ΤΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ! ! !
Συνέντευξη στο περιοδικό Flash Μεσσηνίας Τεύχος 260 Απρίλιος 2011
Μαρτυρία για τη Μάχη της Καλαμάτας !
«Είχαμε μόλις προσπεράσει την κάτω γέφυρα του Νέδοντα (εκείνη που υπήρχε τότε σε προέκταση της Κολοτρώνη), όταν ακούσαμε ένα χαρακτηριστικό θόρυβο. Οι πρώτοι Γερμανοί έμπαιναν στην Καλαμάτα με βαριές μοτοσικλέτες και στρατιωτικά φολκσβάγκεν».
Ο Γιώργος Μπακόπουλος, ο παλαίμαχος της δημοσιογραφίας, μας μιλά για τις μνήμες του από τη Μάχη της Καλαμάτας. Ήταν 28 Απρίλη του 1941, όταν οι Γερμανοί μπήκαν και στην Καλαμάτα. Η προέλασή τους ήταν τόσο γρήγορη που το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα δεν πρόλαβε να φύγει από την Πελοπόννησο.
Περίπου 10.000 Βρετανοί στρατιώτες αλλά και Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί εγκλωβίστηκαν στο λιμάνι της Καλαμάτας. Εκεί δόθηκε η μάχη με τους Γερμανούς, οι οποίοι τελικά αιχμαλώτισαν χιλιάδες από τους αντιπάλους τους. Εβδομήντα χρόνια μετά η Καλαμάτα ετοιμάζεται να τιμήσει με μια εντυπωσιακή εκδήλωση αυτή την επέτειο. Έχει ανακοινωθεί από το Δήμο Καλαμάτας ότι θα έρθει και θα κάνει τα ακροβατικά του στον καλαματιανό ουρανό το φημισμένο σμήνος επιδείξεων της RAF «Red Arrows», επίσης αναμένεται να καταπλεύσει βρετανικό πολεμικό πλοίο. Ο Γιώργος Μπακόπουλος, ο διευθυντής της ιστορικής «Σημαίας», ήταν τότε 19 ετών.
Τη μάχη, φυσικά, δεν την έζησε, τι δουλειά θα είχε εκεί ένας νέος που δεν ανήκε σε μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές; Έχει, όμως, μνήμες από εκείνες τις ημέρες, τις οποίες έχει καταγράψει και στο βιβλίο του «Ηρωικά και Ανθρώπινα». Την ημέρα πριν από την κατάληψη της Καλαμάτας ο Γιώργος Μπακόπουλος θυμάται τη γερμανική πολεμική αεροπορία που «οργίαζε» από το πρωί, «σπέρνοντας βόμβες». Η οικογένεια του Γιώργου Μπακόπουλου, όπως και πολλοί ακόμη Καλαματιανοί, ανησύχησαν και έφυγαν, για να βρουν σχετικά ασφαλές καταφύγιο μακριά από την πόλη, μέχρι να ηρεμήσουν πάλι τα πράγματα.
Όπως γράφει στο βιβλίο του, «η οικογένεια ενός γείτονα –του δικηγόρου Θανάση Κυριαζή- μας πρότεινε να πάμε μαζί τους σ’ ένα χτήμα που είχαν σε κάποια απόσταση από την πόλη, στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων. Έτσι, αφού πήραμε τ’ απαραίτητα για διανυκτέρευση, ξεκινήσαμε η μητέρα μου, η αδελφή μου κι εγώ με τους γείτονες και μερικούς φίλους τους». Θυμάται ότι κατά τη διαδρομή, πριν ακόμη βγουν από την Καλαμάτα, είδαν τους πρώτους Γερμανούς να μπαίνουν στην πόλη. Η σύζυγος του παλιού δημοσιογράφου, η κ. Κατερίνα, που τότε ήταν κοριτσάκι εννέα ετών, ζούσε με την οικογένειά της στο συνοικισμό του Κορδία, μπροστά ακριβώς από το σημερινό λιμανάκι. Το σπίτι τους ήταν εκεί που είναι σήμερα η ταβέρνα του Φραγκισκάκη. Μια-δυο ημέρες πριν από την κατάληψη της Καλαμάτας συνέβη κάτι που τη σημάδεψε: «Οι Γερμανοί πρέπει να ήταν κοντά αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμη και οι Άγγλοι έδιωχναν τους δικούς τους με αεράκατο.
Δεν ξέρω αν ήταν ένα αεροπλάνο που πήγαινε και ερχόταν ή αν ήταν πολλά. Ένα βράδυ, δεν ξέρω γιατί, μάλλον από βλάβη, μία αεράκατος έπεσε στη θάλασσα, απέναντι από το σπίτι μας, στα βαθιά. Ήταν άνθρωποι που φώναζαν help (βοήθεια), αλλά εμείς που δεν ξέραμε αγγλικά νομίζαμε ότι φώναζαν Έλλην. Δυστυχώς, δε σώθηκαν. Ακούστηκε μόνο ότι ένας Αρμένης, που είχε μια βάρκα, γλίτωσε τον έναν. Στο τέλος αυτόν τον Αρμένη τον εκτελέσανε οι Γερμανοί. Αυτό το περιστατικό έχει μείνει μέσα μου. Θυμάμαι ότι γέμισε όλος ο συνοικισμός κόσμο. Ήρθαν Άγγλοι αξιωματικοί, τους θυμάμαι με τις στολές τους και τα κουμπιά τους που έλαμπαν».
Στους Αγίους Αναργύρους ο Γιώργος Μπακόπουλος και η οικογένειά του είχαν οπωσδήποτε μεγαλύτερη ασφάλεια, όμως η αγωνία για το τι θα συμβεί κυριαρχούσε. Περιγράφει ο ίδιος: «Βολέψαμε όπως όπως τις “αποσκευές” μας και καθίσαμε έξω σε καρέκλες, σκαμνιά και πέτρες οι μικρότεροι, κοιτάζοντας την Καλαμάτα αφ’ υψηλού –στην κυριολεξία- γιατί το χτήμα βρισκόταν σε ύψωμα. Όλοι φαίνονταν σκεπτικοί και δεν ήταν οι λιγότεροι εκείνοι που διατύπωναν μαύρες προβλέψεις για το μέλλον. Κάπου κάπου ακούγονταν μακριά πυροβολισμοί. Όσο νύχτωνε, οι πυροβολισμοί πύκνωναν. Σε λίγο προστέθηκαν και κροταλίσματα πολυβόλων, ενώ αργότερα άρχισαν ν’ αυλακώνουν τον ουρανό και οι πύρινες καμπύλες των τροχιοδεικτικών. Ξαφνικά ένα “πυροτέχνημα” φώτισε εκεί κάτω το νότο και επακολούθησε “μπουμπουνητό”. Ύστερα άλλο κι άλλο…». Από την πλευρά της, η σύζυγός του, μικρό κορίτσι τότε, προσπαθούσε να προστατευθεί «σε ένα καταφύγιο που είχε φτιάξει ο παππούς μου.
Ήταν μια μεγάλη γούβα που είχε ανοίξει και μπαίναμε μέσα την ώρα που έριχναν τις βόμβες οι Γερμανοί. Βέβαια, ουσιαστική προστασία δεν μπορούσε να μας δώσει. Εκείνο που με εντυπωσίαζε, όμως, ήταν η γιαγιά μου, που κυκλοφορούσε σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Πολλοί Βρετανοί, προκειμένου να μην εγκλωβιστούν στο λιμάνι, αναζήτησαν κρυψώνες σε διάφορες περιοχές και είναι εντυπωσιακό ότι οι κάτοικοι τους βοήθησαν, τους έδωσαν τροφή, προσπάθησαν να τους σώσουν. Και αυτό το αναγνωρίζουν όσοι απόμαχοι βρίσκονται εν ζωή. H κ. Κατερίνα θυμάται ένα σχετικό περιστατικό: «Όταν οι Γερμανοί είχαν πάρει πλέον την Καλαμάτα, ένας Εγγλέζος, ο καημένος, που μάλλον κρυβόταν στα χωράφια, προχώρησε να πάει προς τα πάνω. Πήγαν οι δικοί μας να τον σταματήσουν, προσπάθησαν να συνεννοηθούν μαζί του, αλλά αυτός δεν άκουσε. Δεν ξέρω ποια ήταν η τύχη του». Τη μέρα μετά τη νύχτα της μάχης οι άνθρωποι που ήταν με τον κ. Γιώργο αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Καλαμάτα. Έκριναν ότι από εδώ και πέρα η πόλη θα ήταν ασφαλέστερη από την ύπαιθρο. Γράφει στο βιβλίο του: «Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και φτάσαμε στην πλατεία, όπου είδαμε την ατέλειωτη φάλαγγα. “Για κοιτάχτε, οι Γερμανοί είναι ντυμένοι όμοια με τους Άγγλους”, φώναξε ένας πιτσιρικάς.
Όμως, όλος εκείνος ο στρατός που βλέπαμε δεν ήταν Γερμανοί σε θριαμβευτική παρέλαση, αλλά άοπλοι Άγγλοι που έπαιρναν το δρόμο της αιχμαλωσίας. Στα πλάγια της φάλαγγας με το χακί, σε αραιά διαστήματα, με τις πράσινες στολές και τα χαρακτηριστικά κράνη τους, βάδιζαν ανέκφραστοι πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες. Είχα μπροστά μου για πρώτη φορά τη ζωντανή απόδειξη εκείνου που λέγεται “βρετανικό φλέγμα”. Οι αιχμάλωτοι δεν έδειχναν ούτε φοβισμένοι ούτε ντροπιασμένοι. Πείραζαν ο ένας τον άλλο και τραγουδούσαν με τη συνοδεία φυσαρμόνικας και μικρών ακορντεόν που κρατούσαν μερικοί». Πλέον και η Καλαμάτα βρέθηκε κάτω από τη γερμανική μπότα, η οποία, σύμφωνα με την κ. Κατερίνα, ήταν ασύγκριτα πιο σκληρή από την ιταλική. Έχει μείνει στη μνήμη της το εξής χαρακτηριστικό: «Όταν ήταν οι Ιταλοί, για να πάμε στο σχολείο, που ήταν εκεί που λέμε του Λιναρδάκη, περνούσαμε από τα σφαγεία.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί έκλεισαν τους δρόμους και δε μας άφηναν. Πηγαίναμε μέσα από τα χωράφια. Το 1942 πήραν όλο το συνοικισμό οι Γερμανοί, μας έδιωξαν από τα σπίτια μας και φυτέψανε όλη τη θάλασσα με νάρκες». «Ήταν η γραμμή Ραυτόπουλου», επισημαίνει ο κ. Γιώργος. Ο παλιός δημοσιογράφος έλαβε μέρος στην Αντίσταση για τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Πέρασε δύσκολες στιγμές και επικίνδυνες καταστάσεις. Εξαιρετικά δύσκολα, όμως, ήταν τα πράγματα και για την οικογένεια της κ. Κατερίνας, η οποία μέσα σε δύο δεκαετίες έχασε δύο φορές τα πάντα. Η πρώτη ήταν το ’22 με τον ξεριζωμό από τη Μικρά Ασία, που ήταν ο τόπος της οικογένειάς της, και η δεύτερη στην Κατοχή. Μας περιέγραψε το εξής τραγικό περιστατικό: «Όταν μας έδιωξαν οι Γερμανοί από το συνοικισμό, τις πιο πολλές οικογένειες τις πήγαν σε αποθήκες, έμενε όλος ο κόσμος μαζί. Εμάς, ευτυχώς, μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο πέντε άτομα. Όταν ακούσαμε ότι φεύγουνε οι Γερμανοί, είχαμε λαχτάρα με τη μητέρα μου να πάμε να κλείσουμε τις πόρτες του σπιτιού μας. Φτάνοντας ο κόσμος στα σφαγεία δεν τον άφησαν οι Γερμανοί να προχωρήσει πιο πέρα και έλεγαν “καπούτ καπούτ”.
Όταν έφυγε και το τελευταίο γερμανικό αυτοκίνητο, ακούστηκε ένας πολύ δυνατός κρότος. Ανατινάξανε το συνοικισμό, ισοπεδώθηκαν τα περισσότερα σπίτια. Το δικό μας καταστράφηκε». Έτσι η οικογένεια της κ. Ελένης έζησε 12 ολόκληρα χρόνια σε ένα δωμάτιο στο Ζουμπούλειο, μέχρι που έδωσε μια βοήθεια το κράτος για να ξαναφτιαχτεί το σπίτι! Τέτοια δράματα δεν πρέπει να ξαναζήσουν οι άνθρωποι. Όμως, αυτό που τρέφει την ειρήνη και απομακρύνει τον πόλεμο είναι η γνώση της Ιστορίας. Της πραγματικής Ιστορίας.
Η Μάχη της Καλαμάτας είναι μια ευκαιρία για να αναζητήσουμε την ιστορική αλήθεια.
Ο Γιώργος Μπακόπουλος, ο παλαίμαχος της δημοσιογραφίας, μας μιλά για τις μνήμες του από τη Μάχη της Καλαμάτας. Ήταν 28 Απρίλη του 1941, όταν οι Γερμανοί μπήκαν και στην Καλαμάτα. Η προέλασή τους ήταν τόσο γρήγορη που το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα δεν πρόλαβε να φύγει από την Πελοπόννησο.
Περίπου 10.000 Βρετανοί στρατιώτες αλλά και Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί εγκλωβίστηκαν στο λιμάνι της Καλαμάτας. Εκεί δόθηκε η μάχη με τους Γερμανούς, οι οποίοι τελικά αιχμαλώτισαν χιλιάδες από τους αντιπάλους τους. Εβδομήντα χρόνια μετά η Καλαμάτα ετοιμάζεται να τιμήσει με μια εντυπωσιακή εκδήλωση αυτή την επέτειο. Έχει ανακοινωθεί από το Δήμο Καλαμάτας ότι θα έρθει και θα κάνει τα ακροβατικά του στον καλαματιανό ουρανό το φημισμένο σμήνος επιδείξεων της RAF «Red Arrows», επίσης αναμένεται να καταπλεύσει βρετανικό πολεμικό πλοίο. Ο Γιώργος Μπακόπουλος, ο διευθυντής της ιστορικής «Σημαίας», ήταν τότε 19 ετών.
Τη μάχη, φυσικά, δεν την έζησε, τι δουλειά θα είχε εκεί ένας νέος που δεν ανήκε σε μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές; Έχει, όμως, μνήμες από εκείνες τις ημέρες, τις οποίες έχει καταγράψει και στο βιβλίο του «Ηρωικά και Ανθρώπινα». Την ημέρα πριν από την κατάληψη της Καλαμάτας ο Γιώργος Μπακόπουλος θυμάται τη γερμανική πολεμική αεροπορία που «οργίαζε» από το πρωί, «σπέρνοντας βόμβες». Η οικογένεια του Γιώργου Μπακόπουλου, όπως και πολλοί ακόμη Καλαματιανοί, ανησύχησαν και έφυγαν, για να βρουν σχετικά ασφαλές καταφύγιο μακριά από την πόλη, μέχρι να ηρεμήσουν πάλι τα πράγματα.
Όπως γράφει στο βιβλίο του, «η οικογένεια ενός γείτονα –του δικηγόρου Θανάση Κυριαζή- μας πρότεινε να πάμε μαζί τους σ’ ένα χτήμα που είχαν σε κάποια απόσταση από την πόλη, στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων. Έτσι, αφού πήραμε τ’ απαραίτητα για διανυκτέρευση, ξεκινήσαμε η μητέρα μου, η αδελφή μου κι εγώ με τους γείτονες και μερικούς φίλους τους». Θυμάται ότι κατά τη διαδρομή, πριν ακόμη βγουν από την Καλαμάτα, είδαν τους πρώτους Γερμανούς να μπαίνουν στην πόλη. Η σύζυγος του παλιού δημοσιογράφου, η κ. Κατερίνα, που τότε ήταν κοριτσάκι εννέα ετών, ζούσε με την οικογένειά της στο συνοικισμό του Κορδία, μπροστά ακριβώς από το σημερινό λιμανάκι. Το σπίτι τους ήταν εκεί που είναι σήμερα η ταβέρνα του Φραγκισκάκη. Μια-δυο ημέρες πριν από την κατάληψη της Καλαμάτας συνέβη κάτι που τη σημάδεψε: «Οι Γερμανοί πρέπει να ήταν κοντά αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμη και οι Άγγλοι έδιωχναν τους δικούς τους με αεράκατο.
Δεν ξέρω αν ήταν ένα αεροπλάνο που πήγαινε και ερχόταν ή αν ήταν πολλά. Ένα βράδυ, δεν ξέρω γιατί, μάλλον από βλάβη, μία αεράκατος έπεσε στη θάλασσα, απέναντι από το σπίτι μας, στα βαθιά. Ήταν άνθρωποι που φώναζαν help (βοήθεια), αλλά εμείς που δεν ξέραμε αγγλικά νομίζαμε ότι φώναζαν Έλλην. Δυστυχώς, δε σώθηκαν. Ακούστηκε μόνο ότι ένας Αρμένης, που είχε μια βάρκα, γλίτωσε τον έναν. Στο τέλος αυτόν τον Αρμένη τον εκτελέσανε οι Γερμανοί. Αυτό το περιστατικό έχει μείνει μέσα μου. Θυμάμαι ότι γέμισε όλος ο συνοικισμός κόσμο. Ήρθαν Άγγλοι αξιωματικοί, τους θυμάμαι με τις στολές τους και τα κουμπιά τους που έλαμπαν».
Στους Αγίους Αναργύρους ο Γιώργος Μπακόπουλος και η οικογένειά του είχαν οπωσδήποτε μεγαλύτερη ασφάλεια, όμως η αγωνία για το τι θα συμβεί κυριαρχούσε. Περιγράφει ο ίδιος: «Βολέψαμε όπως όπως τις “αποσκευές” μας και καθίσαμε έξω σε καρέκλες, σκαμνιά και πέτρες οι μικρότεροι, κοιτάζοντας την Καλαμάτα αφ’ υψηλού –στην κυριολεξία- γιατί το χτήμα βρισκόταν σε ύψωμα. Όλοι φαίνονταν σκεπτικοί και δεν ήταν οι λιγότεροι εκείνοι που διατύπωναν μαύρες προβλέψεις για το μέλλον. Κάπου κάπου ακούγονταν μακριά πυροβολισμοί. Όσο νύχτωνε, οι πυροβολισμοί πύκνωναν. Σε λίγο προστέθηκαν και κροταλίσματα πολυβόλων, ενώ αργότερα άρχισαν ν’ αυλακώνουν τον ουρανό και οι πύρινες καμπύλες των τροχιοδεικτικών. Ξαφνικά ένα “πυροτέχνημα” φώτισε εκεί κάτω το νότο και επακολούθησε “μπουμπουνητό”. Ύστερα άλλο κι άλλο…». Από την πλευρά της, η σύζυγός του, μικρό κορίτσι τότε, προσπαθούσε να προστατευθεί «σε ένα καταφύγιο που είχε φτιάξει ο παππούς μου.
Ήταν μια μεγάλη γούβα που είχε ανοίξει και μπαίναμε μέσα την ώρα που έριχναν τις βόμβες οι Γερμανοί. Βέβαια, ουσιαστική προστασία δεν μπορούσε να μας δώσει. Εκείνο που με εντυπωσίαζε, όμως, ήταν η γιαγιά μου, που κυκλοφορούσε σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Πολλοί Βρετανοί, προκειμένου να μην εγκλωβιστούν στο λιμάνι, αναζήτησαν κρυψώνες σε διάφορες περιοχές και είναι εντυπωσιακό ότι οι κάτοικοι τους βοήθησαν, τους έδωσαν τροφή, προσπάθησαν να τους σώσουν. Και αυτό το αναγνωρίζουν όσοι απόμαχοι βρίσκονται εν ζωή. H κ. Κατερίνα θυμάται ένα σχετικό περιστατικό: «Όταν οι Γερμανοί είχαν πάρει πλέον την Καλαμάτα, ένας Εγγλέζος, ο καημένος, που μάλλον κρυβόταν στα χωράφια, προχώρησε να πάει προς τα πάνω. Πήγαν οι δικοί μας να τον σταματήσουν, προσπάθησαν να συνεννοηθούν μαζί του, αλλά αυτός δεν άκουσε. Δεν ξέρω ποια ήταν η τύχη του». Τη μέρα μετά τη νύχτα της μάχης οι άνθρωποι που ήταν με τον κ. Γιώργο αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Καλαμάτα. Έκριναν ότι από εδώ και πέρα η πόλη θα ήταν ασφαλέστερη από την ύπαιθρο. Γράφει στο βιβλίο του: «Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και φτάσαμε στην πλατεία, όπου είδαμε την ατέλειωτη φάλαγγα. “Για κοιτάχτε, οι Γερμανοί είναι ντυμένοι όμοια με τους Άγγλους”, φώναξε ένας πιτσιρικάς.
Όμως, όλος εκείνος ο στρατός που βλέπαμε δεν ήταν Γερμανοί σε θριαμβευτική παρέλαση, αλλά άοπλοι Άγγλοι που έπαιρναν το δρόμο της αιχμαλωσίας. Στα πλάγια της φάλαγγας με το χακί, σε αραιά διαστήματα, με τις πράσινες στολές και τα χαρακτηριστικά κράνη τους, βάδιζαν ανέκφραστοι πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες. Είχα μπροστά μου για πρώτη φορά τη ζωντανή απόδειξη εκείνου που λέγεται “βρετανικό φλέγμα”. Οι αιχμάλωτοι δεν έδειχναν ούτε φοβισμένοι ούτε ντροπιασμένοι. Πείραζαν ο ένας τον άλλο και τραγουδούσαν με τη συνοδεία φυσαρμόνικας και μικρών ακορντεόν που κρατούσαν μερικοί». Πλέον και η Καλαμάτα βρέθηκε κάτω από τη γερμανική μπότα, η οποία, σύμφωνα με την κ. Κατερίνα, ήταν ασύγκριτα πιο σκληρή από την ιταλική. Έχει μείνει στη μνήμη της το εξής χαρακτηριστικό: «Όταν ήταν οι Ιταλοί, για να πάμε στο σχολείο, που ήταν εκεί που λέμε του Λιναρδάκη, περνούσαμε από τα σφαγεία.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί έκλεισαν τους δρόμους και δε μας άφηναν. Πηγαίναμε μέσα από τα χωράφια. Το 1942 πήραν όλο το συνοικισμό οι Γερμανοί, μας έδιωξαν από τα σπίτια μας και φυτέψανε όλη τη θάλασσα με νάρκες». «Ήταν η γραμμή Ραυτόπουλου», επισημαίνει ο κ. Γιώργος. Ο παλιός δημοσιογράφος έλαβε μέρος στην Αντίσταση για τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Πέρασε δύσκολες στιγμές και επικίνδυνες καταστάσεις. Εξαιρετικά δύσκολα, όμως, ήταν τα πράγματα και για την οικογένεια της κ. Κατερίνας, η οποία μέσα σε δύο δεκαετίες έχασε δύο φορές τα πάντα. Η πρώτη ήταν το ’22 με τον ξεριζωμό από τη Μικρά Ασία, που ήταν ο τόπος της οικογένειάς της, και η δεύτερη στην Κατοχή. Μας περιέγραψε το εξής τραγικό περιστατικό: «Όταν μας έδιωξαν οι Γερμανοί από το συνοικισμό, τις πιο πολλές οικογένειες τις πήγαν σε αποθήκες, έμενε όλος ο κόσμος μαζί. Εμάς, ευτυχώς, μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο πέντε άτομα. Όταν ακούσαμε ότι φεύγουνε οι Γερμανοί, είχαμε λαχτάρα με τη μητέρα μου να πάμε να κλείσουμε τις πόρτες του σπιτιού μας. Φτάνοντας ο κόσμος στα σφαγεία δεν τον άφησαν οι Γερμανοί να προχωρήσει πιο πέρα και έλεγαν “καπούτ καπούτ”.
Όταν έφυγε και το τελευταίο γερμανικό αυτοκίνητο, ακούστηκε ένας πολύ δυνατός κρότος. Ανατινάξανε το συνοικισμό, ισοπεδώθηκαν τα περισσότερα σπίτια. Το δικό μας καταστράφηκε». Έτσι η οικογένεια της κ. Ελένης έζησε 12 ολόκληρα χρόνια σε ένα δωμάτιο στο Ζουμπούλειο, μέχρι που έδωσε μια βοήθεια το κράτος για να ξαναφτιαχτεί το σπίτι! Τέτοια δράματα δεν πρέπει να ξαναζήσουν οι άνθρωποι. Όμως, αυτό που τρέφει την ειρήνη και απομακρύνει τον πόλεμο είναι η γνώση της Ιστορίας. Της πραγματικής Ιστορίας.
Η Μάχη της Καλαμάτας είναι μια ευκαιρία για να αναζητήσουμε την ιστορική αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου