Του Χρήστου Κάτσικα
Θα πέσουν ή θα ανέβουν οι βάσεις; Σε αυτό το ερώτημα επικεντρώνονται εκπαιδευτικοί φορείς και πρόσωπα, στον άξονα αυτού του ερωτήματος περιστρέφονται κάθε τέτοια εποχή όλες οι δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις για το σχολείο. Η κίνηση των βάσεων περιβάλλεται με μια θαυματουργική δύναμη, άλλοτε θεία και άλλοτε διαβολική, και αναδεικνύεται φορέας είτε σωτηρίας είτε ολοκληρωτικής καταστροφής.
Η κίνηση των βάσεων εισαγωγής δεν συνδέεται, σε καμιά περίπτωση, με κάποια βελτίωση των όρων λειτουργίας της ελληνικής εκπαίδευσης. Η άνοδος όπως και η πτώση των βάσεων είναι τεχνητή κατασκευή του «μαγικού φίλτρου» των πολυδιαφημισμένων σταθμισμένων θεμάτων της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων και δεν συνδέεται καθόλου με το επίπεδο σπουδών των μαθητών.
Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης έχει καταδείξει ότι, είτε με άνοδο είτε με πτώση των βάσεων, η μάχη των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις δίνεται με κοινωνικούς όρους καθώς η επίδοση των υποψηφίων και η πρόσβασή τους στα ΑΕΙ καθορίζονται κατά πολύ από την κοινωνική προέλευσή τους. Είναι φανερό ότι το όποιο άνοιγμα των πανεπιστημίων, με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων, δεν μετρίασε τις ανισότητες πρόσβασης για τους υποψηφίους που προέρχονται από τα αγροτικά και εργατικά στρώματα.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι στις σπουδές που οδηγούν σε επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού κύρους και μεγάλων εσόδων, όπως ιατρικές, πολυτεχνικές, Η/Υ, κ.λπ., παρουσιάζονται σχεδόν ακραίες κοινωνικές διαφορές όσον αφορά τη σύνθεση των φοιτητών. Π.χ., ενώ οι φοιτητές αγροτικής καταγωγής δεν ξεπερνούν το 1%-2,5% του συνόλου των φοιτητών της Ιατρικής ή του Πολυτεχνείου, φτάνουν και ξεπερνούν το 10% στο σύνολο των φοιτητών των ΤΕΙ ή διαφόρων τμημάτων ΑΕΙ χαμηλής επαγγελματικής προοπτικής.
Επίσης οι φοιτητές εργατικής καταγωγής, ενώ αποτελούν μόλις το 10%-12% κατά μέσο όρο στις περιζήτητες σχολές, στις σχολές χαμηλής ζήτησης ξεπερνούν το 25%. Αντίθετα, οι φοιτητές με πατέρα στα «επιστημονικά - ελεύθερα επαγγέλματα» αποτελούν το 40%-50% στις σχολές πρώτης ζήτησης και μόλις το 1/10 των φοιτητών στα ΤΕΙ.
Η κίνηση των βάσεων εισαγωγής και ο «κατάλογος των επιτυχόντων» δεν μπορεί να φωτίσει το μαύρο φόντο των χιλιάδων μαθητών του λυκείου και των ΕΠΑΛ που δεν «χωρούν» στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ούτε μπορεί να εξαφανίσει τα χιλιάδες παιδιά που συνεχίζουν να εγκαταλείπουν κάθε χρόνο την Υποχρεωτική Εκπαίδευση και δεν έχουν τη δυνατότητα να παρουσιαστούν ούτε ως υποψήφιοι για τη διεκδίκηση μιας θέσης στα ΑΕΙ - ΤΕΙ.
Η κίνηση των βάσεων δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να συγκαλύψει το γεγονός ότι περίπου 200.000 πτυχιούχοι ΑΕΙ - ΤΕΙ καταγράφονται στους σκοτεινούς καταλόγους της ανεργίας.
Οι πύλες του πανεπιστημίου που φαίνεται να ανοίγουν διάπλατα για τους 80.000 νέους φοιτητές, δεν είναι εκείνες που τις προηγούμενες δεκαετίες συγκέντρωναν το πάθος της υπερβάλλουσας ζήτησης χιλιάδων άλλων υποψηφίων. Πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, η φοίτηση σε κάποια εκπαιδευτική βαθμίδα αποσυνδέεται και τυπικά από το δικαίωμα κατάληψης θέσης στην αγορά εργασίας, αναιρώντας ολοκληρωτικά κάθε θεσμική μορφή που κατοχυρώνει τα επαγγελματικά δικαιώματα των εκπαιδευτικών τίτλων.
Αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και την αναίρεση οποιασδήποτε εγγυημένης δυνατότητας κοινωνικής κινητικότητας μέσω της πρόσβασης στην εκπαίδευση, γεγονός που προκαλεί τη διάλυση των παραδοσιακών αντιλήψεων που συγκροτούνται γύρω από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Ακυρώνεται ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσω της πρόσβασης στην εκπαίδευση και των διαπιστευτηρίων της.
Πολύ περισσότερο, η κίνηση των βάσεων δεν μπορεί να απαλύνει τα χαρακτηριστικά ενός εξεταστικού συστήματος παρακυβέρνησης της εκπαίδευσης το οποίο, ενώ στενεύει σε γερμανικά ωράρια την εφηβεία, ροκανίζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς στο τρίγωνο «εξετάσεις - φροντιστήριο - ιδιαίτερο» και οικοδομεί την εκπαίδευση της αμάθειας, που υπό συνθήκες διδακτικού ολοκληρωτισμού απονεκρώνει κάθε διαδικασία κατανόησης, αμφιβολίας, κρίσης με αποτέλεσμα τον αφανισμό της διδασκαλίας, το καλούπωμα των εκπαιδευτικών σε «διδακτικά φέρετρα» και τη μετατροπή των μαθητών σε καταναλωτές-πελάτες, ένα είδος «προσοντούχων αγράμματων» σήμερα, κατακερματισμένων ανθρώπων-υπηκόων αύριο.
Ο Χρήστος Κάτσικας γεννήθηκε το 1960. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1979-1983) και από το 1985 εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Είναι συντάκτης του περιοδικού "Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης", μέλος του Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων και εκπαιδευτικός συντάκτης της εφημερίδας "Τα Νέα". Είναι υποψήφιος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εντοπίζονται στο χώρο της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής.