Σε μια σεμνή τελετή που πραγματοποιήθηκε σήμερα το πρωί στον τόπο της θυσίας στη ρεματιά πίσω από τον Διομήδειο Βοτανικό Κήπο στο Χαϊδάρι, κατόπιν πρωτοβουλίας του Σωματείου συγγενών των εκτελεσθέντων "Η Μνήμη", συγγενείς των θυμάτων και συμπολίτες μας απέτισαν φόρο τιμής στους αντιστασιακούς που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου 1944.
Το Τρισάγιο έψαλε ο πρωτοπρεσβύτερος του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής Δάσους Χαϊδαρίου π. Θεοχάρης Σούλης, ενώ παρόντες μεταξύ άλλων στην εκδήλωση ήταν ο Δήμαρχος της πόλης Ευάγγελος Ντηνιακός, η Υφυπουργός Εργασίας Μαρία Συρεγγέλα, ο πρώην Δήμαρχος και Πρόεδρος της ΕΕΤΑΑ Δημήτρης Μαραβέλιας, ο Αντιπεριφερειάρχης Ανδρέας Λεωτσάκος, εκπρόσωποι της Βρετανικής και της Γερμανικής Πρεσβείας, κλιμάκιο του Πυροσβεστικού σώματος, ο πρώην Δήμαρχος Μιχάλης Σελέκος, ο επικεφαλής Δημοτικής παράταξης και Δημοτικός Σύμβουλος Κώστας Ασπρογέρακας, ο πρώην Αντιδήμαρχος Μόσχος Χουδελούδης, ο Υποψήφιος Δήμαρχος Αριστείδης Πανόπουλος, ο εκπρόσωπος του Διομήδειου Κήπου Στέλιος Σούλιος, ο Πρόεδρος του Σωματείου Λέλας Καραγιάννη και το Δ.Σ. του Σωματείου Η ΜΝΗΜΗ που διοργανώνει κάθε χρόνο την εκδήλωση. Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο ηθοποιός Θωμάς Κινδύνης σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης στους παρευρισκομένους.
Τα ξημερώματα της 8ης Σεπτεμβρίου 1944 ο ναζισμός έδειξε για μια ακόμη φορά το αληθινό του πρόσωπο: 72 ήρωες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι, στο δάσος όπου βρίσκεται σήμερα ο Βοτανικός Κήπος Ιουλίας & Αλεξάνδρου Διομήδους. Οι ναζί κατακτητές, λίγο πριν την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, συγκέντρωσαν από τις φυλακές όσους αντιστασιακούς θεωρούσαν σκληρότερους και προχώρησαν στην κτηνωδία: τους εκτέλεσαν στο Χαϊδάρι. Οι ήρωες αυτοί έπεσαν τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο και ζητωκραυγάζοντας. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες βρίσκονταν μεγάλες προσωπικότητες της Αντίστασης, όπως η "Μπουμπουλίνα της Αντίστασης", Λέλα Καραγιάννη και ο Μανώλης Λίτινας. Και όμως, επειδή οι περισσότεροι από τους αγωνιστές αυτούς δεν είχαν επίσημη παραταξιακή ή κομματική ταυτότητα αλλά έπεσαν μόνο για την πατρίδα τους, η θυσία τους δεν έγινε γνωστή. Κάθε χρόνο την 8η Σεπτεμβρίου μαζεύονται λιγοστοί συγγενείς των θυμάτων (όσοι συμβαίνει να είναι εν ζωή) για να τιμήσουν τους Έλληνες ήρωες - συγγενείς τους. Είναι υποχρέωσή μας να βρισκόμαστε κοντά τους.
Η παρουσία της Λέλας Καραγιάννη στη λίστα των εκτελεσθέντων επισκιάζει τους υπολοίπους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεται η θυσία τους ή ότι είναι δευτερεύουσας σημασίας.
H Λέλα (Ελένη) Καραγιάννη γεννήθηκε το 1898 στην Λίμνη Ευβοίας. Ηταν η πρωτότοκη κόρη του Αθανάσιου Μηνόπουλου, με καταγωγή από το Πήλι Ευβοίας και της Σοφίας Μπούμπουλη, απόγονος της ηρωϊδας του 1821, Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Το 1916 παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Νικόλαο Καραγιάννη, ο οποίος διατηρούσε φαρμακείο – αρωματοπωλείο στην οδό Πατησίων 16. Απέκτησαν επτά παιδιά και έμεναν σε μία διώροφη μονοκατοικία, κοντά στην πλατεία Αμερικής, στην οδό Λήμνου 1 (νυν Λέλα Καραγιάννη). Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν τότε οικογένειες της μεσοαστικής Αθήνας, με πολλές εκ των οποίων η Λέλα Καραγιάννη διατηρούσε φιλικές σχέσεις και αποδείχθηκαν πολύτιμοι συνεργάτες στις μετέπειτα δραστηριότητές της.
Γυναίκα με χαρισματική προσωπικότητα, δυναμική, ιδεολόγος, με κοινωνικές ευαισθησίες και τεράστιο απόθεμα ψυχής, ανέπτυξε μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, ιδιαίτερα μετά την μικρασιατική καταστροφή συνδράμοντας τους πρόσφυγες που ήλθαν στην Αθήνα. Φρόντισε παιδιά, ορφανά, χήρες, ηλικιωμένους προσπαθώντας να τους ανακουφίσει και να τους καλύψει τις βασικές τους ανάγκες.
Προκειμένου να κρύψει τους στρατιώτες είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο κρυσφύγετων χρησιμοποιώντας διάφορα σπίτια γνωστών της, ακόμη και την Μονή των Μεγάρων. Αυτό όμως ενείχε πολλούς κινδύνους για όλους τους εμπλεκόμενους και έτσι αποφάσισε να φυγαδεύει τους στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Η πρώτη αποστολή έγινε με το καΐκι Ελσιανιατόρ του Λευτέρη Μπαστουνόπουλου, με καπετάνιο τον Χρυσίνη.
Με τεράστια ανακούφιση άκουσε, μετά από μερικές μέρες, από τον σταθμό του BBC του Καΐρου το συνθηματικό μήνυμα «Jackson, Jackson and Jackson, ευχαριστούμε το άρωμα». Η επανάληψη του ονόματος Jackson σήμαινε τους τρεις προστατευόμενους, ενώ η λέξη «άρωμα» υπαινισσόταν το αρωματοπωλείο του συζύγου της. Συνολικά, φυγάδευσε στο Κάιρο 140 Βρετανούς στρατιώτες, οι οποίοι δικαίως την αποκαλούσαν «Μάνα Καραγιάννη». Η δε οικογενειακή φιλία που διατηρούσε με τον Διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, Άγγελο Έβερτ, αποδείχθηκε πολύτιμη για την έκδοση ταυτοτήτων, πιστοποιητικών ή άλλων απαραίτητων εγγράφων.
Όπως λέει ο γιος της, Βύρωνας, «Δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε κατασκοπία ή να κρύβουμε Εγγλέζους. Ήλθαν μόνα τους τα πράγματα. Στην αρχή κρύψαμε έναν, αυτός έφερε άλλους δύο και στο τέλος βρεθήκαμε με πολλούς βρετανούς. Μετά το καΐκι του καπετάν Χρυσίνη ήταν το καΐκι του Φαφούτη, του Μαμαλάκη.... τα καΐκια πήγαιναν και ερχόντουσαν»
Τον Οκτώβριο του 1941, μετά από καταγγελία ενός καταδότη η Λέλα Κ. και ο σύζυγός της συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Εκείνος αποφυλακίστηκε πολύ γρήγορα ενώ εκείνη έμεινε μέσα 7 μήνες, δικάστηκε από ιταλικό στρατοδικείο και αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων. Η δραστηριοποίησή της συνεχίστηκε ακόμη και πίσω από τα σίδερα.
Τον Μάρτιο του 1944 νοσηλεύτηκε, λόγω υπερκόπωσης και καρδιοπάθειας, στον Ερυθρό Σταυρό. Αλλά ακόμη και μέσα στο νοσοκομείο δεν ησύχασε και συνέχισε τον αγώνα της, έχοντας μετατρέψει το δωμάτιό της σ’ ένα άτυπο αρχηγείο της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα».
Τον Ιούλιο του 1944 ξαναμπήκε στο νοσοκομείο από το οποίο βγήκε στις 11/07/44 όχι όμως για το σπίτι της, αλλά για τις φυλακές του Χαϊδαρίου. Ο καταδότης της ήταν ο Γεώργιος Ριζόπουλος, ο οποίος δεν άντεξε τα βασανιστήρια της ανάκρισης και έδωσε το όνομά της. Στην μεταπολεμική έκθεσή του ο γιατρός Σαρακηνός σημειώνει: «... εκ των παραθύρων του Νοσοκομείου πολλοί δακρύοντες οφθαλμοί παρηκολούθουν μέχρις ότου εξηφανίσθη τον απάγον την Εθνομάρτυραν αυτοκίνητον μετά των δημίων της...»
Το προηγούμενο βράδυ γερμανοί στρατιώτες με τον ανακριτή Μπέκετ είχαν εισβάλει στο σπίτι της, συνέλαβαν τα τέσσερα από τα επτά παιδιά της και τα οδήγησαν στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν 6. Την επόμενη συνέλαβαν και τον άλλο της γιο, τον Νέλσονα.
Ο ανακριτής Μπέκετ είχε την φήμη ενός από τους πιο σκληρούς και αιμοχαρείς ανακριτές και αυτό επιβεβαιώθηκε περίτρανα από την βία, σωματική και ψυχολογική, που άσκησε πάνω της προκειμένου να την κάνει να μιλήσει. Εκτός από τα πρωτοφανή σωματικά βασανιστήρια στα οποία την υπέβαλε, δεν δίστασε να φέρει μπροστά της τα δύο της αγόρια, ματωμένα και παραμορφωμένα από τα βασανιστήρια και να τους βάλει το πιστόλι στο κρόταφο, απειλώντας την ότι θα τραβήξει την σκανδάλη, έτσι και εκείνη δεν ομολογήσει.
Ακόμη όμως και αυτή η εικόνα δεν κατάφερε να την πτοήσει και η απάντηση που έδωσε στον Μπέκετ τον άφησε άφωνο και αποσβολωμένο: «Τα παιδιά μου εγώ τα γέννησα. Είμαι η μητέρα τους, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι ανήκουν στην πατρίδα και μην περιμένεις να σου πω το παραμικρό. Το αίμα τους είναι ελληνικό και αυτό το αίμα θα σας πνίξει. Σου λέω όμως πως τα παιδιά μου δεν γνωρίζουν τίποτα απ' όλα αυτά...». Όσες φορές και αν την ανέκρινε και όποιας μορφής βία και αν χρησιμοποίησε, τον αντιμετώπισε με περιφρόνηση αλλά και παροιμιώδη ψυχραιμία.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, στις 5:30 τα ξημερώματα οδηγήθηκε μαζί με άλλους 71 αγωνιστές στο Άλσος Δαφνίου για εκτέλεση. Τραγική ειρωνεία: μεταξύ αυτών ήταν και ο καταδότης της, ο Ριζόπουλος, ο οποίος μετανιωμένος για την πράξη του της είχε ζητήσει γονυπετής συγχώρεση και εκείνη δείχνοντας ακόμη μία φορά την μεγαλοψυχία της, του την είχε δώσει. Λίγο πριν από την εκτέλεσή της, απευθυνόμενη στους άλλους μελλοθάνατους, φώναξε: «Ψηλά, παιδιά, τα κεφάλια να δουν οι Ούνοι πως ξέρουν να πεθαίνουν οι Έλληνες για την πατρίδα τους».
Ο φρικτός ήχος των ριπών των μυδραλιοβόλων σκέπασε τις φωνές που έψαλλαν τον εθνικό ύμνο δευτερόλεπτα πριν αυτές σιγήσουν για πάντα.
Το σακατεμένο από τα βασανιστήρια και διάτρητο από τις σφαίρες σώμα της παραλήφθηκε κρυφά από την οικογένειά της και τάφηκε στο Β’ Νεκροταφείο Πατησίων. Την επόμενη, τα παιδιά της ελευθερώθηκαν χάριν στις ενέργειες του πατέρα τους και στη βοήθεια μιας Γερμανίδας οικογενειακής φίλης.
Το 1982 τα οστά της μεταφέρθηκαν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, σε τάφο που παραχώρησε προς τιμήν της ο Δήμος Αθηναίων.
Στον τόπο της εκτέλεσης, μέσα στον Διομήδειο Κήπο Δαφνίου, ανεγέρθηκε μνημείο στην μνήμη των ηρώων.
Για την τεράστια προσφορά προς την πατρίδα και τον σημαντικό ρόλο της στην έκβαση του αγώνα κατά του Γ’ Ράιχ αλλά και τον μαρτυρικό θάνατό της, η Λέλα Καραγιάννη αναγνωρίστηκε ως ηρωιδα της Εθνικής Αντίστασης και τιμήθηκε με παράσημα και βραβεία.
Η Ακαδημία Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση της 30ής Δεκεμβρίου 1947, της απένειμε το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.
Στις 18 Ιουνίου 2020, η Ελληνική Δημοκρατία τιμώντας την εθνική δράση και την αυτοθυσία της, της απένειμε τον βαθμό του ταξιάρχου επί τιμή.
Η Λέλα Καραγιάννη, το όνομα της οποίας είναι παγκοσμίως γνωστό, τιμήθηκε και από χώρες εκτός Ελλάδος. Ο Βασιλεύς της Αγγλίας Γεώργιος ΣΤ’ της απένειμε τη Χρυσή Βασιλική Δάφνη, ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Santro Petrini, το Ανώτατο Παράσημο της Ιταλικής Δημοκρατίας, ενώ το κράτος του Ισραήλ την κατέταξε μεταξύ των Δικαίων των Εθνών απονέμοντάς της το σχετικό βραβείο.
Όλες οι τιμητικές διακρίσεις έχουν γίνει δωρεά και βρίσκονται σε ειδική προθήκη, αφιερωμένη στην ηρωίδα, στον Α’ όροφο του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών.
Συγγραφείς και ιστορικοί έχουν αναφερθεί ενδελεχώς στην Λέλα Καραγιάννη και το 21ο δημοτικό σχολείο Αθήνας, φέρει τιμητικά το όνομά της. Μέσα από δράσεις που γίνονται με πρωτοβουλία της διεύθυνσης τα παιδιά διδάσκονται την ιστορία της σπάνιας αυτής γυναίκας. Στην γιορτή, στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, καλούνται να την παρακολουθήσουν μέλη από την οικογένεια Καραγιάννη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια είναι Ελεύθερα και χαρακτηρίζουν το σχολιαστή !