Ζεστό μεσημέρι καλοκαιριού και κάθομαι στο μπαλκόνι. Τα γιασεμιά της αυλής έχουν στυλώσει επάνω μου ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο. Προσποιούμαι πως δεν έχω αντιληφθεί την αλλόκοτη αυτή συμπεριφορά τους, προσπαθώ να τ’ αγνοήσω συνεχίζοντας να γράφω απερίσπαστος στον υπολογιστή. Θερμό αεράκι ξάφνου σηκώνεται και φέρνει αβέρτα ανάσες γιασεμιών στην όσφρησή μου, μέχρις ότου να κατακλυστεί το είναι μου ολόκληρο από το μελαγχολικό τους άρωμα. Έχουν ανθίσει εδώ και καιρό και προσμένουν μάταια ένα ακόμη θέρος τη νεκρή σκιά της γιαγιάς με δροσερό νερό να τα ποτίσει. Κοιτάζω ξανά τα γιασεμιά σαν να τους απαντώ: κι εγώ τι φταίω; Κλείνω τα μάτια. Σαν θεός κι εγώ στον παράλογο κόσμο μου, στον κόσμο των αναμνήσεών μου, ανασταίνω τη μακρόχρονη απουσία της γιαγιάς, της φορώ το πελώριο - για τα τότε παιδικά μου μάτια - ψάθινο καπέλο της (παρατημένο τώρα πάνω στη ζυγαριά της αποθήκης, λες και είναι ποτέ δυνατό να υπολογιστεί της απουσίας το αστάθμητο βάρος) και μαζί προχωρούμε προς την αυλή. Και τότε είναι που την παρατηρώ - σαν θεός και πάλι από ψηλά, που δεν επεμβαίνει, δεν παρηγορεί - με το ‘να χέρι τα γιασεμιά να καταβρέχει αφαιρώντας το παράπονο και τη μελαγχολία τους και με τ’ άλλο χέρι να χαϊδεύει ένα μικρό αγόρι που κρέμεται απ’ τα φουστάνια της κι όλο το αφηρημένο παράπονο και τη μελαγχολία στην ψυχή του να προσθέτει.
Παναγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια είναι Ελεύθερα και χαρακτηρίζουν το σχολιαστή !