Πρωί του Αυγούστου και περπατώ στην οδό Αριστομένους στην Καλαμάτα. Στα χείλη μου ακροβατούν οι στίχοι ενός αγαπημένου τραγουδιού, ελαφρώς παραλλαγμένοι: «Σάββατο κι απόβραδο και ασετιλίνη / στην Αριστομένους που γερνάς / έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι / σου ‘ριχνα στα μάτια να πονάς». Τι κι αν είναι πρωί; Τι κι αν η οδός δεν είναι Αριστοτέλους; Δεν γνωρίζουν χρόνους και οδούς των ανθρώπων τ’ αδιέξοδα – συλλογίζομαι. Μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό φτάνω στην είσοδο ενός βιβλιοπωλείου κι ένα περίεργο σκίρτημα μετατοπίζει το κέντρο βάρους του εαυτού μου απ’ το μυαλό στην καρδιά. Απ’ τη σκέψη στο συναίσθημα. Νιώθω αίφνης την ακαταμάχητη επιθυμία κι ανάγκη συγχρόνως ν’ αφήσω τη μυρωδιά του βιβλίου να καταλάβει το είναι μου. Ρίχνω ένα βλέμμα στην επιγραφή της εισόδου (Βιβλιοπωλείο «Μακρής» από το 1928) και κατευθύνομαι προς τα μέσα. Ένα πρωτόγνωρο αίσθημα οικειότητας με ωθεί ν’ αγγίζω με τις άκρες των δαχτύλων μου το ένα βιβλίο μετά το άλλο, ενίοτε να ξεφυλλίζω κάποιο απ’ αυτά, να διαβάζω τίτλους και να υποψιάζομαι το περιεχόμενό τους. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως εκείνη την ώρα αισθανόμουν πράγματι σαν στο σπίτι μου – γιατί πού να φανταστεί και πώς να κατανοήσει πως από τότε που ήμουν μικρό παιδί αισθανόμουν πολύ πιο άνετα μέσα σε μια βιβλιοθήκη, σ’ ένα βιβλιοπωλείο ή ακόμη και σε μια έκθεση βιβλίου παρά στο ίδιο μου το σπίτι… Όπου κι αν κοιτάξω βιβλία, αμέτρητα βιβλία, και προς στιγμήν αναπτερώνεται ο ενδόμυχος φόβος μου πως δεν θα προλάβω. Διακριτικά βάζω το χέρι στην τσέπη του παντελονιού μου να δω αν αρκούν τα χρήματα που μου έχουν απομείνει, για ν’ αγοράσω τουλάχιστον ένα βιβλίο. Η φωνή του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα κραυγάζει μέσα μου: «Οι άνθρωποι δεν ζουν μόνο με ψωμί. Εγώ αν πεινούσα και βρισκόμουν πάμφτωχος στον δρόμο, δεν θα ζητούσα ένα ψωμί, αλλά μισό ψωμί κι ένα βιβλίο». Και συνεχίζει: «Γιατί η φυσική, η βιολογική οδύνη ενός σώματος, εξαιτίας της πείνας, της δίψας ή του ψύχους, διαρκεί λίγο, πολύ λίγο, ενώ η οδύνη της ανικανοποίητης ψυχής διαρκεί ολόκληρη ζωή». Αφού βεβαιώνομαι πως τα χρήματα αρκούν, έρχεται η ώρα της επιλογής του βιβλίου. Διστάζω να διαλέξω «μα είναι νόμος να προτιμάς», όπως πολύ εύστοχα έχει γράψει η Δημουλά. Με την καθοδήγηση, λοιπόν, ενός θαυμάσιου πωλητή – γιατί ας μη γελιόμαστε, ξεχωρίζει ο άνθρωπος που αγαπά αυτό που κάνει, ό,τι κι αν είναι αυτό – καταλήγω στον «Χορό μεταμφιεσμένων» της Βαμβουνάκη. Η έξοδος απ’ το βιβλιοπωλείο έχει κάτι από την οδύνη του αποχωρισμού. Λίγα βήματα παρακάτω έχω παραδοθεί ξανά στις σκέψεις μου: αλήθεια, θα με γνωρίσει κανείς με τη σημερινή μου μεταμφίεση;
Παναγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου