Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, σε παλιές ευτυχισμένες μέρες, στην αυλή του σπιτιού του στην Καρδαμύλη. «Πολλοί αόρατοι δεσμοί με ενώσανε με την Καρδαμύλη και τους κατοίκους της• και στους δυο τους, οφείλω ένα χρέος ευτυχίας, που μεγαλώνει, με το πέρασμα του χρόνου», γράφει. (Φωτογραφία: Joan Leigh Fermor, Courtesy The New York Review of Books)
Ο μεγάλος ταξιδιωτικός συγγραφέας και φιλέλληνας που έφυγε σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια (10/6/2011) αναπολεί την αβίαστη γοητεία της Καρδαμύλης -με την οποία συνέδεσε τη ζωή του στην Ελλάδα- και ένα σουρεαλιστικό φαγοπότι, μεσοκαλόκαιρο με ζέστη εκρηκτική, μέσα... στη θάλασσα της Καλαμάτας!
Η ήρεμη γοητεία της Καρδαμύλης μεγάλωνε με κάθε ώρα που περνούσε. Αποσδόκητα, ανακαλύψαμε ένα μικρό ξενοδοχείο, με λίγα δωμάτια, πάνω από ένα μπακάλικο που ανήκε στον Σωκράτη Φαληρέα, τον ξάδελφο, όπως έμαθα μετά, ενός φημισμένου γλύπτη, φίλου μου στην Αθήνα. Κι ακόμα πιο απροσδόκητα, δίχως νάναι επιδεικτικό ήτανε πολύ αναπαυτικό, ή τουλάχιστον έτσι μας φάνηκε ύστερα απ’ τις τραχειές τελευταίες μέρες. Η φιλόφρονη βαθειά φωνή του γιγάντιου ιδιοκτήτη, ενός πολιτισμένου, ευχάριστου οικοδεσπότη, που σταματούσε κάθε τόσο να πιάσει κουβέντα, δημιουργούσε μια ράθυμη ατμόσφαιρα, απ’ την οποία η οξύτητα του χρόνου, η βία κ’ η σπουδή είχαν εξαφανιστεί.
Η αβίαστη γοητεία γεμίζει ολόκληρη τη μικρή αυτή πόλη. Το καλοκαίρι δροσίζεται απ’ τ’ αεράκι του κόλπου. Το μεγάλο παραπέτασμα του Ταΰγετου εμποδίζει τους παρείσακτους ανέμους απ’ τον βοριά και την ανατολή. Η τραμουντάνα δεν την αγγίζει. Μοιάζει μ’ εκείνα τα Ηλύσια πεδία, όπου, όπως λέει ο Όμηρος, η ζωή είναι πιο εύκολη για τους ανθρώπους· όπου δεν πέφτει χιόνι, ούτε φυσούν δυνατοί άνεμοι, ούτε πέφτει βροχή κ’ οι μελωδικοί δυνατοί άνεμοι φυσούν πάντα από τη θάλασσα, για να φέρνουνε τη δροσιά σ’ αυτούς που ζουν εκεί. Ήθελα πολύ να γίνω ένας απ’ αυτούς και να εγκατασταθώ σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο για μήνες, με βιβλία και χαρτί για γράψιμο.
Γυρνώντας ύστερα από ένα πολύωρο μπάνιο στη θάλασσα πέρα από τους καλαμιώνες, είδαμε ένα αγόρι να κρατάει απ’ την ουρά ένα μεγάλο ασημένιο ψάρι: μια σάλπα. Τ’ αγόρασα και την ώρα που το μαγειρεύανε στην ταβέρνα του Πάνου Πονηρέα, εμείς κάναμε μια βόλτα κάτω στο δρομάκο, όπου ο Πέτρος Βραβάκος με τη γυναίκα του κάθονταν στη δροσιά, έξω από το «Παντοπωλείον».
Κάτω στη θάλασσα εξείχε ένας μώλος. Στις δυο πλευρές του λικνιζόντουσαν, πάνω στο διάφανο νερό, καΐκια ανάλαφρα δεμένα λίγα μέτρα πάνω απ’ τους ίσκιους τους στον γεμάτο χαλίκια βυθό. Πικροδάφνες γέρνανε πάνω σε μια επίπεδη απλωσιά από βράχους. Η θάλασσα έσπαζε πάνω τους ορμητικά και καθάριζε την επιφανάνειά τους μ’ ένα αφρισμένο δίχτυ, που γλιστρούσε πάλι πίσω και διαλυότανε, καθώς ένα άλλο σχηματιζόταν στη στιγμή. Λίγο έξω απ’ την ακτή εξέχανε μερικοί βράχοι.
Πάνω στον ένα βρισκότανε μια ασβεστωμένη εκκλησιά και στον άλλον μια μικρογραφία από ένα ερειπωμένο οχυρό, με μια μεγάλη καμάρα που έχασκε. Η επιφάνεια της θάλασσας γέμιζε με χρυσαφένιες ραβδώσεις που αλλάζανε, με το πέσιμο του ήλιου, σε απαλό θειαφί με μενεξελιές κουκίδες εδώ κι εκεί. Πιο πέρα ο ακύμαντος κόλπος απλωνόταν ανεμπόδιστα μέχρι την αντικρυνή χερσόνησο που σκοτείνιαζε. Το εξώφυλλο και τα σχέδια στο βιβλίο των εκδόσεων Κέδρος υπογράφει ο Άγγλος ζωγράφος –και φίλος του Φέρμορ– Τζων Κράξτον.
Λίγο αργότερα, με τη σκέψη του ψαριού που ψηνότανε στα κάρβουνα, ο νους μας πλανήθηκε πίσω στην Καλαμάτα (κρυμμένη τώρα στο λαμπερό μοιχό του κόλπου) μερικά χρόνια πριν.
Ήταν μεσοκαλόκαιρο σ’ εκείνη τη λαμπερή άσπρη πολιτεία κ’ η ζέστη ήταν εκρηκτική. Γιόρταζαν κάποια γιορτή – μπορεί νάταν η γιορτή του Άη Γιάννη του Βαφτιστή, πο δηλώνει το θερινό ηλιοστάσιο – και η προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο που είχε ξεχυθεί και πανηγύριζε. Η ψυχική διάθεση μιας αργίας κ’ η τρέλα του ζεστού κύματος πλανιόταν στον αέρα. Το πέτρινο πλακόστρωτο στην ακροθαλασσιά, όπου καθόμασταν για να φάμε το βράδι, η Ιωάννα, ο Ζαν Φίλντινγκ κι εγώ, εκσφενδόνιζε τη ζέστη σα μια κατσαρόλα μ’ ανασηκωμένο καπάκι.
Με μια ξαφνική, σιωπηλή, απόφαση προχωρήσαμε ντυμένοι στη θάλασσα φέρνοντας το σιδερένιο τραπέζι κ’ ύστερα τις τρεις καρέκλες μερικά μέτρα πιο μέσα. Καθήσαμε, μέχρι τη μέση μας στο δροσερό νερό, γύρω από το ομορφοστρωμένο τραπέζι, που φαινότανε μαγικά υψωμένο λίγους πόντους πάνω απ’ το νερό. «Καθήσαμε, μέχρι τη μέση μας στο δροσερό νερό, γύρω από το ομορφοστρωμένο τραπέζι, που φαινότανε μαγικά υψωμένο λίγους πόντους πάνω απ’ το νερό».
Το γκαρσόνι, όταν ήρθε σε λίγο, είδε ξαφνιασμένο μιαν άδεια θέση στην προκυμαία· μετά, βλέποντάς μας, μ’ ένα γρήγορο ψεύτικο σβησμένο χαμόγελο, περπάτησε αδίσταχτα στη θάλασσα. Προχώρησε, μέχρι τη μέση του στο νερό, με τη σοβαρότητα ενός γνήσιου Μπάτλερ δίχως να πει τίποτ’ άλλο από «Καλή όρεξη» και έβαλε το φαΐ μπροστά μας – τρεις θαυμάσιους κέφαλους στη σχάρα που άχνιζαν, με τα λαμπερά χρυσοκάστανα λέπια τους. Για ν’ απολαύσουμε απόλυτα τη θαλασσινή τους γεύση, τους βουτήξαμε για λίγο στη θάλασσα, πιάνοντάς τους απ’ την ουρά…
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φέρμορ «Μάνη» και από το κεφάλαιο «Καρδαμύλη: η παλινόρθωση του Βυζαντίου», εκδ. Κέδρος. Μετάφραση: Τζαννής Τζαννετάκης – «η μόνη μετάφραση, απ’ όλες τις ξενόγλωσσες, που έχει την έγκρισή μου και την ευλογία μου», γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο Φέρμορ.
Περισσότερες εικόνες από το σπίτι στην Καρδαμύλη που έζησε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ εδώ!
Περισσότερες εικόνες από το σπίτι στην Καρδαμύλη που έζησε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ εδώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια είναι Ελεύθερα και χαρακτηρίζουν το σχολιαστή !