Εκείνα τα χρόνια, κάθε καλοκαίρι εγώ και η μητέρα μου κάναμε διακοπές στο πατρικό της στο Αριστοδήμειο Μεσσηνίας ή Χασάμπασα όπως το έλεγαν οι παλαιότεροι. Ένα χωριό που έμεινε μέχρι σήμερα, όπως ήταν τότε... Η γλυκιά προσμονή των θερινών διακοπών, της πρώτης δεκαετίας της ζωής μου. Τα χρόνια της στέρησης και των ονείρων μου. Το ατέλειωτο ταξίδι με το τραίνο. Ο παππούς Ανδρέας και η γιαγιά Σοφία να μας περιμένουν με το γαϊδουράκι στον σταθμό του τραίνου στο Πλατύ για να μας περάσουν με τέχνη και προσοχή από το ποτάμι που συναντούσαμε στη διαδρομή προς το χωριό μας. Και αργότερα, όταν η ταχεία δεν σταματούσε στο Πλατύ, ο ταξιτζής ο Θοδωράκης από την Λάμπαινα να μας περιμένει στον σταθμό του τραίνου στη Βαλύρα για να μας πάει με το OPEL RECORD στο χωριό μας. Θυμάμαι καθόμουν πάντα μπροστά και έβλεπα τον Δομάζο που ήταν κολλημένος στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε, εκτός από τους ανθρώπους που έφυγαν. Οι ίδιες διαδρομές και οι ίδιοι δρόμοι. Αναπολώ την κερασμένη από τον παππού βυσσινάδα στο καφενείο της Ιφιγένειας. Το παγωτό χωνάκι που τρώγαμε με την ξαδέρφη μου τη Λίτσα τα ζεστά μεσημέρια στα καφεπαντοπωλεία του Καπόγιαννη και του Σταθόπουλου. Τον θερινό πλανόδιο κινηματογράφο στην υποτυπώδη πλατεία του χωριού εμπρός από το καφενείο της Ιφιγένειας με τον καθένα να κουβαλάει μαζί και την καρέκλα του από το σπίτι. Θυμάμαι την τρομάρα που πήρα ένα μεσημέρι καλοκαιριού όταν ο Αντρέας θαρρώ ο αεροπόρος προσγειώθηκε σε κάποιο από τα διπλανά σπίτια με το ελικόπτερο. Τον πρωτόγνωρο θόρυβο που έκανε το ελικόπτερο πετώντας σχεδον ξυστά στα κεραμίδια τον θυμάμαι ακόμα, καθώς και τις διηγήσεις των μεγαλύτερων για το κατόρθωμα. Πώς να ξεχάσω τον Γιώργο Τσιτσιρή τον κουρέα, τον "κουφό" όπως έλεγαν, γιατί ως γνωστόν στα χωριά όλοι έχουν και ένα "ιδιαίτερο" μέχρι τις μέρες μας όνομα, που ξύριζε τον παππού και που μάλλον πρέπει να με είχε κουρέψει γουλί κάποια φορά για να πάρει το κεφάλι μου αέρα όπως έλεγαν οι θειάδες με τη μάνα μου. Αποτυπωμένες στο μυαλό μου είναι και κάποιες σκηνές απείρου κάλλους με πρωταγωνιστές κάποιους δυνατούς πότες του χωριού. Θυμάμαι ακόμα τα ονόματα και φυσιογνωμίες. Δεν ξεχνώ την ασπρόμαυρη τηλεόραση και τον Παράξενο Ταξιδιώτη που οδηγούσε όλο το χωριό στο καφεπαντοπωλείο του Καπόγιαννη με τις καρέκλες ανά χείρας από τα σπίτια. Δεν ξεχνώ την ασπρόμαυρη τηλεόραση, την Ε.Ι.Ρ.Τ., την Υ.ΕΝ.Ε.Δ., τα δελτία ειδήσεων και τις μαύρες στήλες καπνού από τους βομβαρδισμούς των Τούρκων, αλλά και τις συζητήσεις των χωρικών για κάτι καινούργιες βόμβες ΝΑΠΑΛΜ. Δεν ξεχνώ τη φωνή του Μακάριου στο τραντζιστοράκι «…είναι γνώριμη η φωνή που ακούεις. Είμαι ο Μακάριος…» Δεν ξεχνώ τα ονόματα κάποιων Υπουργών, Στρατηγών και άλλων μεγαλόσχημων της εποχής, που επαναλαμβάνονταν στα δελτία ειδήσεων. Δεν ξεχνώ τη Δημοτική μουσική, τα εμβατήρια και τα σήματα της κρατικής τηλεόρασης. Όταν είσαι δέκα χρονών, γράφονται όλα ανεξίτηλα στη μνήμη σου και ιδίως την εποχή εκείνη που τα ΜΜΕ ήταν λιγοστά, πρωτόγονα και δεν σε βομβάρδιζαν με τις πληροφορίες και τη συχνότητα των ημερών μας. Ίσως να ήμουν τυχερός που τα έβλεπα στην τηλεόραση στο καφενείου του Καράγιαννη στο χωριό, γιατί στην Αθήνα δεν είχαμε ακόμα τηλεόραση. Δεν ξεχνώ τις προσπάθειες του τηλεφωνητή στο χωριό, του μπάρμπα Μήτσου του Πανόπουλου που γυρνούσε με μανία την μανιβέλα, χτυπώντας το πλήκτρο στο τηλέφωνο της εποχής για να εξυπηρετήσει όλο το χωριό. Το τηλεφωνείο διατηρήθηκε αρκετά χρόνια μετά και ως πρατήριο τσιγάρων. Πως να ξεχάσω την άνοδο με τα πόδια στο Μοναστήρι του Βουλκάνου παραμονή του 15αύγουστου, αλλά και όλο το χωριό να περιμένει ξημερώματα με λουλούδια και θυμιατά στη δημοσιά την κάθοδο της Εικόνας στη Μεσσήνη στις 20 κάθε Σεπτέμβρη. Θυμάμαι το καινούργιο καντήλι με την εικόνα που είχαμε φέρει από την Αθήνα με τη μάνα μου στο ξωκλήσι του Άη Θανάση γιατί κάποια χρονιά που πήγαμε ως εκεί βρήκαμε σπασμένο το καντήλι και δεν μπορέσαμε να το ανάψουμε με το λάδι που είχαμε φέρει στο μπουκαλάκι της γκαζόζας. Πάντα θυμάμαι την Ντίνα που κάθε απόγευμα συνεπής στην ώρα της άνοιγε την εκκλησιά του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης για να ανάψει όλα τα καντήλια και να θυμιατίσει. Ακόμα μυρίζουν στη μύτη μου τα μανουσάκια που άφησα στον τάφο του παππού Αντρέα εκείνον τον χειμώνα του '69 ή του '70, δεν θυμάμαι καλά, αφού ήμουν δεν ήμουν 6 χρονών. Νοσταλγώ τις απογευματινές βόλτες στη βρύση του χωριού με το γάργαρο νερό κάτω από τον αιωνόβι πλάτανο. Θυμάμαι τις βίκες που γεμίζαμε νερό και τις τυλίγαμε με κάτι βρεγμένα πανιά και τσουβάλια για να διατηρηθεί το νερό δροσερό στο κατώι. Πρόλαβα το χωριό χωρίς ύδρευση, ηλεκτρικό και καμπινέδες. Σκουπιζόμαστε με κομμάτια από εφημερίδες και αμπελόφυλλα (για όσους ξεσήκωσαν τα χαρτιά υγείας από τα σουπερμάρκετ λόγω κορονοϊού το αναφέρω)… Θυμάμαι με πόση προσοχή καθαρίζαμε κάθε απόγευμα το γυαλί από τη λάμπα πετρελαίου για να έχουμε λιγοστό φως το βράδυ μέχρι να κοιμηθούμε. Άλλα δεν θυμάμαι να έχω δει και ομορφότερο έναστρο ουρανό από εκείνα τα χρόνια που όλα γύρω ήταν θεοσκότεινα και σε κάθε βήμα που έκανες ήταν απαραίτητος ένας πλακέ φακός με πλακέ μπαταρία και στρογγυλό τζάμι. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την Αραπίτσα, την γλυκιά σκυλίτσα της θείας Μαίρης, τις χαρές και τα παιχνίδια που μου έκανε όταν με έβλεπε. Θυμάμαι τα φραγκόσυκα, τα σταφίλια, τα σύκα, τα τεράστια μακρόστενα καρπούζια, τις κοντούλες, όλα σε επάρκεια και απίστευτη νοστιμιά, νοστιμιά που δεν έχουν δυστυχώς γευθεί τα παιδιά μας. Όπως δεν έχουν γευθεί πατάτες τηγανισμένες στο μαυροτήγανο πάνω στη σιδερωστιά με το λάδι να κοχλάζει από τη δυνατή φωτιά των ξύλων. Θυμάμαι πότε να καψαλίζουμε στη φωτιά και να κόβουμε κομμάτια τα σαρκώδη φύλλα της φραγκοσυκιάς, γεμίζοντας κοφίνια για να ταΐσουμε τις γίδες και πότε να κουβαλάμε με τη γαϊδούρα κλάρες με μουρόφυλλα. Θυμάμαι να φτιάχνουμε καλαμωτές στο ποτάμι που ήταν φυσικό σύνορο στο κτήμα μας στη γανιά και να μας τρώνε τα ψάρια οι νεροχελώνες, αλλά να γεμίζουμε και τις καλαμένιες κόφες μας με χέλια πατώντας και ξαναπατώντας στις λασπουριές. Θυμάμαι τον ηλεκτρολόγο να εγκαθιστά την πρώτη υποτυπώδη ηλεκτρική εγκατάσταση που λειτουργεί έως σήμερα στο πατρικό της μητέρας μου. Θυμάμαι τους μπαρμπάδες μου να ανοίγουν στην αυλή έναν τεράστιο λάκκο που διαμορφώθηκε σε εξωτερικό καμπινέ γιατί θα έπεφταν κεφάλια αν δεν γινόταν. Θυμάμαι σκουπισμένα και ασπρισμένα τα πεζοδρόμια και την αγωνία των θειάδων μου να μην κυλήσουν έξω μπουγαδόνερα γιατί ο χωροφύλακας, ο αγροφύλακας και ο πρόεδρος δεν αστειεύονταν. Οι εντολές ήταν σαφείς από την Στρατιωτική Κυβέρνηση. Και αργότερα, θα ήμουν 14 χρονών, ήρθαν και τα θαλάσσια μπάνια στην παραλία της Μπούκας, αλλά και οι πρώτες εκδρομές στις ομορφιές της Μεσσηνίας με το αυτοκίνητο του θείου και τα ξαδέρφια, ο ένας πάνω στον άλλον μέσα στο ευρύχωρο αλλά όχι και για τόσους νοματέους, FORD TAUNUS 15M. Αυτά και άλλα πολλά είναι όσα οδηγούν τα βήματά μου συχνά σ' αυτό το χωριό έως τις μέρες μας. Οι παιδικές αναμνήσεις, οι τάφοι των προγόνων και των συγγενών, κάποιοι φίλοι που επιμένουν να κατοικούν εδώ, κάποιοι παλιοί που μου λένε όταν με βλέπουν: της Βούλας το παιδί είσαι εσύ; αλλά και η απόλυτη ησυχία που βοηθάει στην ανασύνταξη της ψυχής...
Και τώρα, τις μέρες του αποκλεισμού και της απαγόρευσης της κυκλοφορίας λόγω της πανδημίας, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω ξεφυλλίζω άλμπουμ φωτογραφικά και αναπολώ τα περασμένα. Χθες θυμήθηκα τα τραίνα και σήμερα τον τόπο των θερινών διακοπών της πρώτης δεκαετίας της ζωής μου. Τις επόμενες ημέρες, έχει ο Θεός…
Αγαπητε κυριε καλημερα το αρθρο που γραψατε με εκανε και εμενα να θυμηθω τις ιδιες αναμνησεις με τις δικες σας, στο ιδιο χωριο. Κατι δεν μου αρεσε Ο κουφος κουρεας ειχε και ενα ονομα και επιθετο δεν ηταν ανωνημος τον λεγανε Γιωργο Τσιτσιρη ηταν Θειος μου σας το γραφω αυτο επειδη θεωρω οτι οι ανθρωποι δεν χαρακτηριζονται ουτε με αριθμους ουτε με καποια αδυναμια που εχουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ηταν καλο εαν μπορει να διωρθωθει ,
Ευχαρηστω
Σας ευχαριστώ πολύ για την επισήμανση. Το διόρθωσα. Δεν θυμόμουν το όνομα. Ήμουν πολύ μικρός αλλά θυμάμαι το κουρείο και τη φυσιογνωμία του... Οι εικόνες μένουν!
ΑπάντησηΔιαγραφήκ. Μπενέα ονομάζομαι Μ.Ψυχογυιού και είμαι ανιψιά του κ. Πανόπουλου με το τηλεφωνείο. Αρκετά από αυτά που γράφετε μάλλον είναι προγενέστερα της δικής μου παιδικής ηλικίας , αλλά πρόλαβα το τηλεφωνείο αρκετά χρόνια , με μάθαινε και ο θείος μου ο Μήτσος να συνδέω τις γραμμές. Εσείς έχετε καταγωγή από την μητέρα σας? Από ποια οικογένεια ? Περιμένει να καταλάβει και η ξαδέλφη μου (κόρη του μπαρμπα Μήτσου), που είναι μεγαλύτερη από εμένα και συγκινήθηκε πολύ με το άρθρο σας για την καταγωγή σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ μπάρμπα Μήτσος με είχε πελάτη μέχρι τέλους... Του άρεσε και η πολιτική. Συζητούσαμε πολύ οπότε κατέβαινα. Αγόραζα τσιγάρα ΡΕΚΟΡ ΦΊΛΤΡΟ του θείου μου του Μήτσου του Κούβελα της Μόσχως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μάντρα του τηλεφωνείου και του σπιτιού της Ιφιγένειας χώριζε το πατρικό της μητέρας μου. Μητέρα μου ήταν η Βούλα κόρη του Αντρέα Σταθοπούλου και της Σοφίας (Τσιχριτζή) Σταθοπούλου.