Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στην Τρίπολη, τα παιδιά του ξενοδοχείου Μαίναλον βλέποντας το ενδιαφέρον μας για τα αξιοθέατα της πόλης και της ευρύτερης περιοχής μας πρότειναν να επισκεφθούμε δυο πολύ κοντινούς προορισμούς: την Αγία Φωτεινή Μαντινείας και το σπήλαιο Κάψια. Την Αγία Φωτεινή την έχουμε επισκεφθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν και σας την έχουμε παρουσιάσει. Δεν γνωρίζαμε όμως το παραμικρό για το σπήλαιο Κάψια αν και βρίσκεται σε πάρα πολύ κοντινή απόσταση από την Αγία Φωτεινή. Αυτό μας κίνησε την περιέργεια και παρά το ότι δεν βοηθούσε ο καιρός, αποφασίσαμε να το επισκεφθούμε διανύοντας μόλις 15 χιλιόμετρα από το κέντρο της Τρίπολης προς Λεβίδι. Φτάνοντας στο σπήλαιο έχει χώρους στάθμευσης, παιδότοπους και ένα καφέ - εστιατόριο με άπλετη θέα στον κάμπο της Μαντινείας. Αφού απολαύσαμε τον καφέ μας ήρθε η ώρα να περιηγηθούμε στο σπήλαιο. Ξεναγός μας ο Σάββας, ένας έμπειρος και άρτια καταρτισμένος σπηλαιοδύτης ο οποίος μας έκανε να κρεμόμαστε από τα χείλη του. Περιττό να σας πούμε ότι πρέπει να προγραμματίσετε μια οργανωμένη επίσκεψη ως εδώ αν είστε υπεύθυνοι συλλόγων ή σχολείων, ή κάνοντας μια μικρή απόκλιση από τον προορισμό σας εάν είστε ταξιδιώτες του αυτοκινητόδρομου από και προς την Τρίπολη ή το Λεβίδι.
Το σπήλαιο Κάψια κατατάσσεται στα 10 πιο αξιόλογα σπήλαια της Ελλάδας και συγκαταλέγεται στα 100 κατάλληλα για αξιοποίηση σπήλαια του ελληνικού χώρου (από τα 7500 συνολικά). Βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού Κάψια και ανήκει στο περίπλοκο σύστημα καταβοθρών του οροπεδίου της Μαντινείας. Η μέχρι σήμερα εξερευνημένη του έκταση είναι περίπου 6500 τ.μ.
Ο πρώτος που αντίκρισε το πανέμορφο σπήλαιο ήταν ο Γάλλος αρχαιολόγος Γουστάβος Φουζέρ το 1887 ενώ πραγματοποιούσε ανασκαφές στην αρχαία Μαντινεία. Η πρώτη έρευνα του σπηλαίου έγινε στις 20 Αυγούστου 1892 από ελληνογαλλική αποστολή με υπεύθυνο τον νομομηχανικό Αρκαδίας Νικόλαο Σιδερίδη και δύο Γάλλους μηχανικούς. Η δημοσίευση της μελέτης του για το σπήλαιο και τις καταβόθρες της περιοχής στο γαλλικό επιστημονικό περιοδικό Spelunga το 1911 φέρνει το σπήλαιο στην παγκόσμια δημοσιότητα. Η δημοσίευση αυτή είναι το σπουδαιότερο ελληνικό σπηλαιολογικό άρθρο της εποχής και αποτελεί την αρχή για το ξύπνημα του ενδιαφέροντος της μελέτης των ελληνικών σπηλαίων.
Το 1974 πραγματοποιήθηκε νέα ελληνογαλλική αποστολή με υπεύθυνο τον Ι. Ιωάννου και ανακαλύφθηκε και νέο τμήμα του σπηλαίου που ήταν άγνωστο στους πρώτους ερευνητές. Στο σπήλαιο βρέθηκαν ίχνη παλιάς πλημμύρας και πλήθος από θραύσματα ανθρώπινων οστών και κρανίων, σκεπασμένα από λάσπη (πάχους μισού μέτρου) που καλύπτει το δάπεδο του σπηλαίου. Επίσης βρέθηκαν λυχνάρια που πιθανόν να ανήκουν στους ύστερους ελληνικούς χρόνους (4ος & 5ος μ.Χ αιώνας). Στην αίθουσα των «Θαυμασίων» παρουσιάζονται οι σπανιότεροι χρωματισμοί λιθωματικού υλικού από κάθε άλλο γνωστό ελληνικό σπήλαιο. Κόκκινα της φωτιάς, κίτρινα της ώχρας και πρασινογάλαζα ανάμικτα με το κατάλευκο των σταλακτιτών, προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα φυσικής τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια είναι Ελεύθερα και χαρακτηρίζουν το σχολιαστή !