Οι φωτογραφίες δεν είναι ικανές να μεταφέρουν τα συναισθήματα!
Έστω και μια φορά αξίζει να το ζήσεις!
Απόγευμα Κυριακής του Πάσχα, στο σαϊτοπόλεμο της Μεσσήνης!
Σαϊτοπόλεμος!
Στην Καλαμάτα και τη Μεσσήνη (Νησί) την Κυριακή του Πάσχα, αναβιώνει ένα ξεχωριστό τοπικό έθιμο, ο σαϊτοπόλεμος, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται αρκετά πίσω στον χρόνο, στους απελευθερωτικούς αγώνες του 1821.
Aρκετοί από τους συμμετέχοντες είναι ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές - οπλισμένοι, με σαΐτες που έχουν κατασκευάσει μόνοι τους από χαρτονένιους σωλήνες γεμισμένους μπαρούτι, αρχίζουν την εκτόξευση και ξεσηκώνουν το πλήθος που παρακολουθεί.
Τα «μπουλούκια» - έτσι ονομάζονται οι ομάδες των σαϊτολόγων - αναβιώνουν το έθιμο που δίνει έμφαση στην εφευρετικότητα των Ελλήνων και θυμίζει τον ηρωισμό τους επί Τουρκοκρατίας.
Σύμφωνα με το θρύλο, οι Μεσσήνιοι χρησιμοποίησαν σαΐτες γεμάτες εκρηκτικά και αναχαίτισαν το ιππικό των Τούρκων, τρομάζοντας τα άλογα τους και αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι η νίκη σε μια μάχη δεν αποκτιέται μόνο μέσα από την αριθμητική υπεροχή.
Το Ζεϋμπέκικο της φωτιάς!
(Στη μνήμη των καπετανέων που γνώρισα τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι μου ανοίξανε τη ψυχή τους και μου μολόγησαν το πάθος τους για τις σαΐτες, Γιώργου Σταματόπουλου (καπετάν-Γιούρα), Ανέστη Βύζαλη (καπετάν-Ανέστη), όπως επίσης και σε αυτή όλων των παλιών που δεν γνώρισα).
Το ζεϋμπέκικο είναι χορός μοναχικός.
Χορεύεται σε άφατη θλίψη, σε βαρύ πόνο και όταν υπάρχει έκσταση.
Για να χορευτεί το ζεϋμπέκικο πρέπει να είσαι έτοιμος και αποφασισμένος να «φύγεις», έστω για λίγο, από τούτο τον κόσμο.
Χορεύεται με αρρενωπότητα, με κοφτές κινήσεις, «σέρνεσαι κατά γης», τα πόδια λυγίζουνε από τη θλίψη, τα χέρια είναι σηκωμένα σα φτερούγες για να πετάξεις πάνω από τα προβλήματα και τις σκοτούρες, το πρόσωπο είναι κινινιασμένο και τα μάτια μισόκλειστα.
Είναι χορός σοβαρός και πρόσβαρος.
Προτού χορέψεις πίνεις το κρασί σου και σα σηκωθείς χύνεις το υπόλοιπο, σπονδή στους φίλους και τους συγγενείς που είναι στο Κάτω Κόσμο, «έρχομαι» τους λες, δεν είναι χορός «παίξε-γέλασε».
Χορεύεται από άντρες και γυναίκες.
Για να φτάσεις στο σημείο να ρίξεις σαΐτες καλαματιανές ή νησιώτικες (Μεσσήνη ή Νησί), πρέπει νάχεις ψυχή και νάσαι αποφασισμένος.
Δυο μήνες προετοιμασία, χαρμάνια, χαρτόνια, λαιμοπινίγματα, καβίλιες, περμανίτες, στουπώματα, βαριές και καλέμια, χρόνος πολύς, κουβέντα και αδελφική φιλία, συμβουλές στους νέους και προτάσεις στους παλιούς, σέρτικο τσιγάρο μπύρα και κρασάκι.
Ώρες ατέλειωτες στο τσαρδί του καπετάνιου, κούραση και αγωνία, δοκιμές, δοκιμές, δοκιμές…… ξαναχαρμάνιασμα, «φωνές», τριβέλισμα.
Τη Κυριακή τα μπουλούκια στο γήπεδο, στο χώρο που πρέπει.
Ρούχα πρόχειρα, μάλλινα, στρατιωτικά.
Μπερέδες, φεσάκια, τραγιάσκες.
Γαρύφαλλα κόκκινα.
Τα λάβαρα, οι κορνέτες, οι πιτσιρικάδες που θα πρωτορίξουν.
Τα ταγάρια τίγκα στις σαΐτες. Οι έμπειροι έχουν δύο.
Ανεπίσημα και με τη βοήθεια του Δήμου.
Άμα κανείς καεί δεν τον ξέρουνε παρά μονάχα οι δικοί του. «Ρε τι το θέλουνε το νοσοκομειακό;».
Τα μπομπάκια τα πετάνε και βρέφη.
Οι μερακλήδες πετάνε βαρελότα σαν κεφάλι μικρού παιδιού.
Στο μπαμ μικρός σεισμός.
Ο κυρ-Ηλίας να φωνάζει.
Η κλήρωση, ήρθε η ώρα.
Ο κύκλος, απέξω το κακό μέσα το καλό, ο καπετάνιος στη μέση, ο ψυχογιός να δώσει αβιζιώτη.
Τα τσιγάρα στα χείλια. Φωνή «πάμε ρε». Το φούντωμα. Το ρίξιμο. Ο κίνδυνος. Η σχέση. Η αρμονία. Η κίνηση. Η έκσταση.
Πώς να ρίξεις σαΐτα άμα είσαι «μαλλί αγγέλου»;
Πώς να τη κρατήσεις άμα δεν έχεις νεύρο;
Πώς να σ΄ ακούσει άμα δεν έχεις ζυμωθεί μαζί της;
Πώς να «χορέψεις» με την αγαπημένη σου άμα δεν έχεις αίσθημα;
Πώς να «χορέψεις» με τη σαΐτα σου άμα δε ξέρεις ζεϋμπέκικο;
Πως να συγκεντρωθείς άμα γουστάρεις μόνο το φιγουριλίκι;
Πώς να δεις τη φλόγα της ψυχής σου και τη φλόγα της άμα δε έχεις μισόκλειστα τα μάτια;
Πως να μυρίσεις τη μπαρούτη άμα είσαι «μυξιάρης»;
Πώς να καταλάβεις ότι τελειώσανε οι «φωνές της» για να φουντώσεις την επόμενη, άμα δεν ξηγιέσαι σοφράνο;
Πώς να λαβώσεις τη ψυχή σου άμα δε την αγαπάς και δεν καίγεσαι;
Πώς να σε πάρει σοβαρά ο άλλος άμα κάνεις παρέα μόνο με κατσεκαλάκηδες και όχι με άντρες από τη Ράχη, το Πέταλο, τον Αι-Σίδερη και λοιπούς «ακραίους»;
Δεν αναρωτηθήκατε γιατί όλα τα μπουλούκια, στις μέρες μας, προέρχονται από συνοικίες της πόλης, τις «άκρες» και όχι από το κέντρο.
Μήπως νομίζετε ότι οι σαϊτολόγοι βλέπουνε το fame story;
Καμιά ταινία με το Φούντα και το Κούρκουλο βλέπουν.
Μήπως τους έχετε δει στα κωλάδικα να κάνουν λουλουδοπόλεμο;
Δεν πάνε εκεί γιατί γουστάρουν ταβερνίτσα, λακέρδα και κρασάκι.
Μήπως τους έχετε δει με καμπριολέ ή με χιλιάρες μοτό;
Με κάτι φιατάκια του ΄70 και με φλορέτες ή ζακς κυκλοφοράνε.
Μήπως τους είδατε σε κεντρικά ζαχαροπλαστεία να πίνουν φρεντουτσίνο;
Μπα, στο καφενείο της γειτονιάς τους, καφεδάκι, τάβλι και πρεφίτσα.
Μήπως νομίζετε πως πάνε στην Αθήνα για θέατρο, στο Χελμό για σκι και στην Ελαφόννησο για ψάρι;
Σιγά, κανα ποδόσφαιρο βλέπουν στο γήπεδο του στρατοπέδου ή στο γήπεδο του Λουκαρέα.
Μήπως τους είδατε να κυκλοφοράνε τις γυναίκες τους αλά μπρατσέτα σε βεγγέρες;
Όχι βέβαια, στο σπίτι τις έχουνε και δυο γλυκές κουβέντες (γλυκιά μου, κορώνα μου, χαρά μου) λένε και καθαρίζουνε.
Γι αυτό ο σαϊτόπολεμος της Καλαμάτας και του Νησιού, ζει και θα ζήσει.
Γιατί είναι σε στιβαρά χέρια.
Δεν είναι σε χέρια γλυκανάλατων, ούτε σε ψευτόμαγκες φιγουρατζήδες.
Γιατί αυτοί που τις κρατάνε τις νιώθουν και πονάνε συνάμα.
Γιατί είναι άντρες.
Και οι άντρες πρέπει να χουν αισθήματα, πόνο, πάθος και να χορεύουν ζεϋμπέκικο αντρίκειο.
Χρήστος Ν. Ζερίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια είναι Ελεύθερα και χαρακτηρίζουν το σχολιαστή !