«ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΩΣ»
Στ' αδέρφια μου
Και ξαφνικά όλα όπως παλιά.
Η γλυκιά μυρωδιά από την ποίηση της γιαγιάς κοσμεί τη γειτονιά.
Ήμασταν μικρά παιδιά. Ακίνητα.
Αναπνέαμε με όνειρα και συνεχώς χαμογελούσαμε
παίζοντας με των αθώων τη φαντασία
στη νοσταλγική αυλή με τα γιασεμιά.
Ψυχές που έσταζαν ελπίδα.
Σώματα που σαν Αυγούστου ανήσυχα μελτέμια θώπευαν
την ονειρόσπαρτη ακρογιαλιά και
σχεδίαζαν με ξεβρασμένα καλάμια στην άμμο το αύριο.
Ένα κύμα έσκασε, ο καιρός πέρασε –μα πόσο γρήγορα πέρασε!–
και μας έσπρωξε πιο κοντά στη λήξη του παιχνιδιού.
Τρία χτυπήματα στην πλάτη
κι ύστερα παιδικές φωνές να στροβιλίζονται στον χρόνο.
Ένα, δύο, τρία: κόκκινο φως!
Μεγαλώσαμε κάπως απότομα και
μάθαμε να παίζουμε χωρίς κανόνες με ανθρώπους.
Σε ποιο μπουκάλι γυάλινο κλείσαμε το χαμόγελό μας
και το πετάξαμε – οι ανόητοι – στη θάλασσα;
Ο ήλιος έδυσε, η νύχτα μας έγδυσε και μια ακόμη μέρα
πετιέται ασυναίσθητα στο καλάθι αχρήστων της ζωής.
Άλλη μια μέρα που γίνεται οδυνηρό παρελθόν.
Άλλο ένα παρόν που παρέρχεται ανεκμετάλλευτο.
Άλλο ένα αμείλικτο κύμα που πληγώνει το μέλλον.
Και χωμένη κάπου μέσα σε ασθενικές και ανεκπλήρωτες ανάσες
βαδίζει με αβέβαια βήματα
μια φευγαλέα και αυθόρμητη υπόσχεση:
«Μη φοβάσαι! Είμαι εγώ εδώ…»
Αλλά εγώ είμαι εκεί. Μόνος. Και φοβάμαι._
Παναγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου