Με αφορμή τον εορτασμό και τη λαμπρή πανήγυρη που γίνεται κάθε χρόνο στον Ιερό Ναό Αναλήψεως του Κυρίου στην παραλία μας, σήμερα Πέμπτη 25 Μαΐου 2017, με πρωτοβουλία του Συλλόγου Αλιέων αναβιώσαμε για πρώτη φορά έπειτα από 51 χρόνια τα "Αναλήψια", παλαιό έθιμο του χωριού μας, του οποίου γλαφυρή περιγραφή σας μεταφέρουμε από το βιβλίο "Ανάληψη το Χωριό μου - Ήθη, Έθιμα, Δοξασίες, Παραδόσεις (1960-1974)" της συγγραφέως Σμαραγδής Κουτσοπέτρου, του οποίου η παρουσίαση έγινε πέρυσι το καλοκαίρι.
Μετά την πρωινή Πανηγυρική Θεία Λειτουργία μετ' Αρτοκλασίας, στην οποία χοροστάτησε Ιεροκήρυκας εκπρόσωπος της Μητροπόλεως Μεσσηνίας και παραβρέθηκαν πολλοί Ιερείς από τα γειτονικά χωριά, ο Ιερέας του χωριού μας π. Νεκτάριος κρατώντας ανά χείρας την σεπτή Εικόνα της Αναλήψεως του Κυρίου, τέθηκε επικεφαλής της πομπής που κατευθύνθηκε στο λιμανάκι της παραλίας μας για να επιβιβασθεί στα πλεούμενα του Συλλόγου των Ερασιτεχνών Αλιέων "Ο Μουρτιάς" και να πλεύσει έως το σημείο της παραλίας απ' όπου ατενίζουμε τον Ναό της Αναλήψεως!
Τη Λιτανεία σε όλο το μήκος της παραλίας μας, ακολούθησε πλήθος κόσμου με επικεφαλής τον Δήμαρχο Μεσσήνης κ. Γεώργιο Τσώνη, τους Αντιδημάρχους, τον Πρόεδρο της Κοινότητας κ. Παύλο Γρηγορόπουλο και τον Δημ. Σύμβουλο Μεσσήνης και κάτοικο του χωριού μας κ. Αναγνωστόπουλο Δημήτριο (Τζίμη).
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Αλιέων κ. Ιωάννης Μάντζαρης, πριν την επιβίβαση στα πλωτά, αναφέρθηκε στο έθιμο και ευχαρίστησε τους παρόντες για την παρουσία τους. Ιδιαιτέρως ευχαρίστησε τον Δήμαρχο της Μεσσήνης για την καθοριστική συμβολή του στην ανάπλαση της παραλίας μετά την ολική καταστροφή από την καταστροφική πλημμύρα του προηγούμενου Σεπτεμβρίου.
Ο Δήμαρχος Μεσσήνης είπε πως έγινε ένα τιτάνιο έργο για να είναι η παραλία της Ανάληψης έγκαιρα στην κατάσταση που όλοι είδαμε σήμερα.
Ευχόμαστε με τη σειρά μας κι εμείς σε όλους, υγεία και χρόνια πολλά, καθώς και να είμαστε άπαντες οι παρόντες και του χρόνου εδώ. Ευχή και προτροπή μας η καθιέρωση του ωραίου εθίμου τα επόμενα χρόνια!!!
Περισσότερες φωτογραφίες εδώ!
Η Ανάληψη του Κυρίου - Το πανηγύρι μας!
Σχετικά με το πανηγύρι του χωριού μας οι μνήμες μου είναι πολύ παλιές, μόνο κατά τη διάρκεια των χρόνων 1961-1967 που ήμουν μαθήτρια στο Δημοτικό. Σαν μαθήτρια Γυμνασίου οι μνήμες είναι λιγότερες, διότι της Αναλήψεως ήταν εργάσιμη ημέρα και έπρεπε όλα τα Γυμνασιόπαιδα του χωριού να είμαστε στο Σχολείο για μάθημα. Συμμετείχαμε ενεργά στο Πανηγύρι μόνο την παραμονή το βράδυ και ανήμερα της Αναλήψεως στο γιορτινό μεσημεριανό τραπέζι και ειδικά το βράδυ, γιατί το χωριό είχε τουλάχιστον δύο μουσικά σχήματα (όργανα) στα κεντρικά καταστήματα του χωριού.
Σχετικά με το πανηγύρι του χωριού μας οι μνήμες μου είναι πολύ παλιές, μόνο κατά τη διάρκεια των χρόνων 1961-1967 που ήμουν μαθήτρια στο Δημοτικό. Σαν μαθήτρια Γυμνασίου οι μνήμες είναι λιγότερες, διότι της Αναλήψεως ήταν εργάσιμη ημέρα και έπρεπε όλα τα Γυμνασιόπαιδα του χωριού να είμαστε στο Σχολείο για μάθημα. Συμμετείχαμε ενεργά στο Πανηγύρι μόνο την παραμονή το βράδυ και ανήμερα της Αναλήψεως στο γιορτινό μεσημεριανό τραπέζι και ειδικά το βράδυ, γιατί το χωριό είχε τουλάχιστον δύο μουσικά σχήματα (όργανα) στα κεντρικά καταστήματα του χωριού.
Οι ετοιμασίες για το πανηγύρι άρχιζαν αρκετές ημέρες νωρίτερα. Οι νοικοκυρές καθάριζαν και ασβέστωναν τα σπίτια τους και τις αυλές τους, κανόνιζαν το αρνί ή το κατσίκι που θα έσφαζαν. Βέβαια, οι μαγαζάτορες που έφερναν τα λεγόμενα «όργανα» κανόνιζαν νωρίς το πρωί μετά την εκκλησία να φέρουν από τη Μεσσήνη τις φρεσκοψημένες πατροπαράδοτες γουρνοπούλες, τις οποίες τοποθετούσαν σε ειδικούς πάγκους και τις τεμάχιζαν. Το χωριό μας ανήμερα του πανηγυριού είχε πολλούς καλεσμένους. Κάθε οικογένεια στο σπίτι της καλούσε συγγενείς και φίλους από κοντινά χωριά. Θυμάμαι ανελλιπώς κάθε χρόνο στο γιορτινό μας μεσημεριανό τραπέζι, τον θείο μου το Χρήστο με τη θεία μου τη Γεωργία τη γυναίκα του, και τα ξαδέρφια μου, τον Πέτρο και τον Θανάση με τα κουστουμάκια και τις γραβατούλες τους. Ο θείος μου ο Χρήστος ήταν πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου αλλά επειδή είχαν μεγαλώσει μαζί ένοιωθαν αδέρφια.
Σε αυτό το σημείο θα μου επιτρέψετε, μαθήτρια Πέμπτης τάξεως Δημοτικού το 1966, να αναφερθώ σε ένα περιστατικό ανήμερα της Αναλήψεως, που έχει βαθειά χαραχτεί στο μυαλό μου. Το εκκλησιαστικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον παπα-Μένη και με τη συγκατάθεση του δασκάλου μας κ. Κώστα Κυριαζόπουλου, αποφάσισε κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας το πρωί στον περίβολο της εκκλησίας, εμείς οι μαθήτριες της Πέμπτης και Έκτης τάξεως να χωριστούμε σε ομάδες και να κάνουμε έρανο υπέρ της Εκκλησίας. Μια από τις κοπέλες κρατούσε ένα σιδερένιο κουτί, με μια ρωγμή στο μέσον (έμοιαζε με κουμπαρά) και οι άλλες της ομάδας κολλούσαν στο πέτο του σακακιού των προσκυνητών το ανάλογο σήμα (αυτοκόλλητο) με τη σφραγίδα και το σήμα της εκκλησίας του αναληφθέντος Κυρίου αφού οι προσκυνητές έριχναν τον οβολό τους στο σιδερένιο κουτί. Στην ομάδα που συμμετείχα, ήμουν από την Πέμπτη τάξη μόνον εγώ, οι άλλες κοπέλες ήταν της Έκτης τάξης. Θυμάμαι ήταν η Νούλα του Γεωργόπουλου του Γιάννη, η Ειρήνη του Δημητράκη του Χαϊδόγιαννη, η Βούλα του Γιώργη του Βασιλόπουλου, και η μακαρίτισσα η Σούλα του Δημητράκη του Χριστόπουλου που έφυγε τόσο πρόωρα και άδικα από κοντά μας. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και της αρτοκλασίας, ήταν το έθιμο της πρώτης βόλτας στη θάλασσα. Πολλοί νέοι έκαναν το πρώτο τους μπάνιο. Βέβαια, οι βάρκες ήταν παρατεταγμένες στην παραλία για την πρώτη εθιμοτυπική βαρκάδα. Εμείς σαν ομάδα με πρωτοβουλία του επιτρόπου της εκκλησίας Νίκου-Νικάκου (τον έλεγαν έτσι γιατί ήταν πολύ κοντός) Παπαδόπουλου, μπήκαμε στη βάρκα. Αμέσως ήρθε ένα «τσούρμο» κοπέλες από τις άλλες ομάδες ν’ ανέβουν στη βάρκα. Η βάρκα είχε μεγάλο βάρος, ο μπαρμπα-Νικάκος και ο βαρκάρης φώναζαν να κατέβουν μερικές. Δεν κατεβαίνουμε και η βάρκα ξεκίνησε, θυμάμαι πολύ καλά ότι καθόταν πλάι μου η αδερφική μου φίλη και συμμαθήτριά μου Ελένη Τριγωνοπούλου (Παναγάκια). Ο βαρκάρης άρχισε να τραβάει τα κουπιά, δυστυχώς όμως όταν τραβηχτήκαμε λίγο στα βαθιά, η βάρκα άρχισε να γέρνει και έβαζε νερά. Δεν ξέραμε καλό μπάνιο, ο βαρκάρης μας έλεγε να βγάζουμε με τις χούφτες μας το νερό. Τα χάσαμε, κλαίγαμε, λέγαμε ότι θα πνιγούμε, ο μπαρμπα-Νικάκος μας έδινε θάρρος και προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμος. Τα κορίτσια κλαίγανε, θυμάμαι του φώναζα να γυρίσει τα κουπιά πίσω προς την παραλία. Έκανε την προσπάθεια, αλλά η βάρκα λόγω βάρους δεν υπάκουε. Με τα πολλά, και με αγώνα έβγαλε τη βάρκα προς τα έξω. Θυμάμαι πήδησα από τη βάρκα, το νερό με πήγαινε μέχρι τη μέση, κράτησα την Ελένη την Τριγωνοπούλου τη φίλη μου από το χέρι… πήδησε και αυτή με τα παπούτσια και με τις φούστες μούσκεμα. Κρατημένες χέρι-χέρι βγήκαμε στη στεριά. Φοβόμασταν, όχι τόσο το τι περάσαμε, αλλά το τι θα λέγαμε στους γονείς μας.
Κατά καλή μας τύχη ήταν ακόμα στη θάλασσα (είχε έρθει στην εκκλησία), ο μπάρμπα-Γιάννης ο Γάλλος με το τρακτέρ του, από τους λίγους που είχαν τρακτέρ τότε. Τρέξαμε και τον προλάβαμε, ενώ έφευγε και ήταν έτοιμος να πάρει τον ανήφορο για του Φτιχιάκου τη ράχη, μαζί μας και ο μπάρμπα-Νικάκος. Είπαμε στον μπάρμπα-Γιάννη στα γρήγορα τι πάθαμε, μας έβαλε στην καρότσα του τρακτέρ και μας έφερε στο χωριό. Ο μπαρμπα-Νικάκος ο Παπαδόπουλος για να στεγνώσουμε και να μην μας δούνε οι γονείς μας, μας πήγε στου Παντελή του Μητσέα το μαγαζί να μας κεράσει (είχε εκείνη τη χρονιά φέρει ορχήστρα και την είχε στο προαύλιο της Δημητρούς της Γαλούσαινας), πιάσαμε τραπέζι, μας κέρασε, βγάλαμε αναμνηστική φωτογραφία, μαθήτρια Πέμπτης Δημοτικού τότε, το 1966. Με πόση χαρά και λαχτάρα όλα τα παιδιά, μικροί και μεγάλοι περιμέναμε το πανηγύρι. Είχαμε καλεσμένους συγγενείς πάντοτε στο σπίτι. Οι νοικοκυρές έριχναν τα ταψιά με το ψητό στους σπιτικούς φούρνους, ευωδίαζε ο τόπος, η μητέρα μας έδινε από τις οικονομίες της και αγοράζαμε από τα καροτσάκια των πλανόδιων μικροπωλητών ψεύτικα δαχτυλίδια, βραχιολάκια, κούκλες, και ο πατέρας μας αγόραζε το παγωτό χωνάκι, το μαντολάτο ή το αράπικο φιστίκι. Το μουσικό πρόγραμμα άρχιζε από την παραμονή το βράδυ. Εμείς τα παιδιά περισσότερο ήμαστε όρθια και κοιτάζαμε και θαυμάζαμε τους οργανοπαίχτες και τις πριμαντόνες. Η οικογένεια επίσημα όλοι μαζί με τους καλεσμένους έβγαινε ανήμερα το βράδυ στα μπουζούκια. Δίνονταν παραγγελιές στα όργανα, η κάθε παρέα ξεχωριστά χόρευε χωρίς να μπαίνει ο άλλος στο χορό. Έδιναν λεφτά στους οργανοπαίχτες και παραγγελίες τραγουδιών. Θυμάμαι το μεγαλύτερο κέφι στο χωριό με την καλύτερη ορχήστρα το έκανε ο μπαρμπα-Γιώργης ο Παναγιωτόπουλος, ο επονομαζόμενος «Μπρούκλης» (είχε πάει στην Αμερική, γύρισε με αρκετά χρήματα και παντρεύτηκε την Ευσταθία, του Νίκου του Δαρόγιαννη την αδερφή). Ήταν νοικοκύρης, άνθρωπος κοσμογυρισμένος και μερακλής...
Γιώργο μου έχω ακουστά από τον παππού μου τον Γιώργη τον Κουτσοπέτρο, η Κούλα τον ξέρει, ότι προπολεμικά εκεί γύρω στο 1930-35, το χωριό πριν την "βαρκάδα", οργάνωνε ανήμερα της Αναλήψεως κολυμβητικούς αγώνες, μάλιστα μου είχε αναφέρει ο παππούς μου, ότι είχε έλθει πρώτος με μεγάλα μακροβούτια ο πατέρας του Γιάννη του Κουτσοπέτρου (Μπαμπάνη), ο επονομαζόμενος Κωσταμπάλας Άλλοι δεινοί κολυμβητές του χωριού ήταν ο Γιάννης ο ΓΕΩΡΓΌΠΟΥΛΟΣ, Ο ΓΙΆΝΝΗΣ Ο ΜΗΤΣΈΑΣ ΚΑΙ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΝΏΤΕΡΟΥΣ Ο ΓΙΆΝΝΗΣ Ο ΚΟΥΤΣΟΠΈΤΡΟΣ, ΠΑΤΈΡΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΏΝ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΏΝ!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή