη Μεσσηνίας θυμάται:
Συνεχίζω σήμερα την αφήγησή μου, για την βροχή τη χρονιά που μας πήρε τις σταφίδες από τα αλώνια. Μετά το κτήμα της Μηλιάς ο δρόμος, πήγαινε αριστερά για το χωριό μας. Τον δρόμο αυτόν τον είχαν φτιάξει οι Ιταλοί το 1941, και άρχιζε από την σημερινή διασταύρωση, χώριζε το κτήμα του Δαρόγιαννη στη μέση, όπως και του Κυριακούλη του Μητσέα, που το είχε πάρει προίκα η Σταυρούλα η γυναίκα του, η οποία ήταν κόρη του Δημ. Μπακανδρέα, προχωρούσε μέσα από το χωριό και έκοβε πάλι, μετά το νεκροταφείο τα κτήματα του Καρούτζου, του Μανουσόπουλου, του Φώτη του Διαμαντάκου, του Θανάση του Μάντζαρη, του Γιάννη του Σαραντόπουλου και έβγαινε εκεί που είναι η σημερινή είσοδος του χωριού μας. Ο άλλος δρόμος, δεξιά, ήταν ο παλιός δρόμος από πάρα πολλά χρόνια, του χωριού μας, και ίσως επί τουρκοκρατίας, και πέρναγε μέσα από περιβόλια, έτσι λεγόταν η περιοχή αυτή, περιβόλια η Αγιολιάδες. Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν σταφίδες, αμπέλια, μπαξέδες, μποστάνια και ελιές, αριστερά δε του δρόμου, 200 μέτρα από την διασταύρωση υπήρχε και υπάρχει, στο λόφο η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, εξού και το όνομα Αγιολιάδες. Εκείνη την ημέρα λοιπόν, κατά τις έντεκα το πρωί, είχαν μαζευτεί όλοι οι γείτονες, στη μουριά στο κτήμα μας, με το πηγαδάκι, υπάρχει ακόμη, και συζητούσαν, αν γυρίσανε τα σταφύλια στα αλώνια, αν τα γραβάλισαν, η πότε θα τρίψουν, μιας και ο καιρός ήταν καλός και θα έβγαινε ο Αύγουστος πέρα, πέρα, έτσι. Απέναντι από το πηγαδάκι, στο δρομάκι που πήγαινε βόρεια στις σταφίδες, του Λιά του Γαλούση, του Γιάννη του Δασκαλάκη, το είχε πάρει προίκα η Κική η γυναίκα του από την Βασίλαινα την μάννα του Λιά, η δική μας σταφίδα, και του Σωτήρη του Μπαγατέλα, προίκα της Τούλας από τον πατέρα της τον Βασίλη τον Γιαννουλάκη. Εκεί λοιπόν ο Νικάκος (Νίκος Παπαδόπουλος), τα είχε βάλει με το Λιά και τον Γιάννη, γιατί το πρωί έχασε μια κόφα με φραγκόσυκα. Λιά, του έλεγε, την κόφα, άσε με ρε Νίκο πρωί, πρωί, δεν με ξεφορτώνεσε, την όρεξή σου έχω; Γιάννη, στον άλλο, τα φραγκόσυκα, δεν ξέρω τι μου λες χριστιανέ μου, απαντούσε ο Γιάννης, ήλθε στον πατέρα μου, ρε Γιάννη ποιός πήρε την κόφα, μην είδες; εν πάση περιπτώσει κράτησε κανένα μισάωρο αυτό, και ο Νικάκος έφυγε με την γαϊδούρα του για την καλύβα του, πάνω στον Άγιο Λιά. Η αλήθεια όμως είναι ότι την κόφα με τα φραγκόσυκα την είχαν πάρει ο Λιάς, με το Γιάννη, έφαγαν όσα έφαγαν και την κρέμασαν σε μια λυγιά άδεια, την οποία δεν την είδε ο Νικάκος. Τέλος πάντων αφού τέλειωσε το μάγγανο αυτό, συνέχισαν την κουβεντα τους, ώσπου ήλθε ένας με ένα ψαρί άλογο, κατέβηκε κάτω, μας καλημέρισε, ρώτησε αν μπορεί να ποτίσει το άλογο, τι είναι αυτό που ρωτάς του είπε κάποιος, πότισε κάνα δυο τρείς κουβάδες νερό το άλογο , ήπιε και αυτός, και τον ρώτησαν από που είναι. Είμαι από του Τζάνε, τους είπε, έχω και εγώ σταφίδες και συκιές, και έχω και μια βαρκούλα, την δένω στο μάτι πιο κάτω, και κάνω ότι μπορώ για την φαμελιά μου. Μάλιστα γνώρισε την μάννα μου, εσύ, της λέει δεν είσαι του Αντρέα του Ανδριανάκη κορίτσι, του Χρήστου, του Φώτη και του Παντελή αδελφη; ναι του λεει η μάννα μου, η αφεντιά σου; τον ρώτησε, της είπε ότι είναι σώγαμπρος εκεί και έδωσαν γνωριμία. Απότομα, γυρίζει και λέει, εγώ, σας αφήνω τώρα, γιατί θα έχουμε βροχή το απόγευμα. Να φας τη γλώσσα σου Χριστιανέ μου, του είπε ο μπάρμπα Γιάννης ο Χοντρογιάννης. Για κοίτα, μπάρμπα στο Λυκόδημο, απάνω από του Δράγκα, βλέπεις ένα συννεφάκι, ίσα με ενα αρνάκι; αυτό σε λίγο θα ανέβει, στο Αγνάντιο, στη Γάμπρια, θα πάει προς τα Καστάνια, και θα μεγαλώσει, θα βουρκώσει ο τόπος θα έχουμε μεγάλη μπόρα, άντε γειά σας να προλάβω να σκεπάσω τις καλαμωτές με τα σύκα, και εσείς ετοιμαστείτε να σκεπάσετε, θα βρέξει. Κοκαλώσαμε όλοι μας. Πράγματι το συννεφάκι μεγάλωνε, και σε μισή ώρα το Λυκόδημο συνέφιασε. Κάπου, κάπου βλέπαμε ότι άστραφτε οπότε κατάλαβαν όλοι τους ότι ο ξένος είχε προβλέψει ότι θα έβρεχε. Κατά τις μία, μιάμιση το μεσημέρι, βούρκωσε όλος ο τόπος, οπότε όλοι αρχίσαμε να σκεπάζουμε τα αλώνια με τα χαρτιά, η με τα νάυλον όσοι είχαν. Γύρω στις δύο άρχισε η βροχή σιγανή στην αρχή, αλλά μετά με βουητό και δύναμη. Σε λίγη ώρα γέμισαν τα χαντάκια, ο δρόμος κατέβαζε νερά, σηκώθηκε και αέρας, και δεν έβλεπες ούτε τα αλώνια τα οποία τα είχε σκεπάσει το νερό, τα χαρτιά τα πήρε ο αέρας και τα σταφύλια από τα αλώνια πήγαιναν στα χαντάκια και από εκεί στο ποτάμι. Αυτό δεν κράτησε ούτε ώρα. Όταν σταμάτησε η βροχή δεν είχε μείνει τίποτα στα αλώνια. Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου που σταυροχεριάστηκε και έκλαιγε σα μικρό παιδί. Οι κόποι ενός χρόνου πήγαν χαμένοι. Αυτά τράβαγαν οι αγρότες μας, γι' αυτό και 'μεις πήραμε τα μάτια μας, και ρίξαμε πέτρα πίσω μας, και φύγαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου